Ο Χρήστος ζούσε στο Παρίσι από τα δεκαοκτώ. Σχέδιο της μαμάς, για να γλιτώσει τις Πανελλαδικές και τον στρατό. Πέρασε ζόρια και βαρβάτη μοναξιά, δέκα χρόνια στην πρέσα, στο τέλος έβαλε τα πράγματα σε μια σειρά. Στην πολυεθνική τον πήραν δοκιμαστικά. Είχε καλές ιδέες και τα μυαλά στο κεφάλι του, τα πήγαινε καλά.

Τη μέρα που έγινε η επίθεση στο Μπατακλάν έμεινε σπίτι, να τελειώσει ένα πρότζεκτ. Αλλιώς θα ήτανε κι αυτός εκεί. Έκανε μήνες να γυρίσει η καρδιά στη θέση της. Έβλεπε τον στρατό στους δρόμους, κράνος αντί για πρόσωπο, το όπλο στα χέρια, όχι το πιστολάκι της αστυνομίας, στρατός σημαίνει στρατός.

Ρωτούσε η μαμά «Τι κάνεις» και η απάντηση ήταν «Καλά. Πολύ καλά. Είμαστε ασφαλείς».

Το Παρίσι ήταν η πόλη του. Αν τον ρωτούσες, τώρα στα σαράντα ένιωθε Γάλλος. Ερχόταν στην Ελλάδα, διακοπές στο νησί. Έκανε μπάνια, ξάπλωνε στον ήλιο, έπινε κρασί στο σεληνόφως. Κι έφευγε προτού να βαρεθεί.

Στην εταιρεία κράτησαν τα στελέχη και έστειλαν τους υπόλοιπους στο σπίτι τους. Έδωσε μάχη για το τμήμα του και κάπως φρέναρε τις απολύσεις. Πάγωνε η ψυχή του στην τηλεδιάσκεψη, όλο και κάποιος έλειπε από τη σύνδεση, έπαψε να ρωτάει πώς και τι. Όλοι τους ήταν άνθρωποι που ήξερε. Και τώρα ήταν στην εντατική.

Σκέφτηκε να επιστρέψει, αλλά δεν πρόλαβε. Η απαγόρευση τον βρήκε στο Παρίσι κι έμεινε εκεί.

– Ποιος να μας το ’λεγε, γελούσε στην οθόνη του υπολογιστή. Ποιος να μας το ’λεγε πως θα ερχόταν η μέρα που θα παρακαλάμε να γυρίσουμε.

– Να πάρεις κι αύριο, ακούς; Να σε βλέπω, να ξέρω ότι είσαι καλά, έλεγε και ξανάλεγε η μάνα.