Αγόρασα ένα βάζο γλυκό του κουταλιού κεράσι. Με φώναξε ο πατέρας μου και με έστειλε να το πάρω. Τα αυτιά μου έκαψαν όταν άκουσα το όνομα μου. Δεν με χτυπάε,ι ούτε οι φλέβες του πετάγονται στους κροτάφους. Μια φορά γύρισε από τη δουλειά και το λευκό του πουκάμισο είχε κολλήσει πάνω του από τον ιδρώτα. Φάνηκαν οι τρίχες του στο στήθος. Θα ήθελα να τις πειράξω και να κάνω σχέδια με τα δάχτυλά μου. Μια φορά μιλούσε στο τηλέφωνο. Γελούσε. Γέλασα και εγώ. Σταματήσαμε. Όταν τρώμε μαζί δεν ξέρω πού να βάλω τα χέρια μου. Μια φορά τον ρώτησα κάτι για μια εργασία στο σχολείο. Είμαι σίγουρος, μου απάντησε αλλά δεν τον άκουγα. Έσκιζα τη χαρτοπετσέτα μου. Όταν του μιλάω δεν έχω σάλιο. Θα ρίξω κάτω το βαζάκι με τα κεράσια. Μακάρι να με χτυπήσει. Ίσως κλάψω. Μια φορά με είχε αγκαλιάσει ένας μεγάλος μου ξάδελφος. Ήθελα να μου σπάσει τα κόκκαλα. Να με λιώσει όπως η σοκολάτα σε ζεστά χέρια. Η μαμά και η μικρή δεν αγκαλιάζουν έτσι. Μια φορά που ξυριζόταν τον κοίταξα από την κλειδαρότρυπα. Τουκ τουκ το ξυραφάκι στο νιπτήρα. Με κατάλαβε. Έβαλε το κλειδί στην τρύπα και δεν μου είπε τίποτα. Έσπασα το βάζο στο γυρισμό απ’ το σουπερμάρκετ. Τα κόκκαλά μου είναι ακόμα στη θέση τους.