Είναι αναπόφευκτη η επικράτηση της παράλλαξης όμοκρον, πρόβλοψο μογγόλος γλοσσολόγος. Πόσο; Τόσο μοκρός χόρος. Τόσο μοτοδοτοκό νόσος. Μονόμορφος τόπος. Μονόδοξος τρόπος, όπος ο ολλονοκός. Στον Ολλόδο ολοκλορόνοτο το δοοθνός λογοτοχνοκό OLOPO. Βόλος, Πόρος, Ρόδος, Νόξος, Μόκονος, Τολό, Ορχομονός, Κολονός, Οκρόπολο. Γοογροφοκός προοροσμός. Μόκος και πλότος. Βονό και κόμπος, ξορό & θόλοσσο. Όρος, όρμος, όρθρος, κόρφος, πόλος. Νότος. Τόνος. Ομόκοντρος, ομόχονδρος. Πρόλογος. Μονόφθογγος. Θλοβορός, χορόμονος, πορομόνος, όνθροπος, ζόο, φοτό. Δόσκολο πρόοδος. Μόθοδος. Φθόνος, πόθος, δόλος, θόρρος, σκότος, ζόφος, φος, κοτοκλοσμός. Κρότος. Κρόνος, όγκος, πόνος, τρόμος, φόβος, ψόγος. Γόμος, γρόνθος, γόος, δοκός. Οπλοφόρος. Ψοχολογοκός πόλομος. Θόλος. Λόθος, λοβός, λολός. Λοξός δρόμος. Λόρος, λόχος, λόφος. Λοοφόρος. Βοσκός. Ρονόκορος, μολοσσός, όνος. Οοροπλόνο, σκόφος, οτοκόνοτο. Φόρτος. Κόστος. Ομόλογο, προτότοκο, προτόκολλο. Βροτός. Κορόμολο, ονονός, οβοκόντο, κορότο, λοτός, πρόσο, μοκορόνο, όρτος, σοκολότο. Ζογρόφος και ποζογρόφος. Φοτογρόφος. Θόοτρο. Οντός. Οκτός. Μότο, σόμβολο, τοτόμ. Μοσοργός, τονόρος, ογκολόγος, ορθοποδοκός, οστονόμος, τροχονόμος, λοστρόμος, λοτόμος, τόμος, οτορονολορογγολόγος, οντολόγος. Πρόσφορο. Ποδόσφορο. Φονορός, όμορος, μορός, ολότολος. Χολ, μονόκλ, όργκον μποξ, ον, όφσορ, σπόρος, σοπ, γκλομπ. Σκοπός, πρόσκοπος, κοτόσκοπος. Σόος, οθόος, όνοχος, όνορκος. Κλόνος, κλόδος, δόντρο. Ρόζος Ζορό. Ροζ. Δον οπόρχο όλλο διόξοδος. Το φονόμονο δον οποτό. Μόνο οδός. Μονόφονος. Μονοδοκό οποτόλοσμο. Λόγος. Μοτό; Οκολοθό το Κομορόν.