ΜΑΓΝΗΤΙΣΜΟΣ

Εκατό χρόνια από την ίδρυση στη Βαϊμάρη της πρώτης σχολής του Μπαουχάους, καλλιτεχνικός και βιομηχανικός σχεδιασμός συνεχίζουν να έλκονται και να απωθούνται. Πρόκειται για μαγνητισμό, μια ιστορία ατελείωτου έρωτα μεταξύ «καλών» ή ανεφάρμοστων και εφαρμοσμένων ή – ας ειπωθεί επιτέλους – «κακών» τεχνών, έστω και αν ο έρωτας προέκυψε έπειτα από συνοικέσιο που επέβαλε η ανάδειξη της μανιφατούρας ως συστηματικής χειροτεχνίας στους νεότερους χρόνους. Τέχνες & χειροτεχνίες (arts & crafts), όπως πρέσβευε ο Ουίλιαμ Μόρις, υπήρξαν πρόδρομος άλλωστε της κατά κάποιον τρόπο συγχώνευσης, από τον Βάλτερ Γκρόπιους, της Ακαδημίας Καλών Τεχνών και της Σχολής Εφαρμοσμένων Τεχνών στη Βαϊμάρη, με σημαία μια αντεστραμμένη «οικοδόμηση» (από Hausbau σε Bauhaus, δηλαδή).
Καθώς η τέχνη είναι πάντοτε μια χειροτεχνία, όσα τεχνολογικά εργαλεία και αν χρησιμοποιεί, ενώ η χειροτεχνία είναι πάντοτε –χωρίς όμως να θεωρείται ότι ισοδυναμεί– τέχνη, η διάκριση τάξεως ή ταξική διαφορά αυτή δημιουργεί δυσκολίες στον γάμο «καλών» και «κακών» τεχνών. Αλλά ποιος γάμος είναι εύκολος, όταν εξαρχής συμπλέκει ανεφάρμοστους και εφαρμοσμένους; Πώς να μην επηρεάζονται από αλλότρια μαγνητικά πεδία οι πυξίδες της κριτικής, όσο και αν διατείνεται ότι προς κάποιο Βόρειο ή Μάρκο Πόλο διαρκώς τείνουν;
Στην ιστορία του μαγνητισμού, συχνά αναδεικνύεται το γεγονός ότι καλλιτεχνικές ιδέες παρασύρουν τεχνολογικές εφαρμογές, ενώ εξίσου χρήσιμο, αλλά και ωραίο, θα ήταν να αναγνωρίζεται το πώς οι τεχνολογίες δημιουργούν τις προϋποθέσεις κάθε τέχνης. Δεν φτάνει να βλέπει κάποιος ότι χωρίς φωτομηχανές δεν θα μπορούσαν εν συνεχεία να τεθούν σε κίνηση φωτογραφίες που οδηγούν στον κινηματογράφο. Χρειάζεται επίσης να φαντάζεται ότι χωρίς την τεχνολογία της γραφής δεν θα υπήρχε λογοτεχνία.
Επιστρέφοντας στο πεδίο του βιομηχανικού σχεδιασμού (ντιζάιν), αναζητώ κάποια λαμπρή ιδέα που θα φώτιζε το μπαλονάκι της σκέψης ενός εφευρέτη σε κωμωδιογραφίες, όπως επίσης θα μπορούσαν να αποκαλούνται τα κόμικς. Και ιδού η αιωρούμενη λάμπα (The Levitating Lightbulb) του Αμερικανού Σάιμον Μόρις (Simon Morris), που ζει στη Στοκχόλμη. Σε ηλικία 16 ετών άρχισε να πειραματίζεται με μαγνήτες, θέλοντας να κατασκευάσει ένα αιωρούμενο όχημα (hoverboard). Τα κατάφερε μετά από δεκαπέντε χρόνια, έστω και αν δεν μπορούσε να το ιππεύσει ο ίδιος. Έχοντας εμπνευστεί, όπως λέει, από μαγικά χαλιά της παιδικής ηλικίας και πειράματα με ασύρματη ενέργεια του Νίκολα Τέσλα, συνέχισε, με αποτέλεσμα συνάδελφοι του να τον αποκαλούν Magneto. Τα υλικά της αιωρούμενης λάμπας (διαστάσεις σε ίντσες της βάσης: 5" μ. x 5" πλ. x 1,2" ύψ., ενώ της λάμπας: 5.5" μ. x 2,25" πλ. x 1.8" διαμ.) είναι σίδηρος, σιλικόνη, μαγνήτες και ξύλο βελανιδιάς. Για εσωτερική χρήση μόνο, μακριά από υγρασία, ενώ πρέπει να διατηρείται σε απόσταση από μαγνητισμένα αντικείμενα, όπως οι πιστωτικές κάρτες, καθώς βέβαια δεν είναι φτηνή.