Ένα κίτρινο παιδί στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897

Η προμετωπίδα της «ελληνικής» σελίδας του ημερολογίου, με τη σημαδιακή ημερομηνία δημοσίευσης.

Η προμετωπίδα της «ελληνικής» σελίδας του ημερολογίου, με τη σημαδιακή ημερομηνία δημοσίευσης.

Η προμετωπίδα της «ελληνικής» σελίδας του ημερολογίου, με τη σημαδιακή ημερομηνία δημοσίευσης.

Το μα­κρι­νό 1897 η Ελ­λά­δα υπο­δέ­χθη­κε έναν ιδιαί­τε­ρο επι­σκέ­πτη εξ Αμε­ρι­κής. Τον διέ­κρι­νε το γε­γο­νός ότι δεν εί­χε σάρ­κα και οστά, αλ­λά ήταν φτιαγ­μέ­νος από σι­νι­κή με­λά­νη και κί­τρι­νο χρώ­μα. Ξε­χώ­ρι­ζε επί­σης επει­δή δεν εί­χε έλ­θει για του­ρι­σμό (έστω ως σκί­τσο), αλ­λά για να πα­ρα­κο­λου­θή­σει εκ του σύ­νεγ­γυς τον ατυ­χή, όπως ονο­μά­στη­κε, Ελ­λη­νο­τουρ­κι­κό πό­λε­μο της χρο­νιάς εκεί­νης. Ένα πό­λε­μο που εί­χε ως αφορ­μή το Κρη­τι­κό Ζή­τη­μα, στο οποίο η ελ­λη­νι­κή πλειο­ψη­φία της Οθω­μα­νι­κής επαρ­χί­ας της Κρή­της επι­θυ­μού­σε, δια των όπλων, την Ένω­ση με την Ελ­λά­δα. Το πώς ανα­μεί­χθη­κε ένα σκί­τσο από την άλ­λη άκρη του Ατλα­ντι­κου, σε ένα πραγ­μα­τι­κό πό­λε­μο επί ελ­λη­νι­κού εδά­φους, εί­ναι κά­τι στο οποίο μό­νο το κό­μικς και κά­ποιοι πο­λε­μι­κοί αντα­πο­κρι­τές μπο­ρούν να απα­ντή­σουν. Εν αρ­χή ην το Κί­τρι­νο Παι­δί (Yellow Kid). Όχι ένα οποιο­δή­πο­τε παι­δί, αλ­λά εκεί­νο που ση­μα­το­δό­τη­σε με την πα­ρου­σία του την επί­ση­μη έναρ­ξη της ιστο­ρί­ας των κό­μικς. Ο Μί­κι Ντού­γκαν, πιο γνω­στός με το προ­σω­νύ­μιο Κί­τρι­νο Παι­δί (εξαι­τί­ας της μα­κριάς κί­τρι­νης που­κα­μί­σας που φο­ρού­σε) ήταν ο πρω­τα­γω­νι­στής ενός κό­μικς που σχε­δί­α­ζε ο Αμε­ρι­κα­νός Ρί­τσαρντ Φ. Άουτ­κολτ. Εμ­φα­νί­στη­κε στο στε­ρέ­ω­μα του αμε­ρι­κα­νι­κού τύ­που το Φε­βρουά­ριο του 1895, αρ­χι­κά στις σε­λί­δες της εφη­με­ρί­δας New York World που εξέ­δι­δε ο Τζό­ζεφ Πού­λι­τζερ και αρ­γό­τε­ρα στην αντί­πα­λη εφη­με­ρί­δα, New York Journal, του με­γα­λο­εκ­δό­τη Γουί­λιαμ Ρά­ντολφ Χιρστ (πη­γή έμπνευ­σης του Όρ­σον Oυ­έλς για το «Πο­λί­της Κέιν»).

Εκτός από πρώ­τος, επί­ση­μα ανα­γνω­ρι­σμέ­νος, ήρω­ας των κό­μικς, το Κί­τρι­νο Παι­δί υπήρ­ξε διά­ση­μο για δύο ακό­μα λό­γους. Ο πρώ­τος αφο­ρά τα ίδια τα κό­μικς, ενώ ο δεύ­τε­ρος ανα­φέ­ρε­ται στη δη­μο­σιο­γρα­φία, ή μάλ­λον σε ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο όσο και δια­βό­η­το εί­δος της. Ως προς τα κό­μικς, το Κί­τρι­νο Παι­δί κα­τέ­χει άλ­λη μια ση­μα­ντι­κή πρω­τιά. Εκτός από τα σύ­ντο­μα κεί­με­να και μο­νο­λό­γους που ήταν γραμ­μέ­να πά­νω στην που­κα­μί­σα του, με την πά­ρο­δο του χρό­νου εμ­φα­νί­στη­καν εντός των ει­κό­νων τα γνω­στά «μπα­λο­νά­κια» του λό­γου, που πε­ριεί­χαν τους δια­λό­γους των ηρώ­ων (μέ­χρι τό­τε γρά­φο­νταν κά­τω από τις ει­κό­νες, συ­νή­θως σε ρί­μα). Αυ­τό υπήρ­ξε θε­με­λιώ­δες στην οπτι­κή γλώσ­σα των κό­μικς που δια­μορ­φω­νό­ταν τό­τε, για­τί ενο­ποί­η­σε στη μα­τιά των ανα­γνω­στών λό­γο και ει­κό­να σε «σάρ­κα μία». Ο δεύ­τε­ρος λό­γος της (ανε­πι­θύ­μη­της σε αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση) δη­μο­σιό­τη­τας του Κί­τρι­νου Παι­διού εί­ναι ότι έγι­νε αφορ­μή για την ύπαρ­ξη ενός αρ­νη­τι­κού όρου στη δη­μο­σιο­γρα­φία. Ο «κι­τρι­νι­σμός» στον τύ­πο προ­έ­κυ­ψε από δύο γε­γο­νό­τα. Το ένα αφο­ρού­σε τη μά­χη των πω­λή­σε­ων με­τα­ξύ των δύο αντί­πα­λων εφη­με­ρί­δων που δη­μο­σί­ευ­σαν, δια­δο­χι­κά, το Κί­τρι­νο Παι­δί. Επι­διώ­κο­ντας την αύ­ξη­ση των πω­λή­σε­ων, αμ­φό­τε­ρες κα­τέ­φυ­γαν στη δη­μο­σί­ευ­ση «συ­γκλο­νι­στι­κών» ιστο­ριών, με ανά­λο­γη υπερ­βο­λή στις δια­τυ­πώ­σεις. Το δεύ­τε­ρο, κα­θο­ρι­στι­κό γε­γο­νός, που συν­δέ­ε­ται άμε­σα με το πρώ­το, ήταν ο ανή­λι­κος πρω­τα­γω­νι­στής του κό­μικς –ή μάλ­λον, το χρώ­μα της που­κα­μί­σας του. «Κί­τρι­νος» λό­γω χρώ­μα­τος ρού­χου και αθυ­ρό­στο­μος σε με­γά­λο βαθ­μό, συ­νέ­βα­λε, εκών άκων, στην επι­βο­λή του γνω­στού απα­ξιω­τι­κού χα­ρα­κτη­ρι­σμού για μια με­ρί­δα του τύ­που.

Ο μι­κρού­λης πρω­τα­γω­νι­στής της σει­ράς «μι­λού­σε» μια ιδιό­μορ­φη, βάρ­βα­ρη σλανγκ, υβρί­διο με­τα­ξύ της ευ­ρω­παϊ­κής (ιρ­λαν­δο-γερ­μα­νι­κής) κα­τα­γω­γής του και της νε­ο­ϋ­ορ­κέ­ζι­κης γλώσ­σας του δρό­μου. Η γει­το­νιά που με­γά­λω­νε ο Μί­κι Ντού­γκαν ήταν μια πα­ρα­γκού­πο­λη, τυ­πι­κό δείγ­μα εξα­θλιω­μέ­νων πε­ριο­χών της Νέ­ας Υόρ­κης στα τέ­λη του 19ου αιώ­να, που κα­τοι­κού­νταν από οι­κο­γέ­νειες φτω­χών με­τα­να­στών. Το Κί­τρι­νο Παι­δί, άλ­λω­στε, ήταν κου­ρε­μέ­νο «γου­λί»: μια συ­νή­θης ει­κό­να των παι­διών που έπια­ναν ψεί­ρες στα γκέ­το της αμε­ρι­κα­νι­κής με­γα­λού­πο­λης. Ο ρυ­πα­ρός και θο­ρυ­βώ­δης δρό­μος στον οποίο με­γά­λω­νε ο Μί­κι Ντού­γκαν, ένας μι­κρό­κο­σμος και ταυ­τό­χρο­να με­γά­κο­σμος για αυ­τόν, πρό­σφε­ρε την ονο­μα­σία του στον τί­τλο της σει­ράς. Το «Δρο­μά­κι του Χό­γκαν» (Hogan’s alley) έχει ορι­στεί ως ένα θέ­α­τρο επο­χής στο γύ­ρι­σμα του αιώ­να, στο οποίο οι τα­ξι­κές και φυ­λε­τι­κές εντά­σεις του νέ­ου αστι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος εκ­φρά­ζο­νταν από μια ομά­δα σκα­ντα­λιά­ρι­κων παι­διών που βρί­σκο­νταν «στη λά­θος με­ριά». Η επι­τυ­χία που γνώ­ρι­σε, οδή­γη­σε το κό­μικς από τις εσω­τε­ρι­κές σε­λί­δες στα πρω­το­σέ­λι­δα της New York Journal. Πα­ράλ­λη­λα, εγκαι­νιά­στη­κε μια πα­ράλ­λη­λη δρά­ση του Κί­τρι­νου Παι­διού. Όχι σε μορ­φή κό­μικς, αλ­λά ως στή­λη με το ημε­ρο­λό­γιο που υπο­τί­θε­ται ότι έγρα­φε (πά­ντα σε σλανγκ) ο ίδιος ο ήρω­ας. Ο τί­τλος της στή­λης ήταν «Σε­λί­δες από το ημε­ρο­λό­γιο του Κί­τρι­νου Παι­διού» και συ­νο­δευό­ταν από 1-2 ασπρό­μαυ­ρα σκί­τσα του πρω­τα­γω­νι­στή, σε αντί­θε­ση με τη χρω­μα­τι­κή παν­δαι­σία του κό­μικς. Χά­ρη σε αυ­τό το «ημε­ρο­λό­γιο» ο Μί­κι Ντού­γκαν μπό­ρε­σε να ξε­φύ­γει από τα στε­νά όρια της γει­το­νιάς του και να επι­σκε­φθεί διά­φο­ρες χώ­ρες του κό­σμου. Ανά­με­σά τους και την Ελ­λά­δα, πα­ρ’ όλο, ή μάλ­λον εξαι­τί­ας του πο­λέ­μου με την Τουρ­κία. «Ο Γύ­ρος του Κό­σμου με το Κί­τρι­νο Παι­δί» όπως τι­τλο­φο­ρή­θη­κε αυ­τή η επι­μέ­ρους ενό­τη­τα, ξε­κί­νη­σε με την ανα­χώ­ρη­ση του πι­τσι­ρί­κου από το λι­μά­νι της Νέ­ας Υόρ­κης, δί­νο­ντας «πά­σα» στη στή­λη με τις τα­ξι­διω­τι­κές εντυ­πώ­σεις του. Από το κα­τά­στρω­μα του υπε­ρω­κε­α­νεί­ου «Greater New York», ο Μί­κι Ντού­γκαν βλέ­πει κά­ποιες δια­ση­μό­τη­τες της πο­λι­τι­κής και κοι­νω­νι­κής ζω­ής, να τον απο­χαι­ρε­τούν από την προ­κυ­μαία. Ο Άουτ­κολτ φρό­ντι­σε να τους ξε­χω­ρί­σει από το υπό­λοι­πο πλή­θος με το γνώ­ρι­μό του τρό­πο: γρά­φο­ντας τα ονό­μα­τά τους πά­νω στο ρού­χο τους. Ανά­με­σα σε εκεί­νους που πα­ρευ­ρέ­θη­καν κα­τά την ανα­χώ­ρη­ση ήταν ο Θε­ό­δω­ρος Ρού­σβελτ, τό­τε ακό­μα επι­θε­ω­ρη­τής της μη­τρο­πο­λι­τι­κής αστυ­νο­μί­ας, κα­θώς και ο Ρε­που­μπλι­κά­νος δή­μαρ­χος της Νέ­ας Υόρ­κης. Ουί­λιαμ Λ. Στρονγκ, Πριν έρ­θει στα μέ­ρη μας, το Κί­τρι­νο Παι­δί εί­χε επι­σκε­φθεί κα­τά σει­ρά: Αγ­γλία (Λον­δί­νο), Σκο­τία, Ιρ­λαν­δία, Γερ­μα­νία (Βαυα­ρία, Άλ­πεις), Ρω­σία, Γαλ­λία (Πα­ρί­σι), Μό­ντε Κάρ­λο, Ισπα­νία (Μα­δρί­τη), Ιτα­λία (Βε­νε­τία) και Αί­γυ­πτο (Πυ­ρα­μί­δες). Σε κά­θε σταθ­μό του τα­ξι­διού, ο Άουτ­κολτ εύ­ρι­σκε την ευ­και­ρία να ανα­δει­κνύ­ει χιου­μο­ρι­στι­κά τα ιδιαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά κά­θε λα­ού, κα­θώς και τα αξιο­θέ­α­τα των πό­λε­ων που επι­σκε­πτό­ταν ο ήρω­άς του. Ο ίδιος ου­δέ­πο­τε εγκα­τέ­λει­ψε τη Νέα Υόρ­κη και το σχε­δια­στή­ριό του. Την προ­ερ­γα­σία ανα­λάμ­βα­ναν οι αντα­πο­κρι­τές της εφη­με­ρί­δας από τις χώ­ρες που επι­σκε­πτό­ταν το Κί­τρι­νο Παι­δί, πα­ρέ­χο­ντάς του στοι­χεία και πλη­ρο­φο­ρί­ες για τη σύ­ντα­ξη του ημε­ρο­λο­γί­ου.

Αρ­χι­κά, η Ελ­λά­δα δεν υπήρ­χε στο πρό­γραμ­μα του τα­ξι­διού. Προ­στέ­θη­κε εκτά­κτως στο τέ­λος, εξαι­τί­ας του πο­λέ­μου που διε­ξα­γό­ταν στη Θεσ­σα­λία και εί­χε προ­σελ­κύ­σει το εν­δια­φέ­ρον του διε­θνούς τύ­που. Το 1897 η ελ­λη­νο­θω­μα­νι­κή με­θό­ριος βρι­σκό­ταν στις ΝΑ προ­σβά­σεις του Ολύ­μπου και στις νό­τιες προ­σβά­σεις των Χα­σί­ων. Με­τα­ξύ των ξέ­νων δη­μο­σιο­γρά­φων που εί­χαν πά­ει εκεί βρί­σκο­νταν και δύο απε­σταλ­μέ­νοι της New York Journal, οι οποί­οι με τις αντα­πο­κρί­σεις τους… τρο­φο­δό­τη­σαν το κό­μικς. Αμ­φό­τε­ροι ήταν ση­μα­ντι­κά ονό­μα­τα στον αμε­ρι­κα­νι­κό Tύ­πο. Επρό­κει­το για το συγ­γρα­φέα και πο­λε­μι­κό αντα­πο­κρι­τή, Ρί­τσαρντ Χάρ­τινγκ Ντέι­βις (1864-1916) που κά­λυ­ψε, με­τα­ξύ άλ­λων, τον Ισπα­νο­α­με­ρι­κα­νι­κό πό­λε­μο στην Κού­βα, το δεύ­τε­ρο πό­λε­μο των Μπό­ερ στη Νό­τια Αφρι­κή, κα­θώς και τον Πρώ­το Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο. Τό­τε μά­λι­στα, εί­χε έρ­θει ξα­νά στην Ελ­λά­δα, συ­νε­λή­φθη από τους Γερ­μα­νούς στη Θεσ­σα­λο­νί­κη ως κα­τά­σκο­πος, αλ­λά αρ­γό­τε­ρα αφέ­θη­κε ελεύ­θε­ρος. Εκτός από τον Ντέι­βις, απε­σταλ­μέ­νος της New York Journal στο μέ­τω­πο της Θεσ­σα­λί­ας ήταν και ο Στί­βεν Κρέιν (1871-1900). Με «βα­ρύ­τε­ρο» βιο­γρα­φι­κό αυ­τός: ποι­η­τής και συγ­γρα­φέ­ας (από τους προ­δρό­μους του αμε­ρι­κα­νι­κού να­του­ρα­λι­σμού) γνώ­ρι­σε διε­θνή ανα­γνώ­ρι­ση το 1895 χά­ρη στο μυ­θι­στό­ρη­μά του Το κόκ­κι­νο σή­μα του θάρ­ρους (στα ελ­λη­νι­κά κυ­κλο­φο­ρεί από τις εκ­δό­σεις Με­ταίχ­μιο). Στα τε­λευ­ταία χρό­νια της -σύ­ντο­μης- ζω­ής του, ο Κρέιν κά­λυ­ψε τα γε­γο­νό­τα στην ελ­λη­νο­θω­μα­νι­κή με­θό­ριο συ­νο­δευό­με­νος από τη δη­μο­σιο­γρά­φο και ερω­μέ­νη του, Κό­ρα Τέι­λορ. Μια μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή πε­ρί­πτω­ση γυ­ναί­κας, κα­θώς ήταν ιδιο­κτή­τρια νυ­χτε­ρι­νού κέ­ντρου και μπουρ­δέ­λου, πριν γί­νει η πρώ­τη πο­λε­μι­κή αντα­πο­κρί­τρια στην ιστο­ρία του αμε­ρι­κα­νι­κού Τύ­που.

Οι δύο απε­σταλ­μέ­νοι της New York Journal βρέ­θη­καν στις εμπρο­σθο­φυ­λα­κές του ελ­λη­νι­κού στρα­τού, κο­ντά στα Φάρ­σα­λα. Εκεί… κα­τέ­φθα­σε και το Κί­τρι­νο Παι­δί, για να γρα­φτεί η τε­λευ­ταία σε­λί­δα του ημε­ρο­λο­γί­ου του. Πα­ρό­λο που στο κεί­με­νο δεν ανα­φέ­ρε­ται το ακρι­βές ση­μείο, ει­κά­ζε­ται ότι ήταν στα υψώ­μα­τα του λό­φου Τε­κέ που κα­τεί­χε το 9ο ευ­ζω­νι­κό τάγ­μα και η Λε­γε­ώ­να των Φι­λελ­λή­νων, απο­τε­λού­με­νη από ξέ­νους εθε­λο­ντές, κυ­ρί­ως Ιτα­λούς, Γάλ­λους και Άγ­γλους. Από τους τε­λευ­ταί­ους (και χά­ρη στην κοι­νή τους γλώσ­σα) αντλού­σαν πλη­ρο­φο­ρί­ες οι αντα­πο­κρι­τές της εφη­με­ρί­δας (και) για το ημε­ρο­λό­γιο του Κί­τρι­νου Παι­διού. Η ημε­ρο­μη­νία της δη­μο­σί­ευ­σης στην κο­ρυ­φή της σε­λί­δας δεν αφή­νει αμ­φι­βο­λί­ες για τη χρο­νι­κή στιγ­μή: 22 Απρι­λί­ου 1897. Το κεί­με­νο, με τί­τλο «Το Κί­τρι­νο Παι­δί στην έδρα του πο­λέ­μου», συ­νο­δευό­ταν από ένα ασπρό­μαυ­ρο σκί­τσο με τον πρω­τα­γω­νι­στή να κρα­τά, ή μάλ­λον να… συ­γκρα­τεί­ται από τον ιστό μιας ελ­λη­νι­κής ση­μαί­ας, εν μέ­σω εκρή­ξε­ων. Πά­νω στη νυ­χτι­κιά του έγρα­φε με τη δι­κή του ιδιό­τυ­πη γλώσ­σα: «Πω-πω. Πώς πε­τά­νε αυ­τές οι τουρ­κι­κές σφαί­ρες πα­σά». Το ημε­ρο­λό­γιο πε­ριεί­χε αρ­κε­τά πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία που το κα­θι­στούν εν­δια­φέ­ρον. Μνη­μο­νεύ­ο­νται, με­τα­ξύ άλ­λων, ο επι­κε­φα­λής των τουρ­κι­κών δυ­νά­με­ων, αρ­χι­στρά­τη­γος Ετέμ Πα­σά (που… υπο­βι­βά­στη­κε σε «στρα­τη­γό» στα γρα­φό­με­να του Μί­κι Ντού­γκαν – Κί­τρι­νου Παι­διού), κα­θώς και ο διά­δο­χος του ελ­λη­νι­κού θρό­νου, Κων­στα­ντί­νος, ο οποί­ος εί­χε ανα­λά­βει τη διοί­κη­ση των επι­χει­ρή­σε­ων του ελ­λη­νι­κού στρα­τού. Με τον Κων­στα­ντί­νο, μά­λι­στα, το Κί­τρι­νο Παι­δί εκ­δη­λώ­νει στο γρα­πτό μια ιδιαί­τε­ρη οι­κειό­τη­τα. Αδια­φο­ρώ­ντας για το βα­σι­λι­κό αξί­ω­μα και το στρα­τιω­τι­κό βαθ­μό, ο μι­κρού­λης Αμε­ρι­κα­νός απευ­θύ­νε­ται στην ελ­λη­νι­κή Υψη­λό­τη­τα απο­κα­λώ­ντας τον «Κό­νι» (υπο­κο­ρι­στι­κό του Κων­στα­ντί­νου) και εκ­φρά­ζει την αμέ­ρι­στη υπο­στή­ρι­ξή του στις ελ­λη­νι­κές δυ­νά­μεις.

Η ημε­ρο­λο­για­κή κα­τα­γρα­φή (σε ελεύ­θε­ρη από­δο­ση) έχει ως ακο­λού­θως:

«Εί­κο­σι δύο Απρι­λί­ου. Εί­μαι στο σω­στό μέ­ρος; Νο­μί­ζω πως ναι. Πο­λέ­μη­σα; Εδώ θα σας γε­λά­σω. Μου άρε­σε; Πά­ρα πο­λύ. Έφτα­σα μέ­χρι εδώ μό­νο και μό­νο για να δω τη μά­χη και το πρώ­το πράγ­μα που έκα­ναν οι Έλ­λη­νες ήταν να με προ­σκα­λέ­σουν να πά­ρω μέ­ρος στο παι­χνί­δι τους. Μου φό­ρε­σαν μια πα­ρά­ξε­νη στο­λή (σ.σ. διά­βα­ζε: ευ­ζω­νι­κή) και μου έδω­σαν ένα όπλο. Το άρ­πα­ξα σφι­χτά και εί­πα στον πρί­γκη­πα του θρό­νου ότι ήμουν με το μέ­ρος του. Κό­νι, του λέω, δεί­ξε μου ένα Τούρ­κο που τόλ­μη­σε να τα βά­λει μα­ζί σου και θα τον σκο­τώ­σω. Πή­γαι­νε κα­τά κει, μου κά­νει, και θα βρεις ένα ολό­κλη­ρο στρα­τό από δαύ­τους. Έτσι, τρά­βη­ξα για την πρώ­τη γραμ­μή και σύ­ντο­μα εί­δα ένα Τούρ­κο. Εί­σαι μα­ζί μας; ρώ­τη­σα ευ­γε­νι­κά. Όχι, μου εί­πε, εί­μαι ενα­ντί­ον σας. Τό­τε κι εγώ τον πυ­ρο­βό­λη­σα και έτσι ξε­κί­νη­σε η μά­χη. Μό­λις με εί­δε ο Τούρ­κος στρα­τη­γός έβα­λε τις φω­νές. Να επι­τε­θεί όλος ο στρα­τός μας και να συλ­λά­βει αυ­τό το παι­δί, διέ­τα­ξε. Όταν τους εί­δα να έρ­χο­νται κα­τά πά­νω μου ούρ­λια­ξα, έι Κό­νι, φέ­ρε εδώ τους Έλ­λη­νες, και ο Κό­νι τους έφε­ρε λέ­γο­ντάς μου ότι ήταν μια έξυ­πνη κί­νη­ση από τη με­ριά μου».

Γραμ­μέ­νο σε μορ­φή πο­λε­μι­κού ρε­πορ­τάζ το ημε­ρο­λό­γιο πε­ρι­γρά­φει, με το δι­κό του ιδιά­ζο­ντα τρό­πο, τις σκλη­ρές μά­χες που δό­θη­καν επί πραγ­μα­τι­κού πε­δί­ου, με τους Έλ­λη­νες να έχουν οχυ­ρω­θεί κα­λύ­πτο­ντας το δρό­μο για τον Τύρ­να­βο:

«Όταν μου τέ­λειω­σαν οι σφαί­ρες θυ­μή­θη­κα τι κά­να­με με τις σφε­ντό­νες στη γει­το­νιά. Γέ­μι­σα γρή­γο­ρα το όπλο μου με χα­λί­κια και άρ­χι­σα να τους πυ­ρο­βο­λώ. Θα πρέ­πει να σκό­τω­σα του­λά­χι­στον χί­λιους κι ένιω­σα με­γά­λη χα­ρά. Οι Τούρ­κοι προ­σπά­θη­σαν να με πε­ρι­κυ­κλώ­σουν και να με συλ­λά­βουν για­τί ήξε­ραν ότι ήμου­να σπου­δαί­ος και τους εί­χα δια­λύ­σει σε αυ­τό το παι­χνί­δι. Ήμουν τό­σο απα­σχο­λη­μέ­νος να τους πυ­ρο­βο­λώ, ώστε δεν πή­ρα εί­δη­ση κά­ποιους Τούρ­κους πί­σω μου που σέρ­νο­νταν στο έδα­φος και με πλη­σί­α­σαν. Όταν εί­δα ότι ήμουν σε κίν­δυ­νο, δεί­λια­σα; Μή­πως το έβα­λα στα πό­δια; Όχι βέ­βαια! Έμει­να ακλό­νη­τος στη θέ­ση μου. Εί­χα ένα με­γά­λο κου­δού­νι στην τσέ­πη και χω­ρίς άλ­λη κου­βέ­ντα το χτύ­πη­σα όσο πιο γρή­γο­ρα μπο­ρού­σα. Όλοι τα έκα­ναν πά­νω τους από το φό­βο και εξα­φα­νί­στη­καν, κά­νο­ντάς με να δι­πλω­θώ από τα γέ­λια. Αλ­λά υπήρ­χε ένας που δεν την κο­πά­νη­σε. Όρ­μη­σε, με έρι­ξε κα­τα­γής και κά­θι­σε με όλο το βά­ρος του πά­νω μου. Πα­ρα­δί­νε­σαι; με ρώ­τη­σε. Φί­λε, του εί­πα, ξέ­ρεις με ποιον έχεις να κά­νεις; Όχι, μου απά­ντη­σε, δεν έχω ιδέα. Τό­τε κα­τά­λα­βα ότι δεν εί­χα ελ­πί­δα και του πα­ρέ­δω­σα το όπλο μου μα­ζί με το λα­γο­πό­δα­ρο και κά­τι άλ­λα πράγ­μα­τα που βρί­σκο­νταν στις τσέ­πες μου».

Το πα­ρα­πά­νω κεί­με­νο εκτεί­νε­ται πε­ρί­που μέ­χρι τη μέ­ση της ημε­ρο­λο­για­κής κα­τα­γρα­φής. Σε πραγ­μα­τι­κό χρό­νο, ήταν η κρί­σι­μη στιγ­μή που άλ­λα­ξαν οι συ­σχε­τι­σμοί και ο σουλ­τα­νι­κός στρα­τός (επι­λε­γό­με­νος «Ασκε­ρί Νι­ζα­μι­γιέ Σα­χα­νέ») υπο­χρέ­ω­σε τους Έλ­λη­νες σε υπο­χώ­ρη­ση. Σε αυ­τό το ση­μείο της Ιστο­ρί­ας υπει­σέρ­χε­ται η μυ­θο­πλα­σία του κό­μικς. Η αιχ­μα­λω­σία αλ­λά­ζει τα δε­δο­μέ­να και υπο­χρε­ώ­νει τον Μί­κι Ντού­γκαν να υιο­θε­τή­σει μια δι­πλω­μα­τι­κή, αν όχι οπορ­του­νι­στι­κή, στά­ση ενώ­πιον του Ετέμ Πα­σά, στον οποίο οδη­γεί­ται σι­δη­ρο­δέ­σμιος. Σύμ­φω­να με τη δι­κή του οπτι­κή, ήταν ίδιο με αυ­τό που έκα­νε τους «αιχ­μά­λω­τους» της αντί­πα­λης συμ­μο­ρί­ας να αλ­λά­ζα­νε με ευ­κο­λία στρα­τό­πε­δο, όταν έχα­ναν τον «πό­λε­μος» στη νε­ο­ϋ­ορ­κέ­ζι­κη γει­το­νιά: «…Τέ­λος πά­ντων, αυ­τό το μού­τρο με οδή­γη­σε μπρο­στά στον Τούρ­κο στρα­τη­γό. Ω, Μί­κι, Μί­κι, φώ­να­ξε, ποιος να το ’λε­γε πως θα συ­να­ντιό­μα­σταν. Λυ­πά­μαι για σέ­να αλ­λά εί­ναι κα­θή­κον μου να σε στεί­λω στο στρα­το­δι­κείο. Με δί­κα­σαν λοι­πόν, και εί­παν ότι ήμουν εχθρός τους. Ο στρα­τη­γός όμως. εί­χε μια ιδέα. Μί­κι, μου λέ­ει, αν έρ­θεις με εμάς και πο­λε­μή­σεις για τον Σουλ­τά­νο θα σε αφή­σω ελεύ­θε­ρο. Σί­γου­ρα, εί­πα. Προ­τι­μώ να πο­λε­μή­σω για εσάς πα­ρά να με σκο­τώ­σε­τε, για­τί δεν έχω κά­νει δια­θή­κη. Πή­γα λοι­πόν με το μέ­ρος τους και έτσι οι Τούρ­κοι μπό­ρε­σαν να κερ­δί­σουν. Ωραία ήταν. Γέ­μι­σα δό­ξα και γρα­τζου­νιές. Όταν τέ­λειω­σε ο αγώ­νας, ο Τούρ­κος στρα­τη­γός έβγα­λε από τη στο­λή του όλα τα με­τάλ­λια και μου τα πρό­σφε­ρε. Μί­κι, μου εί­πε, αν δεν ήσουν εσύ θα εί­χα­με χά­σει. Εί­σαι ο ήρω­ας της μά­χης και επι­μέ­νω να σου δώ­σω τα πα­ρά­ση­μά μου. Στρα­τη­γέ, του εί­πα, αφού επι­μέ­νεις, σ’ ευ­χα­ρι­στώ. Εί­ναι κά­τι άλ­λο που μπο­ρώ να κά­νω για σέ­να; μου ξα­νά­πε. Υπάρ­χει μια μι­κρή χά­ρη που θέ­λω να σου ζη­τή­σω στρα­τη­γέ, του απά­ντη­σα. Πες το και θα γί­νει, μου λέ­ει. Αν δεν σε πει­ρά­ζει, θέ­λω να μου δώ­σεις αυ­τά τα με­τα­ξω­τά βρα­κιά που φο­ράς. Θα γί­νουν ένα ωραίο φου­στα­νά­κι για τη φί­λη μου τη Λιζ, όταν επι­στρέ­ψω στη γει­το­νιά μου». Στο τέ­λος του κει­μέ­νου υπήρ­χε ένα ακό­μα ασπρό­μαυ­ρο σκί­τσο του Μί­κι Ντού­γκαν, εκ δια­μέ­τρου αντί­θε­το με το… φι­λελ­λη­νι­κό σκί­τσο της κο­ρυ­φής. Εδώ το Κί­τρι­νο Παι­δί υψώ­νει ένα για­τα­γά­νι με την ημι­σέ­λη­νο στη λε­πί­δα του. Στην που­κα­μί­σα του γρά­φει: «Ο Αλ­λάχ μοιά­ζει να εί­ναι ο αρ­χη­γός αυ­τού του στρα­το­πέ­δου –αλ­λά δεν τον εί­δα ακό­μα».

Ο Ρί­τσαρντ Φ. Άουτ­κολτ ολο­κλή­ρω­σε τη δη­μο­σί­ευ­ση του «Γύ­ρου του Κό­σμου» στις 7 Μα­ΐ­ου 1897 (σύμ­φω­να με το πα­λαιό ημε­ρο­λό­γιο). Κα­τά μοι­ραία σύμ­πτω­ση, οι πο­λε­μι­κές εντυ­πώ­σεις του μι­κρού πρω­τα­γω­νι­στή δη­μο­σιεύ­τη­καν την προη­γού­με­νη μέ­ρα της λή­ξης του πο­λέ­μου, με την ανα­κω­χή που υπο­χρε­ώ­θη­κε να υπο­γρά­ψει η χώ­ρα. Το πα­νη­γυ­ρι­κό φι­νά­λε του υπε­ρα­τλα­ντι­κού τα­ξι­διού, με τε­λευ­ταίο σταθ­μό την Ελ­λά­δα, συ­νέ­πε­σε με την άδο­ξη για τη χώ­ρα κα­τά­λη­ξη του πο­λέ­μου.

( Eικονογράφηση: αρχείο Α. Μαλανδράκη )

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: