Brito: Οι γελοιογραφίες του Τύπου σε αγωνία

Brito

Brito

Brito

 

Πριν λί­γους μή­νες ένα γε­γο­νός απα­σχό­λη­σε την κοι­νή γνώ­μη στις ΗΠΑ, προ­κα­λώ­ντας έντο­νες δια­μαρ­τυ­ρί­ες. Αι­τία ήταν η εξα­γο­ρά μιας ιστο­ρι­κής εφη­με­ρί­δας από ένα hedge fund, με άμε­σες συ­νέ­πειες στην ερευ­νη­τι­κή δη­μο­σιο­γρα­φία, στον έλεγ­χο της εξου­σί­ας και, κα­τ’ επέ­κτα­ση, στην ίδια την ελευ­θε­ρο­τυ­πία. Ο λό­γος για την Chicago Tribune, που ιδρύ­θη­κε το 1847 και πα­λαιό­τε­ρα ονο­μα­ζό­ταν «Η με­γα­λύ­τε­ρη εφη­με­ρί­δα του κό­σμου». Πραγ­μα­τι­κός οδο­στρω­τή­ρας η Alden Global Capital που την εξα­γό­ρα­σε, δια­θέ­τει πλειο­ψη­φι­κά με­ρί­δια σε πε­ρί­που δια­κό­σιες αμε­ρι­κα­νι­κές εφη­με­ρί­δες. Οι συ­νέ­πειες εί­ναι κοι­νές σε όλα αυ­τά τα έντυ­πα: Οι σε­λί­δες μειώ­θη­καν, τα τη­λε­γρα­φή­μα­τα του Associated Press αντι­κα­τέ­στη­σαν τα ρε­πορ­τάζ, η ανά­λυ­ση των γε­γο­νό­των αντι­κα­τα­στά­θη­κε από μια επι­λε­κτι­κή πα­ρα­μόρ­φω­ση όσων συμ­βαί­νουν στον κό­σμο. Στις πα­ρά­πλευ­ρες απώ­λειες αυ­τής της κα­τά­στα­σης εί­ναι και οι γε­λοιο­γρα­φί­ες. Οι σκι­τσο­γρά­φοι πολ­λών εφη­με­ρί­δων πα­γκο­σμί­ως λο­γο­κρί­νο­νται ή απο­λύ­ο­νται και τα «ενο­χλη­τι­κά» σκί­τσα τους τε­λούν υπό διωγ­μό. Στη χει­ρό­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση απο­τε­λούν στό­χους φυ­σι­κής εξό­ντω­σης, με πιο τρα­γι­κό πα­ρά­δειγ­μα την πο­λύ­νε­κρη επί­θε­ση στη γαλ­λι­κή σα­τι­ρι­κή εφη­με­ρί­δα Charlie hebdo, το 2015.

Carlos Ferreira do Amaral / Brito (φω­το: Valérie Garnier)

Το φαι­νό­με­νο δεν έχει αφή­σει αδιά­φο­ρους τους μα­χη­τι­κούς σκι­τσο­γρά­φους, αλ­λά και τους ενερ­γούς ανα­γνώ­στες. Ένας από αυ­τούς, με τη δι­πλή ιδιό­τη­τα του σκι­τσο­γρά­φου και ανα­γνώ­στη, δη­μο­σί­ευ­σε πρό­σφα­τα ένα άρ­θρο στο οποίο κα­ταγ­γέλ­λει τα κα­κώς κεί­με­να στον Τύ­πο, με βλα­πτι­κές συ­νέ­πειες για τους δη­μο­σιο­γρά­φους, τους γε­λοιο­γρά­φους, αλ­λά και για το ανα­γνω­στι­κό κοι­νό. Ο λό­γος για τον Πορ­το­γά­λο (πο­λι­το­γρα­φη­μέ­νο Γάλ­λο) Carlos Ferreira do Amaral, γνω­στό με το καλ­λι­τε­χνι­κό ψευ­δώ­νυ­μο Brito. Τα­κτι­κός συ­νερ­γά­της της Le Monde, του σα­τι­ρι­κού Le Canard enchaîné και πολ­λών άλ­λων εφη­με­ρί­δων και πε­ριο­δι­κών (Politique Aujourd’hui, L’Unité, Le Sauvage, Écologie Hebdo, Les Nouvelles Littéraires, Le Monde Diplomatique, L’Événement du Jeudi, L’Humanité, La Raison κ.λπ.) και στην πα­τρί­δα του, με­τά την «επα­νά­στα­ση των γα­ρυ­φάλ­λων» και την ανα­τρο­πή του δι­κτά­το­ρα Σα­λα­ζάρ, στις εφη­με­ρί­δες A Republica, O Diario, O Diario de Lisboa, Finisterra κ.ά. Ο Brito διε­τέ­λε­σε επί­σης αντι­πρό­ε­δρος της Διε­θνούς Ομο­σπον­δί­ας Γε­λοιο­γρά­φων (FECO), δια­θέ­το­ντας μια διεισ­δυ­τι­κή όσο και κρι­τι­κή μα­τιά για όσα συμ­βαί­νουν στο διε­θνές πε­δίο. Με αφορ­μή το άρ­θρο του που αναρ­τή­θη­κε στο papiernickeles.fr και τι­τλο­φο­ρεί­ται «Οι γε­λοιο­γρα­φί­ες του Τύ­που σε αγω­νία», ζη­τή­σα­με να μας μι­λή­σει για τα προ­βλή­μα­τα που τα­λα­νί­ζουν πολ­λούς συ­να­δέλ­φους του σε διά­φο­ρες χώ­ρες, με επι­πτώ­σεις στην ίδια την ελευ­θε­ρο­τυ­πία.

Στο άρ­θρο σου ανα­φέ­ρε­σαι, με­τα­ξύ άλ­λων, στον πα­λαιό δη­μο­σιο­γρά­φο του New Yorker, A. J. Liebling, και στο από­φθεγ­μά του «Η ελευ­θε­ρία του Τύ­που εί­ναι εγ­γυ­η­μέ­νη μό­νο σε όσους τη δια­θέ­τουν». Πό­σο ασφα­λής εί­ναι στις μέ­ρες μας αυ­τή η πο­λύ­πα­θη έντυ­πη ελευ­θε­ρία;

«Μου φαί­νε­ται πο­λύ ση­μα­ντι­κό να θέ­σω το ερώ­τη­μα σε μια άλ­λη βά­ση: Εάν σή­με­ρα, σε αντί­θε­ση με ό,τι ισχυ­ρί­στη­κε ο A. J. Liebling στη δε­κα­ε­τία του 1950, οι ιδιο­κτή­τες εφη­με­ρί­δων εί­ναι οι μό­νοι που εξα­κο­λου­θούν να απο­λαμ­βά­νουν τη “δι­κιά τους” ελευ­θε­ρία έκ­φρα­σης. Ανα­φέ­ρο­μαι φυ­σι­κά στους “μι­κρούς” πα­ρα­δο­σια­κούς ιδιο­κτή­τες μιας πα­λαιό­τε­ρης επο­χής του Τύ­που, και όχι στους “πο­λύ με­γά­λους” ιδιο­κτή­τες του σή­με­ρα. Λό­γω της πτώ­σης των πω­λή­σε­ων, εν μέ­ρει εξαι­τί­ας του αντα­γω­νι­σμού από τον οπτι­κο­α­κου­στι­κό το­μέα, κα­θώς και της οι­κο­νο­μι­κής αστά­θειας που αυ­τός προ­κά­λε­σε, ο έντυ­πος Τύ­πος βρέ­θη­κε στα­δια­κά σε μια κα­τά­στα­ση αυ­ξα­νό­με­νης εξάρ­τη­σης από τη δια­φή­μι­ση, με απο­τέ­λε­σμα η δη­μο­σιο­γρα­φι­κή ανε­ξαρ­τη­σία να έχει μειω­θεί ση­μα­ντι­κά. Προ­φα­νώς, δεν μπο­ρεί­τε να ασχο­λη­θεί­τε ελεύ­θε­ρα με ένα “δυ­σμε­νές” θέ­μα που αφο­ρά κά­ποιον πε­λά­τη, όταν αυ­τός αγο­ρά­ζει δια­φη­μι­στι­κό χώ­ρο από τις σε­λί­δες της εφη­με­ρί­δας κα­θ' όλη τη διάρ­κεια του έτους. Από την άλ­λη πλευ­ρά, πο­λύ με­γά­λοι ιδιο­κτή­τες όπως ο Τζεφ Μπέ­ζος, η Νο 1 πε­ριου­σία στον κό­σμο, ο οποί­ος αγό­ρα­σε την Washington Post, μπο­ρούν να απο­λαμ­βά­νουν μια Premium ελευ­θε­ρία του Τύ­που, αφού οι εφη­με­ρί­δες τους αγο­ρά­στη­καν όχι για να απο­φέ­ρουν κέρ­δος, αλ­λά για να χρη­σι­μεύ­σουν ως υπο­στή­ρι­ξη των επι­κοι­νω­νια­κών ανα­γκών τους. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, και για τη δη­μιουρ­γία μιας κοι­νής γνώ­μης ευ­νοϊ­κό­τε­ρης στα οι­κο­νο­μι­κά και πο­λι­τι­κά τους συμ­φέ­ρο­ντα. Έτσι, για πα­ρά­δειγ­μα, το 90% των γαλ­λι­κών μέ­σων ενη­μέ­ρω­σης, εξαι­ρου­μέ­νου του Δη­μο­σί­ου όσον αφο­ρά τα οπτι­κο­α­κου­στι­κά μέ­σα, ανή­κουν πλέ­ον στις με­γά­λες πε­ριου­σί­ες που κα­τέ­χουν και δια­χει­ρί­ζο­νται νέ­ες τε­χνο­λο­γί­ες, εξο­πλι­σμούς, κα­τα­σκευ­ές, τρά­πε­ζες και εμπό­ριο. Μαι­κή­νες και κτή­το­ρες όπως οι Drahi, Niel, Dassault, Lagardère, Bouygues, Bolloré, Arnault (3ος πλου­σιό­τε­ρος άν­θρω­πος στον κό­σμο), Pigasse και Pinault. Ως εκ τού­του, κα­τα­λή­γω στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι η “ελευ­θε­ρία της έκ­φρα­σης” στα μέ­σα μα­ζι­κής ενη­μέ­ρω­σης έχει γί­νει ένα προ­ϊ­όν πο­λυ­τε­λεί­ας στο οποίο εί­ναι δύ­σκο­λο να έχουν πρό­σβα­ση οι απλοί άν­θρω­ποι και οι πι­θα­νοί εκ­φρα­στές τους. Πα­ρα­μέ­νει βέ­βαια στη διά­θε­σή τους το Δια­δί­κτυο και οι πολ­λές δυ­να­τό­τη­τες επι­κοι­νω­νί­ας που προ­σφέ­ρει, αλ­λά και τα αμέ­τρη­τα μειο­νε­κτή­μα­τά του.»

Η αγω­νία των γε­λοιο­γρα­φιών του Τύ­που, όπως τι­τλο­φό­ρη­σες το άρ­θρο σου, εί­ναι ένα φαι­νό­με­νο που εκ­δη­λώ­νε­ται όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο σε διε­θνές επί­πε­δο. Μπο­ρείς να μας ανα­φέ­ρεις κά­ποια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα συ­να­δέλ­φων σου που βί­ω­σαν αυ­τό το συ­ναί­σθη­μα πα­ρέα με τα σκί­τσα τους;

«Θα μπο­ρού­σα να ξε­κι­νή­σω ανα­φέ­ρο­ντας τον Πορ­το­γά­λο σκι­τσο­γρά­φο Antonio, μια γε­λοιο­γρα­φία του οποί­ου θε­ω­ρή­θη­κε πα­λαιό­τε­ρα “αντι­ση­μι­τι­κή” στα κοι­νω­νι­κά δί­κτυα, από υπο­στη­ρι­κτές της κυ­βέρ­νη­σης Νε­τα­νιά­χου. Αυ­τό χρη­σί­μευ­σε ως πρό­σχη­μα στη διοί­κη­ση των New York Times για να εξα­λεί­ψει τη γε­λοιο­γρα­φία από τις σε­λί­δες της διε­θνούς έκ­δο­σης, αφού το εί­χε ήδη κά­νει στην εθνι­κή της έκ­δο­ση. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η κα­τη­γο­ρία του αντι­ση­μι­τι­σμού έχει γί­νει ένα εί­δος όπλου μα­ζι­κής κα­τα­στρο­φής, ει­δι­κά στα χέ­ρια της ακρο­δε­ξιάς στο Ισ­ρα­ήλ και των υπο­στη­ρι­κτών της σε όλο τον κό­σμο, που τη χρη­σι­μο­ποιούν κα­τά και­ρούς για να επι­λύ­σουν δι­κά τους πο­λι­τι­κά προ­βλή­μα­τα στο εσω­τε­ρι­κό της χώ­ρας και αλ­λού. Όπως συ­νέ­βη, για πα­ρά­δειγ­μα, κα­τά τη διάρ­κεια μιας εκ­στρα­τεί­ας δυ­σφή­μι­σης που εί­χε σχε­δια­στεί για να ανα­τρέ­ψει τον ηγέ­τη των Βρε­τα­νών Ερ­γα­τι­κών Τζέ­ρε­μι Κόρ­μπιν, ομο­λο­γη­μέ­νου υπο­στη­ρι­κτή της πα­λαι­στι­νια­κής υπό­θε­σης και, επο­μέ­νως, προ­φα­νή “ένο­χο αντι­ση­μι­τι­σμού” στα μά­τια των πο­λι­τι­κών αντι­πά­λων του. Έτσι, αν δεί­ξε­τε λί­γη αλ­λη­λεγ­γύη για τους “Ιν­διά­νους” που επι­βιώ­νουν με κά­ποιο τρό­πο στη γη της Πα­λαι­στί­νης, μην εκ­πλα­γεί­τε αν δεί­τε αμέ­σως με­τά να προ­σγειώ­νο­νται οι μπλε χι­τώ­νες της 7ης Ίλης Ιπ­πι­κού, για τη διά­σω­ση των φτω­χών αθώ­ων εποί­κων που πα­λεύ­ουν με τους “κα­κούς”. Ένα από τα τε­λευ­ταία πα­ρα­δείγ­μα­τα εί­ναι η Βρε­τα­νί­δα ηθο­ποιός Emma Watson που κα­τη­γο­ρεί­ται για αντι­ση­μι­τι­σμό, επει­δή υπο­στή­ρι­ξε το “Solidarity is a Verb” ως αλ­λη­λεγ­γύη στον πα­λαι­στι­νια­κό λαό. Στη Γαλ­λία, με­τά από εκ­στρα­τεί­ες στα κοι­νω­νι­κά δί­κτυα που λει­τουρ­γού­σαν ταυ­τό­χρο­να ως αστυ­νο­μία και δι­καιο­σύ­νη, το λιν­τσά­ρι­σμα από τους politically correct που ει­σή­χθη­σαν απευ­θεί­ας από τις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες, έφτα­σε στον σκι­τσο­γρά­φο Xavier Gorce, ο οποί­ος εξα­φα­νί­στη­κε από τις σε­λί­δες της Le Monde, το ίδιο όπως και ο σκι­τσο­γρά­φος Espé της –κομ­μου­νι­στι­κής, κα­τά τα άλ­λα– L'Humanité. Με­ρι­κές φο­ρές τα σύ­νο­ρα με­τα­ξύ αρι­στε­ράς και δε­ξιάς εί­ναι θο­λά, χω­ρίς να ξε­χνά­με και την κέ­ντρο-αρι­στε­ρά ή την κέ­ντρο-δε­ξιά κα­θώς και το δε­ξί της αρι­στε­ράς ή το αρι­στε­ρό της δε­ξιάς, που δεν γνω­ρί­ζουν πλέ­ον πού πρέ­πει να βρί­σκο­νται και τι να κά­νουν, προ­κει­μέ­νου να δια­φο­ρο­ποι­η­θούν πραγ­μα­τι­κά. Αλ­λού, στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, οι Βρα­ζι­λιά­νοι σκι­τσο­γρά­φοι Simanca και Cau Gomez ανα­γκά­στη­καν να εγκα­τα­λεί­ψουν την εφη­με­ρί­δα A Tarde, όπως και ο συ­νά­δελ­φός τους, Santiago, την κα­θη­με­ρι­νή O jornal do Comércio, επει­δή ήθε­λαν η δου­λειά να εί­ναι ελεύ­θε­ρη και ανε­ξάρ­τη­τη από οι­κο­νο­μι­κές και πο­λι­τι­κές δε­σμεύ­σεις. Στη γει­το­νι­κή Αρ­γε­ντι­νή, με με­γά­λη πα­ρά­δο­ση στη γε­λοιο­γρα­φία, η κα­τά­στα­ση δεν εί­ναι κα­λύ­τε­ρη. Σύμ­φω­να με την εξαι­ρε­τι­κή Αρ­γε­ντι­νο­γερ­μα­νί­δα σκι­τσο­γρά­φο Marlene Pohle, πα­ρα­τη­ρεί­ται ση­μα­ντι­κή πτώ­ση στην ποιό­τη­τα των γε­λοιο­γρα­φιών που δη­μο­σιεύ­ο­νται στις λε­γό­με­νες ανε­ξάρ­τη­τες εφη­με­ρί­δες της χώ­ρας, όπως η La Nation και η Clarín, κα­θώς και στην “πε­ρο­νι­στι­κή - κιρ­χε­νι­ρι­στι­κή” εφη­με­ρί­δα Pagina 12. Από τη δι­κή του πλευ­ρά, ο σκι­τσο­γρά­φος Alfredo Sabat πα­ρα­τη­ρεί ότι αυ­τό που έχει απο­μεί­νει από τις γε­λοιο­γρα­φί­ες που δη­μο­σιεύ­ο­νται στο Τύ­πο της Αρ­γε­ντι­νής στε­ρεί­ται επι­θε­τι­κό­τη­τας και ο λό­γος για αυ­τό ίσως βρί­σκε­ται σε κά­τι χει­ρό­τε­ρο από τη λο­γο­κρι­σία: Την αυ­το­λο­γο­κρι­σία που δη­μιουρ­γεί­ται από το φό­βο για ένα μέλ­λον φτιαγ­μέ­νο από ανερ­γία.. Μια ευ­τυ­χής εξαί­ρε­ση, που δυ­στυ­χώς επι­βε­βαιώ­νει τον κα­νό­να, εί­ναι ο Κου­βα­νός σκι­τσο­γρά­φος Boligan, που ζει και ερ­γά­ζε­ται στο Με­ξι­κό (σ.σ. δες: https://​www.​har​tism​ag.​gr/​hartis-​22/​komiks/​anxel-​mpo​ligk​an-​ski​tsar​onta​s-​ton-​efialth). Χα­ρά­ζει απρό­σκο­πτα μια διε­θνή δια­δρο­μή από τη στρα­τη­γι­κή του βά­ση στις σε­λί­δες της με­ξι­κά­νι­κης κα­θη­με­ρι­νής El Universal και στην κυ­ρια­κά­τι­κη έκ­δο­ση της αρ­γε­ντί­νι­κης La Nación. Γε­νι­κό­τε­ρα πά­ντως, θα έλε­γα με απα­ραί­τη­τη δό­ση σαρ­κα­σμού ότι δεν εί­ναι κα­λό να πη­γαί­νου­με κό­ντρα στα συμ­φέ­ρο­ντα των ολι­γαρ­χών που βα­σι­λεύ­ουν σε χώ­ρες με αβυσ­σα­λέ­ες κοι­νω­νι­κο-οι­κο­νο­μι­κές δια­φο­ρές. Δια­φο­ρές που θε­με­λιώ­θη­καν κα­τά τη μα­κρά διάρ­κεια ενός αποι­κι­σμού φτιαγ­μέ­νου από γε­νο­κτο­νία και σκλα­βιά. Ωστό­σο, μου φαί­νε­ται ση­μα­ντι­κό να το­νί­σω ότι όλα αυ­τά δεν απο­τε­λούν προ­νό­μιο δι­κτα­το­ριών ή αυ­ταρ­χι­κών κα­θε­στώ­των. Η λο­γο­κρι­σία και η αυ­το­λο­γο­κρι­σία εφαρ­μό­ζο­νται ευ­ρύ­τα­τα σε ολό­κλη­ρο τον κό­σμο. Πράγ­μα­τι, ο ιδιαί­τε­ρα υπο­κρι­τι­κός τρό­πος με τον οποίο αντι­με­τω­πί­ζε­ται στις δυ­τι­κές δη­μο­κρα­τί­ες μας η έν­νοια της “ελευ­θε­ρί­ας του Τύ­που”, πα­ρου­σιά­ζο­ντάς την ως φά­ρο του λε­γό­με­νου ελεύ­θε­ρου κό­σμου, εί­ναι κα­τά τη γνώ­μη μου μάλ­λον προ­πα­γάν­δα που απευ­θύ­νε­ται σε ένα δή­θεν ευ­κο­λό­πι­στο “κα­λό λαό”. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που βιώ­νουν πολ­λοί δη­μο­σιο­γρά­φοι κα­τά την άσκη­ση του επαγ­γέλ­μα­τός τους εί­ναι ότι έρ­χο­νται κα­θη­με­ρι­νά αντι­μέ­τω­ποι με την εξου­σία μιας ιε­ραρ­χί­ας που επι­βάλ­λει την ενιαία σκέ­ψη του κυ­ρί­αρ­χου συ­στή­μα­τος. Μια επι­βο­λή που αφο­ρά, τό­σο στην επι­λο­γή των θε­μά­των που προ­τεί­νο­νται στους ανα­γνώ­στες, όσο και στο χει­ρι­σμό τους, με την ποι­νή του πα­ρα­γκω­νι­σμού, της υπο­βάθ­μι­σης και τε­λι­κά της από­λυ­σης, αν δεν τη­ρού­νται οι “άνω­θεν” εντο­λές. Επι­πλέ­ον, υπάρ­χουν όλο και πε­ρισ­σό­τε­ροι νέ­οι και λι­γό­τε­ρο νέ­οι δη­μο­σιο­γρά­φοι που βρί­σκο­νται σε κα­τά­στα­ση μό­νι­μης ανα­σφά­λειας, λό­γω του πολ­λα­πλα­σια­σμού των “ελευ­θέ­ρων” επαγ­γελ­μα­τιών στον κλά­δο. Έτσι, η δυ­να­τό­τη­τα ελιγ­μού αυ­τών των ερ­γα­ζο­μέ­νων στα μέ­σα ενη­μέ­ρω­σης μειώ­νε­ται ση­μα­ντι­κά, αν δεν απου­σιά­ζει εντε­λώς. Επο­μέ­νως, γί­νε­ται εξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λο να πα­ρα­μεί­νει κα­νείς ελεύ­θε­ρος σε έναν κό­σμο που εί­ναι όλο και λι­γό­τε­ρο ελεύ­θε­ρος, υπό το άγρυ­πνο βλέμ­μα των με­γά­λων και μι­κρών Big Brothers. Όλων αυ­τών των μορ­φω­μά­των που πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται σαν ιοί εδώ κι εκεί στις όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο εσφαλ­μέ­νες δη­μο­κρα­τί­ες μας.»

Εκ­δο­τι­κές ολι­γαρ­χί­ες, ανα­ξιο­πι­στία, μεί­ω­ση ανα­γνω­στι­κού κοι­νού: Πό­σο επη­ρε­ά­ζει τη γε­λοιο­γρα­φία η γε­νι­κό­τε­ρη κρί­ση του Τύ­που;

«Η ανά­πτυ­ξη μιας οι­κο­νο­μι­κής δύ­να­μης που έχει γί­νει αστρο­νο­μι­κή στα χέ­ρια των ολι­γαρ­χών, ως απο­τέ­λε­σμα των νέ­ων τε­χνο­λο­γιών και της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης, επέ­τρε­ψε τη συ­γκέ­ντρω­ση και την ανα­δια­μόρ­φω­ση του γρα­πτού και οπτι­κο­α­κου­στι­κού Τύ­που σχε­δόν πα­ντού στον κό­σμο, δί­νο­ντας ιδιαί­τε­ρη έμ­φα­ση στη δη­μιουρ­γία νέ­ων μορ­φών “δη­μο­σιο­γρα­φί­ας” με επί­κε­ντρο, πά­νω απ' όλα, τον εντυ­πω­σια­σμό και τα “info-show”. Εί­ναι μια δια­δι­κα­σία απο­λύ­τως σύμ­φω­νη με την αρ­χή της συ­στη­μα­τι­κής πλύ­σης εγκε­φά­λου ανα­γνω­στών – ακρο­α­τών - τη­λε­θε­α­τών και αυ­τό, φυ­σι­κά, σε βά­ρος της ελεύ­θε­ρης, πλη­θυ­ντι­κής, αντι­θε­τι­κής και εμπλου­τι­στι­κής πλη­ρο­φο­ρί­ας. Το χαρ­τί εί­ναι όλο και πιο ακρι­βό και οι ανα­γνώ­στες διαρ­κώς λι­γό­τε­ροι, με απο­τέ­λε­σμα ο γρα­πτός λό­γος να “στρι­μώ­χνε­ται” όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο στις στή­λες των εφη­με­ρί­δων. Κά­τι ανά­λο­γο υφί­στα­νται και οι γε­λοιο­γρα­φί­ες. Ο χώ­ρος που εί­ναι αφιε­ρω­μέ­νος σε αυ­τές συρ­ρι­κνώ­νε­ται, αν δεν εξα­φα­νί­ζε­ται εντε­λώς, και οι δια­φη­μί­σεις “τσι­μπο­λο­γούν” από το λευ­κό του χαρ­τιού που προ­ο­ρι­ζό­ταν για εκεί­νες. Η γε­λοιο­γρα­φία λοι­πόν, γί­νε­ται αντι­κεί­με­νο “πο­λυ­τε­λεί­ας” που οι εκ­δό­τες ισχυ­ρί­ζο­νται ότι δεν μπο­ρούν πλέ­ον να το αντέ­ξουν οι­κο­νο­μι­κά. Υπάρ­χουν πολ­λοί από αυ­τούς τους “Je suis Charlie” του 2015, που εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νται την ανά­μνη­ση της πο­λύ­νε­κρης επί­θε­σης στο Charlie hebdo επει­δή έτσι τους βο­λεύ­ει. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως, οι γε­λοιο­γρα­φί­ες τούς φέρ­νουν φα­γού­ρα. Οπό­τε, όλες οι προ­φά­σεις εί­ναι ευ­πρόσ­δε­κτες για να πε­ρι­θω­ριο­ποι­ή­σουν τους σκι­τσο­γρά­φους και να αδειά­σουν το χώ­ρο από τις γε­λοιο­γρα­φί­ες τους. Νο­μί­ζω ότι η χάρ­τι­νη πρέ­σα εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νη να εξα­φα­νι­στεί, με­σο­πρό­θε­σμα ή μα­κρο­πρό­θε­σμα, λό­γω της έλ­λει­ψης οι­κο­νο­μι­κών μέ­σων και ανα­γνω­στών. Ως εκ τού­του θα πά­ψει να απο­τε­λεί πε­δίο έκ­φρα­σης των γε­λοιο­γρά­φων, εί­δος που απει­λεί­ται με εξα­φά­νι­ση όπως οι πο­λι­κές αρ­κού­δες και οι μέ­λισ­σες. Φο­βά­μαι ότι σε μια τέ­τοια δυ­σμε­νή προ­ο­πτι­κή, θα απο­μεί­νουν οι τοί­χοι λί­γων πο­λι­τι­στι­κών χώ­ρων για να εκ­θέ­τουν τα έρ­γα τους, που θα έχουν ορι­στι­κά απο­κο­πεί από τη φυ­σι­κή τους έδρα, τον Τύ­πο. Θα εί­ναι ο μό­νος τρό­πος για να συ­νε­χί­σουν να πι­στεύ­ουν στην ικα­νό­τη­τά τους να πα­ρεμ­βαί­νουν.»

Ποιες εί­ναι οι συ­νέ­πειες από την επι­βο­λή της πο­λι­τι­κής ορ­θό­τη­τας στο πε­δίο της γε­λοιο­γρα­φί­ας και της σά­τι­ρας γε­νι­κό­τε­ρα;

«Με­τά την σφα­γή της 7ης Ια­νουα­ρί­ου 2015 στο Charlie hebdo εί­δα­με ότι το “πο­λι­τι­κά ορ­θό” μπο­ρεί να σκο­τώ­σει. Η έλευ­ση των κοι­νω­νι­κών δι­κτύ­ων έχει πολ­λα­πλα­σιά­σει την κα­τα­στρο­φι­κή ικα­νό­τη­τα των ρα­διο­τη­λε­ο­πτι­κών μέ­σων. Μια συ­ζή­τη­ση ιδε­ών γρή­γο­ρα με­τα­τρέ­πε­ται σε πό­λε­μο χα­ρα­κω­μά­των από φο­ρείς σκο­τει­νών σκέ­ψε­ων, εκτο­ξευ­τές ύβρε­ων, αγω­γούς αστή­ρι­κτων “ει­δή­σε­ων” και φα­να­τι­κούς κυ­νη­γούς του άντρα… ή της γυ­ναί­κας, που εί­ναι το ίδιο πράγ­μα. Εν ολί­γοις, το πιο σά­πιο πράγ­μα σε μια αν­θρω­πό­τη­τα που εύ­κο­λα πα­ρα­σύ­ρε­ται, εί­ναι ότι η ελευ­θε­ρία κα­τα­λή­γει να σκο­τώ­νει την ελευ­θε­ρία. Πα­ρά­ξε­νη και δρα­μα­τι­κή αντί­φα­ση. Σή­με­ρα, αρ­κεί απλώς να βγεις από τη γραμ­μή και να τολ­μή­σεις να πεις ή ακό­μα απλά να ψι­θυ­ρί­σεις κά­τι που στε­νο­χω­ρεί τον Χ ή τον Ψ, για να γί­νεις δα­κτυ­λο­δει­κτού­με­νος, να απο­δο­κι­μα­στείς, να σου ρί­ξουν λά­σπη και να κα­τα­λή­ξεις στη σύγ­χρο­νη Ιε­ρά Εξέ­τα­ση που υπη­ρε­τεί τη Νέα Τά­ξη πραγ­μά­των. Μια “τά­ξη” φτιαγ­μέ­νη από τα­μπού και απα­γο­ρεύ­σεις που πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται επ' άπει­ρον. Ωστό­σο, το επάγ­γελ­μα του γε­λοιο­γρά­φου συ­νί­στα­ται ακρι­βώς στο να λέ­ει αυ­τό που δεν πρέ­πει να λέ­γε­ται και να κά­νει ό,τι δεν πρέ­πει να γί­νε­ται. Εί­ναι προ­τι­μό­τε­ρο λοι­πόν για τους νέ­ους σκι­τσο­γρά­φους να αλ­λά­ξουν δου­λειά και να ψά­ξουν κά­τι άλ­λο, προ­κει­μέ­νου να ικα­νο­ποι­ή­σουν το κρι­τι­κό τους πνεύ­μα και τη δί­ψα τους για δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα, αλ­λά και τα μέ­σα για να πλη­ρώ­σουν το νοί­κι, τους λο­γα­ρια­σμούς και το φα­γη­τό τους. Διό­τι αυ­τό το επάγ­γελ­μα δεν εί­ναι μό­νο κα­τα­δι­κα­σμέ­νο να εξα­φα­νι­στεί αλ­λά, στο με­τα­ξύ, έχει γί­νει και εξαι­ρε­τι­κά επι­κίν­δυ­νο.»

Πώς κρί­νεις το ρό­λο των κοι­νω­νι­κών δι­κτύ­ων; Συμ­βάλ­λουν θε­τι­κά, ή επι­βάλ­λουν τη δι­κή τους δι­κτα­το­ρία στη σά­τι­ρα;

«Δεν εμπι­στεύ­ο­μαι τα μέ­σα κοι­νω­νι­κής δι­κτύ­ω­σης. Μπο­ρείς να βρεις τα πά­ντα και οτι­δή­πο­τε εκεί, τα χει­ρό­τε­ρα από τα χει­ρό­τε­ρα, με­ρι­κές φο­ρές τα όχι πο­λύ άσχη­μα και ακό­μα πιο σπά­νια τα απο­δε­κτά. Αυ­τός εί­ναι ο λό­γος για τον οποίο απο­φά­σι­σα να μην πα­τή­σω πο­τέ το πό­δι μου στο τέλ­μα του Facebook και σε άλ­λα μο­λυ­σμέ­να νε­ρά, γε­μά­τα με κρο­κό­δει­λους που θέ­λουν να κομ­μα­τιά­σουν, ατι­μώ­ρη­τα, την αν­θρώ­πι­νη σάρ­κα. Όπως εί­πα προη­γου­μέ­νως, στα κοι­νω­νι­κά δί­κτυα εκ­φρά­ζε­ται η νέα Ιε­ρά Εξέ­τα­ση και λιν­τσά­ρο­νται χω­ρίς πε­ριο­ρι­σμούς τα πνεύ­μα­τα που τολ­μούν να πά­νε πέ­ρα ​​από αυ­τό που επι­τρέ­πουν οι αυ­το­α­να­κη­ρυγ­μέ­νοι λο­γο­κρι­τές με την υπο­τι­θέ­με­νη δύ­να­μη, θεϊ­κή ή μη, για το τι επι­τρέ­πε­ται να πει ο κα­θέ­νας και τι όχι. Κά­νω μια εξαί­ρε­ση υπέρ του YouTube, το οποίο επι­σκέ­πτο­μαι συ­χνά. Μου επι­τρέ­πει να επι­λέ­γω ανά πά­σα στιγ­μή τις πλη­ρο­φο­ρί­ες που με εν­δια­φέ­ρουν από μια με­γά­λη γκά­μα πη­γών, έχο­ντας πρό­σβα­ση σε πολ­λές και ποι­κί­λες από­ψεις, πι­θα­νώς αντί­θε­τες με­τα­ξύ τους. Αυ­τό μου επι­τρέ­πει να μην εξαρ­τώ­μαι από δη­μό­σια ή ιδιω­τι­κά τη­λε­ο­πτι­κά κα­νά­λια, τα οποία “απο­στά­ζουν” έναν δια­μορ­φω­μέ­νο λό­γο, στην υπη­ρε­σία δύο αφε­ντι­κών: της πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας, με όρους δη­μό­σιας υπη­ρε­σί­ας, και της οι­κο­νο­μι­κής ισχύ­ος που δια­θέ­τει η ιδιω­τι­κή τη­λε­ό­ρα­ση. Τα fake news δεν κυ­κλο­φο­ρούν μό­νο στα κοι­νω­νι­κά δί­κτυα, ού­τε απο­τε­λούν προ­νό­μιο υπο­τι­θέ­με­νων ή τεκ­μαι­ρό­με­νων συ­νω­μο­τών και άλ­λων εξ­τρε­μι­στών, που ει­δι­κεύ­ο­νται στην πα­ρα­πλη­ρο­φό­ρη­ση με­γά­λης κλί­μα­κας. Διό­τι, για πα­ρά­δειγ­μα, εφη­με­ρί­δες τό­σο υψη­λού κύ­ρους όσο οι New York Times ή η Washington Post έχουν χρη­σι­μεύ­σει ως ανα­με­τα­δό­τες για τη χει­ρα­γώ­γη­ση της κοι­νής γνώ­μης, αμε­ρι­κα­νι­κής αλ­λά και πα­γκό­σμιας. Αρ­κεί να θυ­μη­θού­με τη δια­κί­νη­ση ψευ­δών πλη­ρο­φο­ριών για την ύπαρ­ξη όπλων μα­ζι­κής κα­τα­στρο­φής στο Ιράκ, επι­τρέ­πο­ντας στον Τζορτζ Μπους και την κλί­κα των νε­ο­συ­ντη­ρη­τι­κών να ρί­ξουν τα εξα­γνι­στι­κά πυ­ρά τους σε αυ­τή τη χώ­ρα. Έχουν χει­ρα­γω­γη­θεί αυ­τές οι εφη­με­ρί­δες, ή έχουν ενερ­γή­σει εν γνώ­σει τους; Ίσως λί­γο και από τα δύο.»

Στην επαγ­γελ­μα­τι­κή σου κα­ριέ­ρα ει­σέ­πρα­ξες αρ­νη­τι­κές αντι­δρά­σεις για κά­ποιες γε­λοιο­γρα­φί­ες που ενό­χλη­σαν; Τι απο­τε­λέ­σμα­τα έχουν τέ­τοιου εί­δους αντι­δρά­σεις για τους ίδιους τους γε­λοιο­γρά­φους;

«Θα ανα­φέ­ρω ένα πα­ρά­δειγ­μα που νο­μί­ζω ότι εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό. Στο Le Canard enchaîné έλα­βα πριν από πο­λύ και­ρό, δύο-τρεις επι­στο­λές από την Ισ­ραη­λι­νή Πρε­σβεία στο Πα­ρί­σι, στις οποί­ες με κα­τη­γο­ρού­σαν ότι σε μια γε­λοιο­γρα­φία για αυ­τό που συ­νή­θως απο­κα­λεί­ται “ισ­ραη­λι­νο-πα­λαι­στι­νια­κή σύ­γκρου­ση” άσκη­σα κρι­τι­κή στην πο­λι­τι­κή αυ­τής της χώ­ρας. Προ­φα­νώς, τα επί­μα­χα γράμ­μα­τα κα­τέ­λη­ξαν στο κα­λά­θι των αχρή­στων. Επρό­κει­το για ξε­κά­θα­ρη πε­ρί­πτω­ση πα­ρέμ­βα­σης από τις αρ­χές μιας ξέ­νης δύ­να­μης στην άσκη­ση της ελευ­θε­ρί­ας της έκ­φρα­σης στον Τύ­πο μιας κυ­ρί­αρ­χης χώ­ρας. Και αυ­τό συ­νε­χί­ζε­ται, για­τί πρό­σφα­τα έμα­θα ότι η ίδια ιστο­ρία επα­να­λή­φθη­κε στην Πορ­το­γα­λία, όπου ο Ισ­ραη­λι­νός πρέ­σβης άσκη­σε πί­ε­ση στη διεύ­θυν­ση μιας εφη­με­ρί­δας για να απο­λύ­σει ένα σκι­τσο­γρά­φο της, τον Vasco Gargalo. Κα­τέ­στη “ένο­χος” για μια γε­λοιο­γρα­φία που θε­ω­ρή­θη­κε αντι­ση­μι­τι­κή από τον εκ­πρό­σω­πο του Ισ­ρα­ήλ. Ο σκι­τσο­γρά­φος δεν απο­λύ­θη­κε, αλ­λά, στην πο­ρεία, η γαλ­λι­κή εβδο­μα­διαία εφη­με­ρί­δα Courrier International, κα­θώς και η πό­λη του Στρα­σβούρ­γου, ακύ­ρω­σαν το βρα­βείο με την ονο­μα­σία “Ελεύ­θε­ρα πε­νά­κια για τη Δη­μο­κρα­τία” (sic), που του εί­χαν απο­νεί­μει… πα­λαιό­τε­ρα, για κά­ποιο άλ­λο σκί­τσο του. Για την ιστο­ρία και μό­νο, το βρα­βευ­μέ­νο/ακυ­ρω­μέ­νο σκί­τσο απέ­τι­νε φό­ρο τι­μής στην Marielle Franco, μια εκλεγ­μέ­νη Βρα­ζι­λιά­να αντι­ρα­τσί­στρια, αντι-ομο­φο­βι­κή ακτι­βί­στρια και αφο­σιω­μέ­νη στον αγώ­να κα­τά της αστυ­νο­μι­κής βί­ας, η οποία δο­λο­φο­νή­θη­κε στο Ρίο ντε Τζα­νέι­ρο το Μάρ­τιο του 2018. Για να επι­στρέ­ψω στο ερώ­τη­μα για τις αρ­νη­τι­κές αντι­δρά­σεις που προ­κά­λε­σαν κά­ποια σκί­τσα μου, ακό­μα πιο αστείο ήταν όταν έλα­βα κά­πο­τε μια επι­στο­λή από ανα­γνώ­στη που με κα­τη­γο­ρού­σε για μια γε­λοιο­γρα­φία που εί­χα δη­μο­σιεύ­σει με αφορ­μή την 40ή επέ­τειο των Ανώ­νυ­μων Αλ­κο­ο­λι­κών. Σε αυ­τή, ένας χα­ρα­κτή­ρας που ήταν “ανώ­νυ­μος” εξαι­τί­ας μιας μαύ­ρης ται­νί­ας που του κά­λυ­πτε τα μά­τια, υψώ­νο­ντας ένα άδειο πο­τή­ρι ανα­φω­νού­σε: “Αξί­ζει να το γιορ­τά­σου­με!”. Ο ανα­γνώ­στης εκεί­νος απαί­τη­σε να ζη­τή­σω συγ­γνώ­μη και ο –τό­τε– αρ­χι­συ­ντά­κτης, Claude Angeli, μου ζή­τη­σε ευ­γε­νι­κά να το κά­νω με χα­μό­γε­λο. Το έκα­να κα­τά κά­ποιο τρό­πο, αλ­λά αρ­γό­τε­ρα. Σε μια άλ­λη επέ­τειο των A.A., σχε­δί­α­σα τον ίδιο τύ­πο με τη δια­φο­ρά ότι δεν ύψω­νε το –άδειο ξα­νά- πο­τή­ρι του, ού­τε έκα­νε κά­ποια σκω­πτι­κή πρό­πο­ση. Το σκί­τσο, εντού­τοις, απορ­ρί­φθη­κε από κά­ποιον επό­με­νο αρ­χι­συ­ντά­κτη. Ποιος ξέ­ρει; Ίσως, στο με­τα­ξύ, ο ιός της “πο­λι­τι­κής ορ­θό­τη­τας” εί­χε ει­σχω­ρή­σει κρυ­φά στον εγκέ­φα­λο αυ­τού του άλ­λου αρ­χι­συ­ντά­κτη.»

Υπάρ­χουν αι­σιό­δο­ξα πα­ρα­δείγ­μα­τα συ­να­δέλ­φων σου που συ­νε­χί­ζουν απτό­η­τοι, πα­ρά τα εμπό­δια που υψώ­νο­νται στο επάγ­γελ­μά σας;

«Νο­μί­ζω ότι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από τους “επι­ζώ­ντες” αυ­τού του επαγ­γέλ­μα­τος συ­νε­χί­ζουν να το ασκούν με θάρ­ρος και απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, χω­ρίς να πτο­ού­νται από το φό­βο κά­ποιου τρε­λού που, κα­ρα­δο­κώ­ντας στη σκιά της ισλα­μι­κής τζι­χάντ, πα­ρα­κο­λου­θεί τις δη­μο­σιεύ­σεις των σκί­τσων τους, πι­θα­νώς και τις δη­μό­σιες το­πο­θε­τή­σεις τους, και απει­λεί να τους κό­ψει τον λαι­μό με το πα­ρα­μι­κρό αστείο. Υπάρ­χουν, εντού­τοις, διά­φο­ροι τρό­ποι να “δο­λο­φο­νη­θεί” ένας σκι­τσο­γρά­φος και πι­στεύω ότι στην πα­ρού­σα στιγ­μή οι “δρά­στες” πρέ­πει να ανα­ζη­τού­νται πε­ρισ­σό­τε­ρο στην πλευ­ρά των αρ­χι­συ­ντα­κτών και των υπερ­κεί­με­νων διευ­θυ­ντών τους. Εκεί­νων που τη­ρούν αυ­στη­ρά, και ευ­λα­βώς, τις εντο­λές της πο­λι­τι­κής ορ­θό­τη­τας, φρο­ντί­ζο­ντας να αφαι­ρούν από τις σε­λί­δες των εφη­με­ρί­δων οποια­δή­πο­τε σα­τι­ρι­κή ανα­φο­ρά θα μπο­ρού­σε να “ενο­χλή­σει”, με­τα­ξύ πολ­λών άλ­λων, τους ισλα­μι­στές όλων των απο­χρώ­σε­ων. Δεν θα μπο­ρού­σα να τε­λειώ­σω χω­ρίς να ανα­φέ­ρω τους ήρω­ες, άγνω­στους ή ανα­γνω­ρι­σμέ­νους, που έπε­σαν στο πε­δίο τι­μής ενός Τύ­που που θέ­λει να εί­ναι ελεύ­θε­ρος και ανε­ξάρ­τη­τος. Να μνη­μο­νεύ­σω εκεί­νους τους δη­μο­σιο­γρά­φους, σε ολό­κλη­ρο τον κό­σμο, που δο­λο­φο­νή­θη­καν επει­δή δη­μο­σί­ευ­σαν όσα “δεν έπρε­πε”. Στο Με­ξι­κό, στην Κο­λομ­βία, στη Ρω­σία, στην Ολ­λαν­δία, στη Μάλ­τα, ή στην Τουρ­κία για λο­γα­ρια­σμό της Σα­ου­δι­κής Αρα­βί­ας, δη­μο­σιο­γρά­φοι πλή­ρω­σαν με τη ζωή τους το δι­καί­ω­μά μας στην ελεύ­θε­ρη και ει­λι­κρι­νή ενη­μέ­ρω­ση. Αυ­τή τη στιγ­μή, το μέλ­λον και η ελευ­θε­ρία του πλη­ρο­φο­ριο­δό­τη Τζού­λιαν Ασάνζ, στο οποίο ο πα­γκό­σμιος Τύ­πος οφεί­λει ένα με­γά­λο μέ­ρος της αξιο­πι­στί­ας του, δια­κυ­βεύ­ε­ται επει­δή κα­τήγ­γει­λε, με απο­δει­κτι­κά στοι­χεία, τα αμέ­τρη­τα εγκλή­μα­τα κα­τά της αν­θρω­πό­τη­τας που δια­πρά­χθη­καν με πλή­ρη νο­μι­κή ατι­μω­ρη­σία. Μια τε­λευ­ταία λέ­ξη για να θυ­μη­θού­με και να τι­μή­σου­με τον Πα­λαι­στί­νιο σκι­τσο­γρά­φο Naji al-Ali. Έναν ακού­ρα­στο μα­χη­τή, με μό­νο όπλο το πε­νά­κι του, που ενα­ντιώ­θη­κε στην ισ­ραη­λι­νή κα­το­χή και σε όλους εκεί­νους που γλε­ντούν με τη δυ­στυ­χία του λα­ού του. Ο Naji al-Ali δο­λο­φο­νή­θη­κε στο Λον­δί­νο, το 1987, χω­ρίς να έχει ανα­κα­λυ­φθεί μέ­χρι σή­με­ρα, ού­τε ο δρά­στης, ού­τε οι χο­ρη­γοί του. Πο­λύ πριν το Charlie hebdo, οι δο­λο­φό­νοι των σκι­τσο­γρά­φων ήταν ήδη μια υπαρ­κτή απει­λή, αλ­λά δρού­σαν στη σκιά. Και το “παι­δί” του Naji al-Ali, ο μι­κρού­λης Χα­ντά­λα που ση­μαί­νει πι­κρία στα αρα­βι­κά, μια εμ­βλη­μα­τι­κή φι­γού­ρα των προ­σφύ­γων που γιορ­τά­ζε­ται σχε­δόν πα­ντού στη Μέ­ση Ανα­το­λή, αλ­λά και στη Δύ­ση, “γεν­νή­θη­κε” το 1969 στο χαρ­τί και στα­μά­τη­σε να με­γα­λώ­νει. Η δο­λο­φο­νία του Πα­λαι­στί­νιου σκι­τσο­γρά­φου στέ­ρη­σε από το μι­κρού­λη ήρωα τη δυ­να­τό­τη­τα να επι­στρέ­ψει κά­πο­τε στη χώ­ρα του. Μια χώ­ρα που δεν τον εί­δε να γεν­νιέ­ται στα χώ­μα­τά της. Μια “χώ­ρα” που συρ­ρι­κνώ­νε­ται όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο.»


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: