Ψηφίδες μύθων και Ιστορίας

Ψηφίδες μύθων και Ιστορίας

Πώς μπο­ρείς να μι­λή­σεις για την υπερ­χι­λιε­τή ιστο­ρία της Βυ­ζα­ντι­νής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας μέ­σα από λί­γες πο­λύ­χρω­μες ψη­φί­δες ενός πα­λαιού επι­τοί­χιου; Η απά­ντη­ση βρί­σκε­ται στο «Ψη­φι­δω­τό», ένα κό­μικς που κυ­κλο­φό­ρη­σε πριν λί­γους μή­νες από την πά­ντα δρα­στή­ρια Jemma Press. Το υπο­γρά­φουν δύο φί­λοι και συ­νερ­γά­τες από πα­λαιά: ο σε­να­ριο­γρά­φος Τά­σος Ζα­φει­ριά­δης (γνω­στός και από τις δη­μο­σιεύ­σεις του στον «Χάρ­τη») και ο σχε­δια­στής Πέ­τρος Χρι­στού­λιας. Το απο­τέ­λε­σμα εί­ναι μια εν­δια­φέ­ρου­σα συ­νάρ­θρω­ση αφή­γη­σης και ει­κό­νων που συν­θέ­τει, κομ­μα­τά­κι-κομ­μα­τά­κι, το «Ψη­φι­δω­τό». Ένα κό­μικς που πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε σε συ­νέ­χειες στο ιστο­λό­γιο socomic.gr, απο­κα­λύ­πτο­ντας τώ­ρα, στην έντυ­πη εκ­δο­χή του, τον ιδιαί­τε­ρο τρό­πο ανά­γνω­σης που προ­βλέ­πει η κα­τα­σκευή του.
Πρω­τό­τυ­πο στη σύλ­λη­ψη και και­νο­τό­μο στον τρό­πο που ζη­τά από τους ανα­γνώ­στες να δια­βά­σουν την ιστο­ρία, το κό­μικς δεν ακο­λου­θεί την… πε­πα­τη­μέ­νη, από την πρώ­τη προς την τε­λευ­ταία σε­λί­δα. Ζη­τά, αντί­θε­τα, να ανα­δια­τά­ξουν τις 14 ψη­φί­δες-κε­φά­λαια του βι­βλί­ου, βά­ζο­ντάς τα στη σω­στή σει­ρά, ώστε να έχουν την γραμ­μι­κή εξέ­λι­ξη της ιστο­ρί­ας. Οδη­γός και βοη­θός σε αυ­τή την ιδιαί­τε­ρη δια­δι­κα­σία ανά­γνω­σης (που θυ­μί­ζει ανα­σύ­στα­ση δια­λυ­μέ­νου ψη­φι­δω­τού) εί­ναι η χρω­μα­τι­κή ταυ­τό­τη­τα κά­θε μιας από τις 14 ψη­φί­δες που πα­ρα­τί­θε­νται στην αρ­χή του βι­βλί­ου. Με οδη­γό το χρώ­μα, αλ­λά και τη σει­ρά με την οποία εί­ναι βαλ­μέ­να τα πε­τρα­δά­κια, ο «επί­μο­νος» (σύμ­φω­να με τον ορι­σμό των δύο δη­μιουρ­γών) ανα­γνώ­στης μπο­ρεί να δια­βά­σει, κι­νού­με­νος μπρος-πί­σω στις σε­λί­δες, τα αντί­στοι­χα κε­φά­λαια που ξε­κλει­δώ­νουν το νό­η­μα της ιστο­ρί­ας.

Στις 96 σε­λί­δες αυ­τής της κα­λαί­σθη­της έκ­δο­σης, ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νες με μα­ε­στρία από τον Πέ­τρο Χρι­στού­λια, ο έτε­ρος των συμ­βαλ­λο­μέ­νων, Τά­σος Ζα­φει­ριά­δης, μπό­λια­σε την ιστο­ρία του με εν­δια­φέ­ρο­ντα ιστο­ρι­κά, λα­ο­γρα­φι­κά, αλ­λά και φα­ντα­σια­κά στοι­χεία: Η μοι­ραία Δ΄ Σταυ­ρο­φο­ρία του 1201-1204, ο Μαύ­ρος Θά­να­τος του 14ου αιώ­να, τα έθι­μα τα­φής, τα μυ­θι­κά τζιν και τα ιφρίτ των Αρά­βων, η Πλα­τυ­τέ­ρα, η ρω­μαϊ­κή γέ­φυ­ρα του Σε­πτι­μί­ου Σε­βή­ρου στον Ευ­φρά­τη, όπου έχτι­σε τον τά­φο του ο Δι­γε­νής Ακρί­τας σύμ­φω­να με το ομώ­νυ­μο έπος, ο όσιος Σι­σώ­ης που σε με­τα­βυ­ζα­ντι­νές απει­κο­νί­σεις θρη­νεί μπρο­στά στο λεί­ψα­νο του Με­γά­λου Αλε­ξάν­δρου, μέ­χρι μια βυ­ζα­ντι­νή εκ­δο­χή κρεμ­μυ­δό­σου­πας με ψω­μί… Η πλη­θώ­ρα των στοι­χεί­ων που εμπλου­τί­ζουν με την πα­ρου­σία τους τις λέ­ξεις και τις ει­κό­νες του κό­μικς, απο­τε­λούν μία επι­πλέ­ον πρό­κλη­ση για τους «επί­μο­νους» που θα εντρυ­φή­σουν στις σε­λί­δες του. Αρ­κεί να έχουν κα­τά νου ότι δεν πρό­κει­ται για ιστο­ρι­κό αφή­γη­μα, αλ­λά για μια παι­γνιώ­δη ιστο­ρία του φα­ντα­στι­κού.  

Ψηφίδες μύθων και Ιστορίας

Πώς προ­έ­κυ­ψε το «Ψη­φι­δω­τό»;

Τά­σος Ζα­φει­ριά­δης: Οι προ­παπ­πού­δες μου όταν πέ­ρα­σαν με την ανταλ­λα­γή πλη­θυ­σμών από την Μεσ­σή­νη Ανα­το­λι­κής Θρά­κης στην Ελ­λά­δα κι εγκα­τα­στά­θη­καν στον Άγιο Αθα­νά­σιο Θεσ­σα­λο­νί­κης, ανά­με­σα στα λι­γο­στά πράγ­μα­τα που έφε­ραν μα­ζί τους ήταν και εν­νιά ψη­φί­δες από ένα πα­λιό ψη­φι­δω­τό. Αυ­τά τα γυα­λι­στε­ρά πε­τρα­δά­κια τα κα­τέ­βα­ζε η βρο­χή από τα ερεί­πια ενός βυ­ζα­ντι­νού φρου­ρί­ου στο χω­ριό (σή­με­ρα ονο­μά­ζε­ται Μι­σιν­λί). Στα μά­τια μου εί­χε μια μα­γι­κή ιδιό­τη­τα εκεί­νο το οι­κο­γε­νεια­κό κει­μή­λιο και η μυ­στη­ριώ­δης του προ­έ­λευ­ση δυ­νά­μω­νε αυ­τήν την εντύ­πω­ση ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. Αρ­γό­τε­ρα έμα­θα ότι στο ίδιο μέ­ρος βρι­σκό­ταν η ρω­μαϊ­κή πό­λη Δρου­σι­πά­ρα, με τη Βα­σι­λι­κή του μάρ­τυ­ρα Αγί­ου Αλέ­ξαν­δρου του Ρω­μαί­ου, η οποία κά­η­κε ολο­σχε­ρώς από τους Αβά­ρους τον 6ο αιώ­να. Οι ψη­φί­δες προ­έρ­χο­νταν άρα­γε από αυ­τή την εκ­κλη­σία ή κά­ποια με­τα­γε­νέ­στε­ρη; Τι ει­κό­να σχη­μά­τι­ζαν αυ­τές οι ψη­φί­δες; Η ιστο­ρία του “Ψη­φι­δω­τού” άρ­χι­σε να παίρ­νει σχή­μα κα­θώς πα­ρα­τη­ρού­σα σε πα­λιές εκ­κλη­σί­ες τα βγαλ­μέ­να μά­τια στα πρό­σω­πα των αγί­ων, τα βαν­δα­λι­σμέ­να από πι­στούς ή απί­στους, που έδι­ναν μια πι­θα­νή απά­ντη­ση. Με­γά­λη επιρ­ροή στο ύφος ήταν τα γρα­πτά του Σέρ­βου Μί­λο­ραντ Πά­βιτς. Το αγα­πη­μέ­νο μου Λε­ξι­κό των Χα­ζά­ρων, αλ­λά και άλ­λα έρ­γα του, δια­κρί­νο­νται από αυ­τό το –βαλ­κα­νι­κό και βυ­ζα­ντι­νό– μείγ­μα μυ­θο­πλα­σί­ας και ιστο­ρί­ας, του οποί­ου η εγ­γύ­τη­τα στην ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το έκα­ναν να μου φαί­νε­ται πιο ανοί­κειο και συ­ναρ­πα­στι­κό. Άλ­λο στοι­χείο του έρ­γου του εί­ναι η μη γραμ­μι­κή σει­ρά ανά­γνω­σης. Σύ­ντο­μα απο­φά­σι­σα ότι κά­θε κε­φά­λαιο θα ήταν μια ψη­φί­δα με δια­φο­ρε­τι­κή από­χρω­ση. Όλες μα­ζί θα σχη­μά­τι­ζαν μια ιστο­ρία-ψη­φι­δω­τό, προ­τρέ­πο­ντας τον ανα­γνώ­στη να βά­λει μια τά­ξη στη δια­λυ­μέ­νη πλο­κή. Άρα θα μπο­ρού­σε να το χα­ρα­κτη­ρί­σει κα­νείς ένα κό­μικς πε­ρι­πλά­νη­σης και φα­ντα­στι­κού με ύφος «βυ­ζα­ντι­νό».

Ψηφίδες μύθων και Ιστορίας

Εν­νέα ψη­φί­δες με δια­φο­ρε­τι­κή από­χρω­ση… Πό­τε και με ποιο τρό­πο ενώ­θη­καν σε αυ­τή την σκό­πι­μα μπλεγ­μέ­νη πλο­κή;

Τ.Ζ.: Η πρώ­τη εκ­δο­χή του σε­να­ρί­ου γρά­φτη­κε το 2009. Δύο σχε­δια­στές επρό­κει­το να το σχε­διά­σουν σε δια­φο­ρε­τι­κές φά­σεις, αλ­λά ο χρό­νος τε­λι­κά δεν τους το επέ­τρε­ψε. Η κα­θυ­στέ­ρη­ση στον σχε­δια­σμό επέ­βαλ­λε κά­θε τό­σο προ­σθή­κες και αλ­λα­γές, με την τε­λι­κή εκ­δο­χή να εί­ναι η πέμ­πτη ή έκτη, κα­θώς όσο περ­νά­ει ο και­ρός, αλ­λά­ζει κα­νείς οπτι­κή ή άπο­ψη για το έρ­γο του και θέ­λει να το βελ­τιώ­σει. Το έρ­γο ανέ­λα­βε τε­λι­κά τον ένα­το χρό­νο ο Πέ­τρος Χρι­στού­λιας, ο οποί­ος και το ολο­κλή­ρω­σε, με τη πο­λύ­τι­μη οι­κο­νο­μι­κή συμ­βο­λή του socomic.gr, όπου και πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε. Το βι­βλίο κυ­κλο­φό­ρη­σε το 2019, άρα συ­νο­λι­κά πή­ρε δέ­κα χρό­νια!

Ψηφίδες μύθων και Ιστορίας

Με ποιο τρό­πο συ­νερ­γα­στή­κα­τε; Ποιοι ήταν οι τρό­ποι πα­ρέμ­βα­σης, αλ­λη­λε­πί­δρα­σης και τε­λι­κής δια­μόρ­φω­σης της ιστο­ρί­ας και της ει­κο­νο­γρά­φη­σης;

Πέ­τρος Χρι­στού­λιας: Το ότι η ιστο­ρία ήταν ένα ψη­φι­δω­τό βο­ή­θη­σε και στο κομ­μά­τι της ορ­γά­νω­σης της πα­ρα­γω­γής. Ο Τά­σος εί­χε ήδη το σε­νά­ριο σε μι­κρές ενό­τη­τες κε­φά­λαια και πα­ρό­τι ο τε­λι­κός σκο­πός ήταν να μπουν ανα­κα­τε­μέ­να, τα ξε­κι­νή­σα­με ένα-ένα κα­τά κα­νό­να γραμ­μι­κά. Όπως δη­λα­δή δη­μο­σιεύ­θη­κε και στο socomic.gr αφού από ένα ση­μείο και με­τά η εβδο­μα­διαία δη­μο­σί­ευ­ση μάς πρό­λα­βε. Σκη­νή-σκη­νή λοι­πόν έστη­να τις σε­λί­δες σε προ­σχέ­δια και τα έστελ­να στον Τά­σο. Εκτός με­ρι­κών εξαι­ρέ­σε­ων δε χρειά­στη­κε ιδιαί­τε­ρη συ­ζή­τη­ση πριν ξε­κι­νή­σω τα τε­λι­κά μο­λύ­βια, το με­λά­νω­μα και το χρώ­μα. Αυ­τά εί­ναι τα κα­λά της μα­κρό­χρο­νης συ­νερ­γα­σί­ας. Ξέ­ρει τι πε­ρι­μέ­νει ο ένας από τον άλ­λο και αφή­νει χώ­ρο.

Τ.Ζ.: Ο Πέ­τρος ανέ­λα­βε να δώ­σει στο κό­μικς την τε­λι­κή μορ­φή του, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας με μι­κρές πι­νε­λιές το κεί­με­νο και τη δρά­ση, όπου αυ­τός έκρι­νε απα­ραί­τη­το κα­τά το στή­σι­μο των σε­λί­δων. Προ­χώ­ρη­σε δη­λα­δή σε –τρό­πον τι­νά– απο­κα­τά­στα­ση αρ­χαιο­τή­των, σε μία πε­ρί­ο­δο που εγώ ολο­κλή­ρω­να το δι­δα­κτο­ρι­κό μου και δεν εί­χα πο­λύ χρό­νο να «επι­βλέ­πω». Εί­χα ήδη αρ­κε­τό φω­το­γρα­φι­κό υλι­κό για ανα­φο­ρά από βι­βλία ή το δια­δί­κτυο, οπό­τε έδι­να κά­ποιες σχε­τι­κές οδη­γί­ες ανά κε­φά­λαιο που δου­λευό­ταν, ώστε να ελα­χι­στο­ποιεί­ται ο όγκος της δου­λειάς που έπρε­πε να γί­νει άμε­σα. Έγι­ναν πολ­λές αλ­λα­γές στον διά­λο­γο, αλ­λά ακό­μα και στο σχέ­διο, ακό­μα και προ­σθή­κες τε­λευ­ταί­ας στιγ­μής, όπως π.χ. η ανα­φο­ρά στον Όσιο Σι­σώη που θρη­νεί μπρο­στά στο λεί­ψα­νο του Με­γα­λέ­ξαν­δρου – έμπνευ­ση κυ­ριο­λε­κτι­κά στο πα­ρά πέ­ντε πριν τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ψηφίδες μύθων και Ιστορίας

Πό­ση ιστο­ρι­κή αλή­θεια και πό­ση φα­ντα­σία υπάρ­χουν στη σύν­θε­ση του σε­να­ρί­ου;

Τ.Ζ.: Ο κε­ντρι­κός μύ­θος, η βα­σι­κή πλο­κή, πα­ρα­μέ­νει μία ιστο­ρία φα­ντα­σί­ας. Αφό­του υπήρ­χε αυ­τή έγι­νε έρευ­να και δα­νεί­στη­κα πολ­λά στοι­χεία από σύγ­χρο­νες έρευ­νες, αλ­λά και κεί­με­να της πε­ριό­δου (έθι­μα, θρύ­λοι, στο­λές, αρ­χι­τε­κτο­νι­κή κ.ά.), ώστε να απο­δί­δε­ται όσο το δυ­να­τόν γί­νε­ται ένα βυ­ζα­ντι­νό «άρω­μα», χω­ρίς να χρη­σι­μο­ποιεί­ται το κα­τε­ξο­χήν βυ­ζα­ντι­νό ει­κο­νο­γρα­φι­κό ύφος της αγιο­γρα­φί­ας. Τα δά­νεια επε­κτά­θη­καν και σε άλ­λες πε­ριο­χές, όπως π.χ. η Βε­νε­τία, ή κι επο­χές, όπως τα με­τα­βυ­ζα­ντι­νά μαρ­μα­ρέ­νια αλώ­νια όπου μά­χε­ται ο Δι­γε­νής Ακρί­τας τον Θά­να­το. Ελ­πί­ζω να πε­τύ­χα­με αυ­τήν την αί­σθη­ση. Αγα­πη­μέ­νη μου λε­πτο­μέ­ρεια, η οποία μάλ­λον δεν εί­ναι εμ­φα­νής με την πρώ­τη ανά­γνω­ση, τα που­λιά των δη­μο­τι­κών τρα­γου­διών πα­ντα­χού πα­ρό­ντα ως θε­α­τές της δρά­σης (που­λά­κια εί­ναι κι ας κι­λαη­δούν, που­λά­κια εί­ναι κι ας λέ­νε). Σε κά­θε ψη­φί­δα εμ­φα­νί­ζε­ται και άλ­λο που­λί, ενώ στο κε­φά­λαιο που εμ­φα­νί­ζε­ται ο ξέ­νος έχου­με μια νυ­χτε­ρί­δα!

Ψηφίδες μύθων και Ιστορίας

Ποιες προ­κλή­σεις αντι­με­τω­πί­σα­τε και τι προ­βλή­μα­τα χρειά­στη­κε να επι­λύ­σε­τε;

Π.Χ.: Αρ­χι­κά έπρε­πε να πά­ρου­με κά­ποιες απο­φά­σεις όσον αφο­ρά στο ντι­ζάιν. Το κα­θα­ρό καρ­του­νί­στι­κο σχέ­διο που γε­νι­κά προ­τι­μώ, φά­νη­κε να μας εξυ­πη­ρε­τεί μια χα­ρά, πα­ρά το δρα­μα­τι­κό ύφος της ιστο­ρί­ας, ενώ το χρώ­μα του κά­θε κε­φα­λαί­ου ήταν ση­μα­ντι­κό στοι­χείο της αφή­γη­σης, οπό­τε η πα­λέ­τα έπρε­πε να εί­ναι απο­φα­σι­σμέ­νη και κα­θα­ρή. Αυ­τοί οι αυ­το­πε­ριο­ρι­σμοί όμως προ­σω­πι­κά μό­νο με βοη­θούν και πι­στεύω ότι πε­ρισ­σό­τε­ρο δί­νουν στη δου­λειά πα­ρά της στε­ρούν ο,τι­δή­πο­τε.

Τ.Ζ.: Το Βυ­ζά­ντιο εί­ναι μία χι­λιό­χρο­νη πε­ρί­ο­δος για την οποία από τη μια έχου­με απο­σπα­σμα­τι­κές ή ελ­λι­πείς πλη­ρο­φο­ρί­ες, από την άλ­λη όμως ο όγκος των πλη­ρο­φο­ριών που έχου­με (αρ­χαιο­λο­γι­κά, ιστο­ρι­κά, κ.λπ.) εί­ναι ήδη τε­ρά­στιος για μη ει­δι­κούς σαν κι εμάς. Αυ­τό ση­μαί­νει πως ό,τι και να επι­χει­ρή­σει κα­νείς πραγ­μα­το­λο­γι­κά θα εί­ναι λά­θος, οπό­τε έπρε­πε να συμ­φι­λιω­θού­με προ­κα­τα­βο­λι­κά με αυ­τήν την απο­τυ­χία. Η επι­λο­γή της σει­ράς των κε­φα­λαί­ων ήταν ένα άλ­λο πρό­βλη­μα προς επί­λυ­ση. Έπρε­πε να βρού­με μία ισορ­ρο­πία με­τα­ξύ του τυ­χαί­ου και του πλή­ρως γραμ­μι­κού, ώστε να μην εί­ναι ο ανα­γνώ­στης τε­λεί­ως ξε­κρέ­μα­στος. Κά­να­με τρεις εκ­δο­χές και τις δο­κι­μά­σα­με στέλ­νο­ντάς τις σε φί­λους να μας πουν τι κα­τα­λα­βαί­νουν. Κά­ποια άλ­λα στοι­χεία «βοη­θούν» λί­γο την ανά­γνω­ση, εί­τε στο κεί­με­νο εί­τε οπτι­κά, π.χ. η γε­νειά­δα του πρω­τα­γω­νι­στή. Υπάρ­χει φυ­σι­κά και ένα χρω­μα­τι­κό «λυ­σά­ρι» στο βι­βλίο, ενώ στο socomic.gr η ιστο­ρία ανέ­βη­κε γραμ­μι­κά, για­τί ως webcomic θα ήταν μάλ­λον υπερ­βο­λι­κά πο­λύ­πλο­κο αυ­τό το μπρος-πί­σω.

Ψηφίδες μύθων και Ιστορίας

Πεί­τε μας λί­γα λό­για για το στιλ με το οποίο απο­δό­θη­καν οι χα­ρα­κτή­ρες.

Π.Χ.: Όσον αφο­ρά στο στιλ του σχε­δί­ου, πά­ντα με γο­ή­τευαν οι σχε­δια­στές που κρα­τούν μια ισορ­ρο­πία με­τα­ξύ της απλό­τη­τας και της ελευ­θε­ρί­ας που τους προ­σφέ­ρει το καρ­του­νί­στι­κο στι­λι­ζά­ρι­σμα και του απα­ραί­τη­του να­του­ρα­λι­σμού ώστε η ει­κό­να που πε­ρι­γρά­φε­ται να έχει την υφή που χρειά­ζε­ται για να υπη­ρε­τή­σει την ιστο­ρία. Προ­σπά­θη­σα να βρω αυ­τήν την ισορ­ρο­πία για την συ­γκε­κρι­μέ­νη ιστο­ρία του Τά­σου. Ξέ­ρω όμως ότι αυ­τή η προ­σέγ­γι­ση έχει και έναν υπο­κει­με­νι­σμό και κά­ποιος άλ­λος μπο­ρεί να την σχε­δί­α­ζε πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κά. Ελ­πί­ζω η προ­σω­πι­κή μου επι­λο­γή να βρει ένα κοι­νό που θα το ικα­νο­ποι­ή­σει.

Ψηφίδες μύθων και Ιστορίας

Τι βοη­θή­μα­τα εί­χα­τε για τον σχε­δια­σμό των ρού­χων, των όπλων, της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής και του δια­κό­σμου;

Π.Χ.: Από τη στιγ­μή που σχε­διά­ζεις μια ιστο­ρία που ανα­φέ­ρε­ται σε συ­γκε­κρι­μέ­νη επο­χή ακό­μα και αν έχεις την δι­καιο­λο­γία ότι πρό­κει­ται για ιστο­ρία με φα­ντα­στι­κά στοι­χεία, πρέ­πει να ανα­τρέ­ξεις σε πη­γές. Φυ­σι­κά το καρ­του­νί­στι­κο στιλ επι­τρέ­πει λί­γη γε­νι­κο­λο­γία αλ­λά πρέ­πει να δη­μιουρ­γή­σεις στον ανα­γνώ­στη μια υφή και μια γεύ­ση της επο­χής που ανα­φέ­ρε­σαι. Ο Τά­σος όπως συ­νή­θως συ­νό­δευε το σε­νά­ριο με πλού­σιες ανα­φο­ρές ει­κό­νας όπου χρεια­ζό­ταν αλ­λά χρειά­στη­κε και εγώ να κά­νω πά­ντα την προ­σω­πι­κή μου έρευ­να. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ήταν η πε­ρί­πτω­ση της ει­κο­νο­γρά­φη­σης της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης λί­γο πριν την άλω­ση, που χρειά­στη­κε να κα­τε­βά­σω από την βι­βλιο­θή­κη μου τον σκο­νι­σμέ­νο Β΄ τό­μο της Ιστο­ρί­ας της Αρ­χι­τε­κτο­νι­κής του Χα­ρά­λα­μπου Μπού­ρα, που εί­χα να τον ανοί­ξω από τα χρό­νια της Σχο­λής Κα­λών Τε­χνών.

Ψηφίδες μύθων και Ιστορίας

Τε­λι­κά, πό­σο δύ­σκο­λη ήταν η με­τα­φο­ρά αυ­τής της «θρυμ­μα­τι­σμέ­νης» ιστο­ρί­ας σε κό­μικς;

Τ.Ζ.: Η επι­λο­γή της μη γραμ­μι­κής αφή­γη­σης ήταν μέ­ρος της αρ­χι­κής έμπνευ­σης, γρά­φτη­κε έτσι, άρα αυ­τή η δυ­σκο­λία ήταν εξαρ­χής στο παι­χνί­δι. Σί­γου­ρα δεν εί­ναι επι­λο­γή φι­λι­κή προς όλους τους ανα­γνώ­στες. Αυ­τό που με δυ­σκό­λε­ψε κυ­ρί­ως όμως εί­ναι ότι πή­ρε και­ρό να υλο­ποι­η­θεί το κό­μικς και όλες αυ­τές οι κα­θυ­στε­ρή­σεις επι­βά­λα­νε συ­νε­χείς αλ­λα­γές στο σε­νά­ριο. Όταν δου­λεύ­εις κά­τι τό­σον και­ρό, θέ­λει υπο­μο­νή, σε κυ­ριεύ­ουν οι αμ­φι­βο­λί­ες για το αν βγά­ζει νό­η­μα, αν εί­ναι απο­τε­λε­σμα­τι­κό κ.λπ. Σε αυ­τό εμπι­στεύ­τη­κα την κρί­ση του Πέ­τρου».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: