Έφυγε στα 79 του. Είκοσι οκτώ χρόνια μετά τον σύντροφό του στα Όσκαρ, και με κάποιον τρόπο ομογάλακτό του, Χατζιδάκι, είκοσι τόσα χρόνια μετά τη μυθική του Μυθωδία, στους στύλους του Ολυμπίου Διός, μερικούς μήνες μετά τον Θεοδωράκη που λοιδόρησε το κόστος της μέχρι τότε πιο ακριβής παραγωγής που φιλοξένησε η Ελλάδα, πολλά πολλά χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς της Αθήνας και την εποχή της πλασματικής ευμάρειας, που μας μετέτρεψε, μαζί με άλλα βοηθητικά τεχνάσματα, στην παρωδία κράτους με το οποίο καθημερινά καλούμαστε να συμφιλιωθούμε.
Αυτός έμοιαζε να μην έχει τέτοια θέματα. Μιλούσε λίγο, ελάχιστα, και τον απασχολούσε κυρίως η μουσική του, με τον τρόπο του πολυτελούς ερασιτέχνη, προνόμιο που μπορεί κανείς να υποθέσει ότι σε όλη του τη ζωή δούλευε για να εξασφαλίσει, με την μέθοδο του συνταξιούχου που φροντίζει για τα στερνά του, αποταμιεύοντας. Αυτός έμοιαζε να αποταμιεύει μόνο νησίδες αρμονίας, να χτίζει χρόνο με τον χρόνο το δικό του αρχιπέλαγος, πλήρες παραδείσειων νησιών, με έναν σχεδόν παιδικό τρόπο, τον μόνο ούτως ή άλλως, εδώ που τα λέμε, ενδεδειγμένο. Και λέω παιδικό, γιατί η εμμονή με την οποία στο σπίτι του ή στο στούντιό του έστηνε τα συνθεσάιζερ ήταν η εμμονή του εραστή παθιασμένων ονειροπολήσεων περισσότερο, παρά του αβανγκαρντίστα που περιφρουρεί τα μετόπισθεν προκειμένου αύριο να κατακτήσει νέους απάτητους κόσμους. Όχι, η δική του μέθοδος έμοιαζε λιγότερο με αυτήν των πρωτοπόρων της ηλεκτροακουστικής μουσικής του ’50 και του ‘60, και περισσότερο με αυτήν που ο μεγαλύτερός μας αδερφός θα αγόραζε το τελευταίο μοντέλο της Yamaha και της Rolland, για να εντυπωσιάσει τους συνομιλήκους του και τις πιο όμορφες απ’ τις συμμαθήτριες. Μικρή, ειδοποιός, διαφορά: ο ίδιος μου φαίνεται πως νοιαζόταν περισσότερο να εντυπωσιασει το δικό του μέσα ευφρόσυνο παιδί, που χοροπηδούσε ολόχαρο σε κάθε ηχητική αποκάλυψη και που μοιράζονταν κάθε καινούργια χαρά, βουτώντας λαθραία το δάχτυλό σε όλα τα βάζα με τα γλυκά, είτε αυτά ήταν φτιαγμένα μέσα στον πολύβουο συμφωνικό κόσμο, είτε κατά την διάρκεια τεμπέλικης πλεύσης μέσα απ’ τις πιο κοινότοπες περιοχές, που όμως στα χέρια του αποκτούσαν την πατίνα κάποιας καθησυχαστικής γοητείας, σχεδόν με τον τρόπο που το κιτς στα χέρια του Φελίνι κάποτε μεταμορφωνόταν σε αριστούργημα.
Στη σκιά αυτής της σκέψης μοιάζει να αναπνέει το παράδοξο ότι συνεργάστηκε με τον ίδιο ακομπλεξάριστο τρόπο με κορυφές όσο και με μετριότητες, χωρίς ποτέ να δείχνει πως τον ενδιέφερε, έστω και λίγο, η δική του ετερόφωτη υστεροφημία. Ίσως για αυτό δεν έκανε τον κόπο να είναι στην τελετή για να παραλάβει το Όσκαρ, όπως κι ο φίλος του ο Χατζιδάκις, αν και κάποιοι λένε πως απλά φοβόταν τα αεροπλάνα, κάτι που επίσης μοιάζει με εξαίσιο άλλοθι. [Θυμίζω εδώ ότι, σύμφωνα με ασφαλείς μαρτυρίες, ο Χατζιδάκις φυλούσε το δικό του Όσκαρ τυλιγμένο σε μια χαρτοσακούλα στο βάθος κάποιας αποθήκης, πράξη που θεωρώ ισάξιας ομορφιάς με την κατάληψη ερειπωμένου κτιρίου από ομάδα ερωτευμένων μαθητών, την Άνοιξη.]
Κατά τα λοιπά είχα θυμώσει πολύ μαζί του σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, όσο μπορεί κανείς να θυμώσει με έναν άνθρωπο που δεν γνωρίζει, μα που με κάποιον μυστηριώδη τρόπο θεωρεί συγγενή, και θα εξηγηθώ παρακάτω σχετικά μ’ αυτό. Η πρώτη φορά ήταν όταν είδα παρατημένη στην Πατριάρχου Ιωακείμ, στο Κολωνάκι, μια απαστράπτουσα Bentley -ένα μυθικό αμάξι και ομοίως προκλητικό, όσον αφορά στην αισθητική και στην πολυτέλειά του, κάτι σαν να κατέβαινε για δυο λεπτά η Ελισάβετ να πιει το τσαγάκι της στην πλατεία Κολωνακίου, πριν επιστρέψει στα ενδότερα του Buckingham. Το αμάξι αυτό, που ενόχλησε τις εφηβικές ευαισθησίες κάποιων φίλων, ακούσαμε πως ήταν δικό του. Δεν μπορέσαμε τότε παρά να αντιπαραβάλουμε την εικόνα με την σχεδόν σωματική δυσκολία που είχε ο Χατζιδάκις να μπαίνει σε πολυτελή αυτοκίνητα, για να μην παρεξηγηθεί. Ακόμα κι όταν μετά από πιέσεις φίλων συναίνεσε στο να προμηθευτεί την πιο απλή BMW που τότε κυκλοφορούσε, ένα καθ’ όλα χαμηλών τόνων αυτοκίνητο, προτιμούσε να μπαίνει στα Φιατάκια καλόκαρδων φίλων ή να κυκλοφορεί με ταξί, που, συν τοις άλλοις, του παρείχαν την εξαιρετική πιθανότητα να καυγαδίσει αναίμακτα και να ουρλιάξει, φτάνοντας μέχρι το Έβερεστ της χυδαιολογίας του, που συνοψίζονταν στη φράση: «Είστε ανάγωγος, κύριε!».

Η δεύτερη φορά που θύμωσα με τον Παπαθανασίου, ερήμην του ασφαλώς -χιλιάδες ερήμην του!, ήταν με την μεγαλομανία εκείνης της Μυθωδίας, που μου φάνηκε απολύτως αταίριαστη, τοποθετημένη και πάλι χρονικά στον απόηχο της μυθολογίας του ελάχιστου και απαραίτητου με το οποίο μια πλούσια σε σημασία, όσο και πάμφτωχη, γενιά είχε προσπαθήσει κατά τις προηγούμενες δεκαετίες να μπολιάσει τους νεότερους μα και το ίδιο της το θυμικό. Το γεμάτο δέος κι αγάπη σκύψιμο του Τσαρούχη πάνω στον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ και του Χατζιδάκι πάνω στο ιερό ρεμπέτικο, του Ελύτη πάνω απ’ το μικροκλίμα ενός Αιγαιοπελαγίτικου κήπου και του Πικιώνη πάνω από ένα παραλληρούν βότσαλο/θραύσμα της ιδιωτικής μας μέσα ιστορίας, έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την Ρωμαϊκής αισθητικής γιορτή της NASA, η οποία είχε ασφαλώς ανάγκη τους δεκαπέντε τόσους κρουστούς με τις χλαμύδες, το πλήθος μουσικών και χορωδών υπό την εξουσία ενός καλοσιδερωμένου μαέστρου, τις δυο επίσης μυθικές τραγουδίστριες, την επίχρυση φωλιά με τα συνθεσάιζερ στο κέντρο της σκηνής, καθώς και τις εντυπωσιακές εικόνες απ’ την επιφάνεια του Άρη που προβάλλονταν στο φόντο, και όλα αυτά για να συγκατανεύσει -η NASA, και βαριά τη καρδία, υποθέτω- στην διαχρονική και ακατάλυτη λάμψη ενός Κυκλαδικού ειδωλίου, και μιας Μινωίτικης τοιχογραφίας ενός ψαρά που μας δείχνει ακούραστος, επί χιλιετίες, τα ψάρια που κρέμονται απ’ το χέρι του. Εμείς όμως δεν είχαμε τέτοια ανάγκη. Σε μας ο ψαράς μιλούσε κατευθείαν, χωρίς διαμεσολάβηση, και το ότι κάναμε λίγα βήματα πίσω (μα τι λίγα, εκατομμύρια βήματα πίσω κάναμε!) απ’ τη δική μας πλεονεκτική θέση, για να πιάσουμε απ’ το χεράκι τους συμμάχους και τη NASA, ήταν μια αφροσύνη που άφησε δίχως αμφιβολία το φαρδύ της πέλμα στη μέσα μας ιστορία.

Όπως συνέβη μερικά χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της Ολυμπιάδας: Χρειάστηκε να συμφιλιωθούμε με την ιδέα πως εμείς οι ίδιοι θα ‘πρεπε να μεταλλαχθούμε, το ίδιο μας το βλέμμα όφειλε να δει τον κόσμο αυτόν απ’ την αρχή, με ξένα μάτια -ας το πούμε: με τα μάτια ενός Φιλέλληνα- προκειμένου να μετρηθεί με τα δικά του ακριβοδίκαια σταθμά το βάρος της κληρονομιάς που έκρυβαν τα σπλάχνα του δικού μας τόπου. Έστω κι έτσι, θα έπρεπε ίσως να είμαστε περήφανοι γι’ αυτή τη Μυθωδία. Και όμως, κάποιος μέσα μου εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε προσβεβλημένος. Σήμερα συγχωρώ τον Παπαθανασίου γι’ αυτή την ηθική του αστοχία, επειδή σκέφτομαι πως και για τον ίδιον, που έζησε πιο πολύ στα ξένα παρά στην πατρίδα του, ο πιο σύντομος δρόμος για να αισθανθεί αυτά που λέμε θα ήταν εκείνος που διάλεξε.
Και κάτι ακόμα. Παρόλα τα παραπάνω, ποτέ δεν κατάφερα στα αλήθεια να τον αντιπαθήσω, πράγμα που μέσα στα χρόνια παρέμεινε ένα αίνιγμα για μένα. Και δεν ήταν για το γλυκό του χαμόγελο, ούτε για κείνο το πάντα έτοιμο να συναινέσει σε κάποια αποσιωπημένη διαολιά βλέμμα του, ούτε για το γεγονός ότι θαύμαζε ανθρώπους που αγαπούσα. Ήταν για κάτι άλλο, και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια μπορώ να διακινδυνεύσω μια θεραπευτική και για μένα τον ίδιον υπόθεση:

Ο Βαγγέλης (Vangelis, δεν ξέρεις πια πώς να το πεις για να είναι όντως ένα τίμιο ονοματεπώνυμο, χωρίς την οικειότητα που έχει για μας το Ελληνικό όνομα), ως αυτοδίδακτος, κρατούσε μια μέση απόσταση απ’ τον εφηβικό λυρισμό που φιλοξένησε τις πρώτες ονειρώξεις για τα τότε νεόδμητα συνθεσάιζερ, και από μια αδιαπραγμάτευτα επαναστατική στάση με την οποία ο ήχος τους -ως πρωθύστερο- είχε χριστεί ήδη απ’ την εποχή του Come on, baby, light my fire, σχεδόν με τον αλύτρωτο ερωτισμό και την ακραιφνή σεξουαλικότητα μιας επανάστασης που έμεινε επίτηδες μετέωρη και ημιτελής, ώστε να μπορέσει να ολοκληρωθεί αδιατάρακτα μέσα στα όνειρά μας, χωρίς τον φόβο μια μέρα να συνταξιοδοτηθεί όπως και οι πρωτοπόροι της. Ο Βαγγέλης έμοιαζε στο βάθος του στούντιό του (που ήταν παρόλα αυτά χτισμένο κάτω από τεράστιες γυάλινες επιφάνειες για να κοιτά τον ουρανό και να νοιώθει τις ώρες της μέρας), έμοιαζε να παραμένει ένας αμετανόητος, ένας σχεδόν νευρικός εραστής μιας εποχής που είχε μεν περάσει ανεπιστρεπτί, μα που βαθειά μέσα του ήξερε πως θα παρατείνονταν για λίγο ακόμα, κάπου σε ένα φωταγωγημένο προάστιο της ιδανικής μας πολεοδομίας, όσο εκείνος -μαζί με όλους εμάς τους επίσης αμετανόητους, και να η συγγένεια για την οποία ήθελα παραπάνω να μιλήσω- θα συνέχιζε να φτιάχνει χάρτινους πύργους με τις ηχητικές αλχημείες των πιο εμπορευματοποιημένων συνθετητών. Όχι ότι έτσι τους ήθελε, μα δεν τον ένοιαζε κιόλας που ήταν τέτοιοι, αφού ποσώς τον ενδιέφερε, όπως σας είπα, η πρωτοπορία, μα μια δοξαστική αναπαλαίωση των αισθημάτων πάνω στους ήδη πολυπερπατημένους, ερωτικούς, δρόμους. Έτσι έπαιζε και στα πλήκτρα του, και ήταν αποκαλυπτικός για ένα προσεκτικό βλέμμα ο τρόπος που κινούσε το σώμα του πάνω απ’ τις δεκάδες πεταλιέρες των συνθετητών για να πετύχει έναν ήχο στο εδώ και τώρα, όπως ακριβώς οι μουσικοί των πρώτων συγκροτημάτων στα οποία συμμετείχε. Έτσι κατάφερνε να παραμένει απόλυτος δεξιοτέχνης μιας κοινοτοπίας που σφύριζε αδιάφορα ανάμεσα στα βλέμματα των ειδικών, και που μεταμορφωνόταν σε κάτι όχι λιγότερο από μεταξένιο σεντόνι της ονειροπόλησής μας. Ταυτόχρονα παρέμενε ένας χρυσός χαμαιλέων που μπορούσε να εγκατασταθεί πλάι σε οποιοδήποτε ηχητικό πέλαγος και θαυμαστά να προσαρμόσει τα χρώματά του και τις κινήσεις του πάνω του. Έτσι και ο Vangelis -ας τον πω οριστικά έτσι- ενσωμάτωσε την «κλοπή», με έναν τρόπο ώστε να παραμένει -όπως και ο Χατζιδάκις- αδιαπραγμάτευτα ηθικός. Λες κι η ιστορία ποτέ στο μέλλον δεν θα τους καταλόγιζε το ότι αυτοί, πλούσιοι άνθρωποι, θα καταδέχονταν να «κλέψουν» για ευτελείς λόγους.
Το ότι σήμερα, μια βδομάδα μετά την αποχώρησή του, τον σκέφτομαι ήδη με μια αίσθηση κενού, μια αίσθηση πως χάθηκε ένα βασικό χρώμα απ’ την παλέτα που επιχρωμάτιζε το σκηνικό του ασπρόμαυρου κόσμου που μέσα του μεγαλώναμε, με αφήνει με τη βεβαιότητα πως αύριο θα επιστρέψουμε, να ξεφυλλίσουμε ξανά την παράξενη σημασία του. Κι αν όχι εμείς, σίγουρα κάποιοι φιλότιμοι εξερευνητές αυτής της πλούσιας και φτωχής χώρας θα έχουν αύριο κάποια πράγματα να ψιθυρίσουν με συγκίνηση πάνω απ’ την όμορφη ζωή του.

Ας είναι καλά, σε όποια μνήμη κι αν κατοικεί τώρα.

24 Μαΐου 2022