Στον ουρανό σε νοιώθω, Τάσο Ισαάκ
στ΄ αστέρια ανάμεσα, χρυσόμαυρο καγιάκ.

Το κοιμητήρι φέγγει στης νυχτός την λίμνη,
το καντηλάκι σου πηγή στο Παραλίμνι

Την Μάνα σου την συναντώ στ’ ακροθαλάσσι, Τάσο.
Μου λέει «στον Κάβο-Γκρέκο τρέχω να προφτάσω,

πριν ξημερώσει χύνεται ο γιόκας μου σαν άστρο
σμίγει το κλάμα μου στης ερημιάς το κάστρο».

Εικοσιέξι Αυγούστων η δική σου Αναστασία
στέκει στο συρματόπλεγμα, ξανθή οπτασία

στάχυ αναστάσιμο στο αίμα σου φυτρωμένο
και την κοιτώ. Κι είναι ένα φως στραγγαλισμένο

από τα μπαρ και τα ξενοδοχεία και τα φαγάδικα.
«Δεν πήγατε χαράμι, δεν επέσατε άδικα»,

Ψάλλει η σιωπηλή άρπα του κορμιού της.
Και με τυλίγει το αεράκι του ματιού της.

Στον ουρανό σε νοιώθω, Τάσο Ισαάκ
στ΄ αστέρια ανάμεσα, χρυσόμαυρο καγιάκ.