«Σε όποια πόλη μένω, νοικιάζω πάντοτε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου για λίγους μήνες. Ξεκινάω από το σπίτι μου στις 6:00 το πρωί και προσπαθώ να είμαι εκεί κατά τις 6:30. Για να γράψω ξαπλώνω στο κρεβάτι, με αποτέλεσμα ο αγκώνας μου να πιάνεται εντελώς και στο τέλος να γίνεται τόσο σκληρός, λες και έχω εκεί κάλο. Ποτέ δεν επιτρέπω στο προσωπικό του ξενοδοχείου να μου αλλάζουν τα σεντόνια. Δεν κοιμάμαι ποτέ στο δωμάτιο. Μένω εκεί μέχρι τις 12:30 ή τις 13:30 το μεσημέρι και μετά επιστρέφω στο σπίτι και προσπαθώ να αναπνεύσω. Στη συνέχεια βγαίνω για ψώνια. Προσπαθώ να προσποιηθώ ότι είμαι ένας φυσιολογικός άνθρωπος, λέω πράγματα του τύπου «Καλημέρα. Πώς είστε; Καλά;», «Πόσο κάνουν τα φασολάκια;» και επιστρέφω στο σπίτι.
Καμιά φορά βρίσκω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου σημειώματα του τύπου: «Αγαπητή κυρία Αγγέλου, αφήστε μας να σας αλλάξουμε τα σεντόνια». Το μόνο που επιτρέπω είναι να μου αδειάζουν τα καλάθια των αχρήστων. Επίσης επιμένω να μην υπάρχει τίποτε στους τοίχους. Δε θέλω περισπασμούς. Ούτε κάδρα, ούτε λουλούδια. Τίποτε».
Η Maya Angelou, νεοϋρκέζα συγγραφέας, ανοίγει τα χαρτιά της. Το εργαστήρι του συγγραφέα είναι συχνά αποκαλυπτικό: συγγραφικές συνήθειες και αφηγηματικές εμμονές, η τέχνη της αυθυποβολής, μαστορικά τεχνάσματα.
Όμως, όπως παρατηρεί η Margaret Atwood: «Ο συγγραφέας είναι το ωμό κρέας και, όπως και να το κάνουμε, προτιμούμε το φαγητό μας μαγειρεμένο».