Ση­μειώ­σεις από το πε­ρι­βάλ­λον. Κα­τα­γρα­φές από την επι­και­ρό­τη­τα ή πέ­ρα απ' αυ­τήν



Η αγά­πη που σκο­τώ­νει

Φωτ. Édouard Baldus, 1860


Το βρά­δυ της 14ης Απρι­λί­ου τρέ­χο­ντος, τε­λεί­ω­να το γρά­ψι­μο σύ­ντο­μου κει­μέ­νου για το μέλ­λον της ανά­γνω­σης. Όπως ήταν φυ­σι­κό εί­χα προ­τά­ξει τις επ’ αυ­τού σκέ­ψεις του Ου­γκώ, με κε­ντρι­κό στοι­χείο την αι­νιγ­μα­τι­κή φρά­ση του Κλωντ Φρολ­λό, αρ­χι­διά­κο­νου της Notre Dame: «…τού­το θα σκο­τώ­σει εκεί­νο», φρά­ση της οποί­ας η ανά­λυ­ση ήταν πά­ντο­τε ένα από τα προ­σφι­λή μου θέ­μα­τα: το βι­βλίο, πο­λύ δυ­να­τό­τε­ρο πλέ­ον, χά­ρις στην Τυ­πο­γρα­φία, θα σκό­τω­νε την Notre Dame – βε­βαί­ως με­τα­φο­ρι­κά, δη­λα­δή θα εκ­θρό­νι­ζε εκεί­νο που η εκ­κλη­σία υπη­ρε­τού­σε και γε­νι­κό­τε­ρα κά­θε κα­τε­στη­μέ­νο.
Το πρωί της με­θε­πο­μέ­νης, ευ­συ­νεί­δη­τος δη­μο­σιο­γρά­φος μου ζη­τού­σε από το τη­λέ­φω­νο μια σύ­ντο­μη το­πο­θέ­τη­ση απέ­να­ντι στην τρα­γω­δία της 15ης Απρι­λί­ου. «…Εί­μα­στε μπρο­στά σε μια τε­ρά­στια κα­τα­στρο­φή» εί­πα, «επει­δή αυ­τή η εκ­κλη­σία, χω­ρίς να εί­ναι το με­γα­λύ­τε­ρο, η πλέ­ον πε­ρί­τε­χνο από τα έρ­γα του γαλ­λι­κού γοτ­θι­κού ρυθ­μού, εί­ναι κά­τι σαν τον Παρ­θε­νώ­να της Γαλ­λί­ας… δυ­στυ­χώς, όμως, δεν εί­ναι σπά­νιο στις μέ­ρες μας η πα­ρου­σία κά­ποιων με­τα­ξύ εκεί­νων που ανέ­λα­βαν να συ­ντη­ρή­σουν ένα μνη­μείο να συ­νι­στά κίν­δυ­νο για την ύπαρ­ξη του… αλ­λά αν ήθε­λε κα­νείς να κα­τα­νο­ή­σει τη σπου­δαιό­τη­τα της Notre Dame θα έπρε­πε να δια­βά­σει πά­λι το ομό­τι­τλο έρ­γο του Ου­γκώ, το οποίο υπήρ­ξε επα­νά­στα­ση στον τρό­πο µε τον οποίο δο­μεί­ται ένα μυ­θι­στό­ρη­μα… ένας μο­να­δι­κός συν­δυα­σμός ιστο­ριο­γρα­φί­ας, κοι­νω­νιο­λο­γί­ας, ψυ­χα­νά­λυ­σης και στο­χα­σμού, που με­τα­ξύ άλ­λων φώ­τι­σε νέ­ες κα­τευ­θύν­σεις κα­τα­νό­η­σης των τε­χνών και έγι­νε το μα­νι­φέ­στο για την επα­νε­κτί­μη­ση της ευ­ρω­παϊ­κής αρ­χι­τε­κτο­νι­κής κλη­ρο­νο­μιάς»
Με­τά την πα­ρά­θε­ση αυ­τών των δη­λώ­σε­ων, ο συ­νο­μι­λη­τής μου, χρη­σι­μο­ποί­η­σε ποι­η­τι­κά τη ρή­ση του Φρολ­λό, με­τα­τρέ­πο­ντάς την σε ρη­το­ρι­κό ερώ­τη­μα ανα­φο­ρι­κά με την πυρ­καϊά: «…Τι ήταν αυ­τό όμως, που σκό­τω­σε τη Notre Dame;»
«…Χω­ρίς να απο­κλεί­ο­νται άλ­λοι πα­ρά­γο­ντες, κυ­ριό­τε­ρος φαί­νε­ται να ήταν η απρο­σε­ξία», εί­χα απα­ντή­σει, «όπως π.χ. συ­νέ­βη προ διε­τί­ας με την κα­τα­στρο­φή της βα­ρύ­τι­μης στέ­γης του τε­μέ­νους στο Δι­δυ­μό­τει­χο». Απρο­σε­ξία, στο πλαί­σιο μιας γε­νι­κώς χα­λα­ρής δια­γω­γής, όπου, για πα­ρά­δειγ­μα, «…ο κα­θέ­νας μπο­ρεί να πιά­σει το κι­νη­τό και να ξε­χά­σει ότι εκεί­νη τη στιγ­μή –το λέω με­τα­φο­ρι­κά– έχει το τη­γά­νι στη φω­τιά… Σε πα­λαιό­τε­ρες επο­χές αυ­τό δεν μπο­ρού­σε να συμ­βεί επει­δή η πει­θαρ­χία μέ­σα στα έρ­γα ήταν χα­λύ­βδι­νη».
Αλ­λά κα­θώς η απρο­σε­ξία εί­ναι πά­ντο­τε ένα άμε­σο πα­θη­τι­κό αί­τιο, η ανα­ζή­τη­ση του απώ­τε­ρου ενερ­γη­τι­κού αι­τί­ου ανα­δει­κνύ­ει κί­νη­τρα όπως το «εν­δια­φέ­ρον», η «ανά­γκη φρο­ντί­δας ενός δη­μό­σιου αγα­θού» και η «αγά­πη», κί­νη­τρα που εν τέ­λει δεν αφί­στα­νται από την επι­θυ­μία για δη­μιουρ­γία, δρά­ση, εξου­σία και κέρ­δος. Θυ­μά­μαι ότι όταν και­γό­ταν η εξα­κο­σί­ων ετών στέ­γη στο Δι­δυ­μό­τει­χο, εκεί­νο που δια­κα­τεί­χε ήδη από ετών τη σκέ­ψη μου, λό­γω της πα­ρα­τε­τα­μέ­νης δια­δι­κα­σί­ας και του μα­ξι­μα­λι­στι­κού σχε­δια­σμού των προ­σω­ρι­νών κα­τα­σκευών υπο­στή­ρι­ξης και προ­στα­σί­ας, ήταν η κε­ντρι­κή ιδέα του Ace in the Hole (1951, σκη­νο­θε­σία Billy Wilder) και του Mad City (σκη­νο­θε­σία Κ. Γα­βράς 1997): και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις ο εμ­φα­νι­ζό­με­νος ως υπο­στη­ρι­κτής εί­χε προ­βεί σε χει­ρι­σμούς που εν τέ­λει εί­χαν το αντί­θε­το απο­τέ­λε­σμα, απο­τέ­λε­σμα συ­νο­ψι­σμέ­νο στην τε­λευ­ταία σκη­νή του Mad City με τη γε­μά­τη με­τα­μέ­λεια φρά­ση "We killed him". Σε συ­ζη­τή­σεις για τη στέ­γη, στο Δι­δυ­μό­τει­χο και στην Αθή­να, εί­χα πε­ρί­που προ­φη­τι­κά πα­ρα­βά­λει τις σχε­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες και τε­χνι­κές επεμ­βά­σεις με την υπό­θε­ση των δύο φίλμς.
Με­ρι­κές φο­ρές, όπως και την 14η Απρι­λί­ου τρέ­χο­ντος, αλ­λά και πο­λύ γε­νι­κό­τε­ρα στις ζωή μας, η χω­ρίς ωρι­μό­τη­τα, επα­γρύ­πνη­ση και ανι­διο­τε­λή αγά­πη φρο­ντί­δα σκο­τώ­νει το αντι­κεί­με­νό της.

[Αλ­λά θα επα­νέλ­θου­με λε­πτο­με­ρώς στο επό­με­νο]

(Θεσ­σα­λο­νί­κη 28 Απρ. 2019)

Το φά­ντα­σμα της μη­χα­νής ή, μάλ­λον, δεν αλ­λά­ζει τί­πο­τα

Πριν από πε­νή­ντα σχε­δόν χρό­νια, τον Οκτώ­βριο του 1971, με μια πα­ρέα συμ­φοι­τη­τών ποι­κί­λων κα­τευ­θύν­σε­ων (Μί­μης Σου­λιώ­της, Πά­νος Θε­ο­δω­ρί­δης και ο Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας), εκ­δώ­σα­με στη Θεσ­σα­λο­νί­κη το λο­γο­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό Τραμ. Τον Δε­κέμ­βριο κυ­κλο­φό­ρη­σε το δεύ­τε­ρο τεύ­χος με ανέκ­δο­τα κεί­με­να του Ελύ­τη κ.ά. Τον Φε­βρουά­ριο του 1972, το δι­πλό τεύ­χος 3/4 πε­ρι­λάμ­βα­νε κεί­με­να Εμπει­ρί­κου, Σα­χτού­ρη, Γκά­τσου κ.ά.
Tό­τε πα­ρε­νέ­βη η Εκ­κλη­σία: Τον Μάιο ασκή­θη­κε ποι­νι­κή δί­ω­ξη κα­τά των εκ­δο­τών του πε­ρο­δι­κού κα­θώς και των συγ­γρα­φέ­ων Θέ­μη Λι­βε­ριά­δη και Ηλία Πε­τρό­που­λου για πα­ρά­βα­ση του νέ­ου νό­μου «πε­ρί Τύ­που», επει­δή στα κεί­με­νά τους υπήρ­χαν οι «άσε­μνες» λέ­ξεις «αι­δοί­ον» και «αυ­να­νί­στη­κα» (έτσι ακρι­βώς: στην κα­θα­ρεύ­ου­σα). To τεύ­χος 3/4 κα­τα­σχέ­θη­κε και, σε μια δί­κη-προ­γρα­φή, μάρ­τυ­ρες κα­τη­γο­ρί­ας εμ­φα­νί­στη­καν δύο κλη­ρι­κοί και δύο αμύ­ντο­ρες της ηθι­κής από πα­ρεκ­κλη­σια­στι­κές ορ­γα­νώ­σεις (που πα­ρα­ση­μο­φο­ρή­θη­καν, αρ­γό­τε­ρα, άπα­ντες, με τον με­γα­λό­σταυ­ρο του Χρι­στό­δου­λου). Μάρ­τυ­ρες υπε­ρά­σπι­σης πέ­ντε δια­πρε­πείς κα­θη­γη­τές του Πα­νε­πι­στη­μί­ου (Γ.Π. Σαβ­βί­δης, Κ. Μη­τσά­κης, Ν. Πλά­των, Ν. Μου­τσό­που­λος, Χ. Μπού­ρας) και οι δια­κε­κρι­μέ­νοι ποι­η­τές Γιώρ­γος Θέ­με­λης (πρό­ε­δρος, τό­τε, των Λο­γο­τε­χνών Β. Ελ­λά­δος) και Τά­κης Βαρ­βι­τσιώ­της. Ο συγ­γρα­φείς κα­τα­δι­κά­στη­καν σε επτά­μη­νη φυ­λά­κι­ση και οι εκ­δό­τες σε πε­ντά­μη­νη. Κά­να­με έφε­ση και αφε­θή­κα­με ελεύ­θε­ροι. Δια­κό­πη­κε η έκ­δο­ση του πε­ριο­δι­κού. Στο Εφε­τείο αθω­ώ­θη­κε ο Λι­βε­ριά­δης (ο Πε­τρό­που­λος βρι­σκό­ταν ήδη στον Κο­ρυ­δαλ­λό για τα Κα­λιαρ­ντά), η ποι­νή φυ­λά­κι­σης των εκ­δο­τών μειώ­θη­κε σε δί­μη­νη και οδη­γη­θή­κα­με στη φυ­λα­κή.
Επί της ου­σί­ας, το πε­ριο­δι­κό εί­χε σα­φώς αντι­δι­κτα­το­ρι­κό χα­ρα­κτή­ρα, όχι όμως από κά­ποια συ­γκε­κρι­μέ­νη κομ­μα­τι­κή πλευ­ρά, όσο από αγα­νά­κτη­ση για την ύπαρ­ξη και μό­νο της δι­κτα­το­ρι­κής κτη­νω­δί­ας. Συ­νέ­βαι­νε να βρι­σκό­μα­στε στην εντε­λώς απέ­να­ντι όχθη από τη λο­γι­κή του στρα­τού, της αστυ­νο­μί­ας και των ορ­γα­νω­μέ­νων κομ­μα­τι­κών πα­ρα­τά­ξε­ων, γε­νι­κό­τε­ρα. Δεν ήμα­σταν μό­νο πο­λι­τι­κά αντί­θε­τοι, ήμα­σταν και αι­σθη­τι­κά, ποιο­τι­κά, γλωσ­σι­κά, πράγ­μα που εκ­φρά­στη­κε από με­ρι­κές σε­λί­δες του πε­ριο­δι­κού, τό­σο με τη δη­μο­σί­ευ­ση συ­γκε­κριμ­μέ­νων κει­μέ­νων όσο και από την επι­λο­γή των με­τα­φρά­σε­ων.

Με­τά δέ­κα έτη, το 1982, ο εκ­δο­τι­κός οί­κος Εξά­ντας κυ­κλο­φό­ρη­σε τις 120 Μέ­ρες στα Σό­δο­μα του Ντε Σαντ. Tό­τε πα­ρε­νέ­βη το Κρά­τος: δι­κα­στι­κοί κύ­κλοι κα­τήγ­γει­λαν το βι­βλίο για προ­σβο­λή της δη­μο­σί­ας αι­δούς με μάρ­τυ­ρα κα­τη­γο­ρί­ας έναν αστυ­νο­μι­κό. Σε αντί­δρα­ση αυ­τής της πρά­ξης λο­γο­κρι­σί­ας, 48 εκ­δό­τες [ με­τα­ξύ των οποί­ων και πε­ριο­δι­κά όπως το Αντί και ο Χάρ­της ] ανήγ­γει­λαν κοι­νή έκ­δο­ση του έρ­γου, στο εξώ­φυλ­λο της οποί­ας ανα­γρά­φο­νταν αλ­φα­βη­τι­κά τα ονό­μα­τα όλων των συν-εκ­δο­τών. Ασκή­θη­κε ποι­νι­κή δί­ω­ξη και οι δι­κη­γό­ροι του Εξά­ντα μας συμ­βού­λευ­σαν να κρυ­φτού­με σε σπί­τια φί­λων για να απο­φύ­γου­με το αυ­τό­φω­ρο. Την ίδια βρα­διά της δί­ω­ξης, η Με­λί­να Μερ­κού­ρη εγκαι­νί­α­ζε ως Υπουρ­γός Πο­λι­τι­σμού την Έκ­θε­ση Βι­βλί­ου στο Πε­δίο του Άρε­ως. Μό­λις πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε τα γε­γο­νό­τα, ενη­μέ­ρω­σε τον Υπουρ­γό Δι­καιο­σύ­νης Γ.-Α. Μα­γκά­κη, με με­σο­λά­βη­ση του οποί­ου εκ­δό­θη­κε απαλ­λα­κτι­κό βού­λευ­μα (ενώ, πα­ράλ­λη­λα, οι «εκ­δό­τες» προ­ε­τοί­μα­ζαν ανα­τύ­πω­ση που θα συ­μπε­ρι­λάμ­βα­νε στους υπεύ­θυ­νους έκ­δο­σης και προ­σω­πι­κό­τη­τες όπως ο Ελύ­της, ο Χα­τζι­δά­κις κ.ά., οι οποί­οι εί­χαν ήδη συμ­φω­νή­σει).

Ο «θεϊκός μαρκήσιος» ενώπιον της ανακριτικής αρχής
Ο «θεϊ­κός μαρ­κή­σιος» ενώ­πιον της ανα­κρι­τι­κής αρ­χής


Στις 18/4/2019, πα­ρε­νέ­βη η Μη­χα­νή: νω­ρίς το πρωί, μό­λις αναρ­τή­θη­κε στο FB[I] μια εξαι­ρε­τι­κή με­λέ­τη του Βάιου Λια­πή από το 4ο τεύ­χος του νέ­ου, δια­δι­κτυα­κού Χάρ­τη, ανα­γκα­στή­κα­με να εκ­δώ­σου­με την ακό­λου­θη ανα­κοί­νω­ση:

Το ασφα­λές Facebook έκρι­νε πως το πε­ριε­χό­με­νο της σε­λί­δας του πε­ριο­δι­κού Λό­γου και Τέ­χνης «Χάρ­της» πα­ρα­βιά­ζει τους όρους έκ­φρα­σης της κοι­νό­τη­τάς του. Με απο­τέ­λε­σμα να έχει αφαι­ρέ­σει τη δυ­να­τό­τη­τα οποιασ­δή­πο­τε δη­μο­σί­ευ­σης/κοι­νο­ποί­η­σης κει­μέ­νου από την ιστο­σε­λί­δα του πε­ριο­δι­κού www.​har​tism​ag.​gr
Το κεί­με­νο που πα­ρα­βί­α­σε τους όρους εί­ναι η «επι­κίν­δυ­νη» με­λέ­τη του κα­θη­γη­τή και πρό­σφα­τα βρα­βευ­μέ­νου Βάιου Λια­πή, «Από το θέ­α­τρο στο μπου­ντουάρ: ο Μαρ­κή­σιος ντε Σαντ, ο Αι­σχύ­λος και η εμ­βρυο­λο­γία της πα­τριαρ­χί­ας».

Στεί­λα­με έγ­γρα­φα δια­μαρ­τυ­ρί­ας στα εν­δό­τε­ρα του κοι­νω­νι­κού δι­κτύ­ου και με­τά από πεν­θή­με­ρη «ποι­νή» επα­νήλ­θα­με στην κα­νο­νι­κό­τη­τα, εις μνή­μην του «θεϊ­κού μαρ­κή­σιου».

Salò ή Oι 120 μέ­ρες στο Facebook

Τό­σες ακρι­βώς μέ­ρες χρειά­στη­κε το πε­ριο­δι­κό Χάρ­της προ­κει­μέ­νου, με τα τέσ­σε­ρα μη­νιαία ηλε­κτρο­νι­κά «τεύ­χη» του, να εδραιω­θεί στη συ­νεί­δη­ση μιας με­γά­λης μερ ίδας του σκαν­δα­λο­θη­ρι­κού (αλ­λά και σκαν­δα­λι­σμέ­νου) κοι­νού ως η ναυαρ­χί­δα των μη-εντύ­πων που υπο­σκά­πτουν (όσες έχουν απο­μεί­νει) ηθι­κές αξί­ες, προ­κα­λούν ανί­α­τες συγ­χύ­σεις (τύ­φλα να ’χει το πε­ριο­δι­κό Βα­βέλ) και δια­βρώ­νουν συ­νει­δή­σεις (επί­σης τύ­φλα να ’χει κά­θε πε­ριο­δι­κό των εκ­δό­σε­ων Οξύ).
Υπεν­θυ­μί­ζω, για τους ερα­στές των τεκ­μη­ριω­μέ­νων κα­ταγ­γε­λιών, ότι εκ­δό­της του ανα­πα­λαιω­μέ­νου Χάρ­τη εί­ναι ο βα­ρυ­ποι­νί­της Δ. Κ. (πιο γνω­στός στους πα­ροι­κού­ντες τις σω­φρο­νι­στι­κές Ιε­ρου­σα­λήμ ως «Τρα­μά­κιας»), συ­νε­πι­κου­ρού­με­νος από τρεις ejusdae farinae κα­κο­ή­θεις και άλ­λες τρο­μο­κρα­τι­κές δυ­νά­μεις, αλ­λά και ότι, στους τέσ­σε­ρις μέ­χρι στιγ­μής «εκ­δο­θέ­ντες» Χάρ­τες εμ­φα­νί­στη­καν (στα­χυο­λο­γώ και κα­ταγ­γέλ­λω):

1. απρο­κά­λυ­πτες προ­κλή­σεις στο γε­νε­τή­σιο έν­στι­κτο [«τα εκ­πλη­κτι­κά οπί­σθια μιας δε­κα­ε­πτά­χρο­νης, με μαύ­ρο στρινγκ σφη­νω­μέ­νο βα­θιά» (Σκα­μπαρ­δώ­νης), ή: «ο Νι­κο­λής γέ­μι­ζε κά­θε μέ­ρα την Ευ­τυ­χία με σπέρ­μα­τα λευ­κά» (Για­τρο­μα­νω­λά­κης)],

1.1. ομοί­ως απρο­κά­λυ­πτες προ­κλή­σεις στο πα­ρά φύ­σιν γε­νε­τή­σιο έν­στι­κτο [ποι­ή­μα­τα της Σαπ­φώς και ολό­κλη­ρη με­λέ­τη που διε­ρευ­νά για­τί η ποι­ή­τρια σε μια φά­ση της ζω­ής της κοι­μή­θη­κε μό­νη (Αντω­νό­που­λος), ή: «ομο­ε­ρω­τι­κές εμπει­ρί­ες στην οδό Θερ­μο­πυ­λών» (Λα­μπρό­που­λος – εδώ, η προ­σβο­λή της χρη­στο­ή­θειας συν­δυά­ζε­ται με κα­ταρ­ρά­κω­ση ενός τό­που-συμ­βό­λου του εθνι­κού κλέ­ους],

1.2. ή και σε άλ­λες πα­ρεκ­κλί­σεις, πρω­τεύ­ου­σα θέ­ση με­τα­ξύ των οποί­ων κα­τέ­χει η πο­δο­λα­γνεία [Σκου­ζά­κης (και δη μέ­σα σε ναό, πα­ρα­κα­λώ!) ή, σαν να μη μας έφτα­ναν οι Έλ­λη­νες κι έπρε­πε να ει­σα­γά­γου­με και Φιν­λαν­δούς πο­δο­λά­γνους: «Κοί­τα­ζα τα όμορ­φα πό­δια σου / ακο­λου­θώ­ντας το σκί­σι­μο της κάλ­τσας / ώς τα πρά­σι­να μά­τια σου / κά­νο­ντας άσε­μνες σκέ­ψεις» (Vesa Lahti)],

1.3. κα­θώς και δή­θεν επι­στη­μο­νι­κές προ­κλή­σεις στο γε­νε­τή­σιο έν­στι­κτοΟ Ερα­στής της Λαί­δης Τσά­τερ­λυ του Ντ. Χ. Λώ­ρενς συ­νε­τέ­λε­σε σε με­γά­λο βαθ­μό στην απα­γκί­στρω­ση από τις πα­ρα­δο­σια­κές πε­ρί σε­ξουα­λι­κό­τη­τας αντι­λή­ψεις» (Μο­δι­νός – όταν όλοι ξέ­ρου­με τι έσπευ­δαν να κά­νουν οι έφη­βοι μό­λις απα­γκι­στρώ­νο­νταν από την ανά­γνω­ση αυ­τού του βι­βλί­ου)], ή: φι­λο­σο­φι­κό δο­κί­μιο για το λει­τούρ­γη­μα(!) της κον­σο­μα­σιόν (Κο­ρο­πού­λης-Κου­λι­ζά­κη)],

2. συ­νω­μο­τι­κοί κώ­δι­κες, διά­σπαρ­τοι στα τεύ­χη υπό μορ­φήν «αθώ­ων» ποι­η­τι­κών φρά­σε­ων («Έχω κρυμ­μέ­να όπλα» – Βού­ζης) ή συ­νε­χώς επα­να­λαμ­βα­νό­με­νων επω­δών, και δη ξε­νό­γλωσ­σων, μή­πως δια­φύ­γουν της κα­τα­νό­η­σης («Pourquoi pas?» – Αρα­νί­τσης) ή απο­λύ­τως ακα­τα­νό­η­των (για αμύ­η­τους) λέ­ξε­ων – που μπο­ρεί και να εί­ναι ψευ­δώ­νυ­μα πα­ρά­νο­μων ηγε­τών του όποιου αγώ­να («Ληθ, Ώκρις, Έρ­νον, Φθα, Έε­λις, Ελε­θά­γε­ων, Ίε­ρα, Ύσφυς, Αί­αρ» – Ζέρ­βας) ή απο­λύ­τως ακα­τα­νό­η­των (για μυ­η­μέ­νους και αμύ­η­τους) αξιω­μά­των («τον τε­λευ­ταίο και­ρό, οι ποι­η­τές απω­θού­νται ολο­έ­να πιο βί­αια από τους σω­σί­ες τους» – Κο­ρο­πού­λης),

2.1. εδώ αρ­μό­ζει να εντα­χθεί η από πά­σης από­ψε­ως ύπο­πτη ετυ­μο­λο­γι­κή ανά­λυ­ση της λέ­ξης «σα­μπο­τάζ» σ’ ένα από πά­σης από­ψε­ως ανύ­πο­πτο γλωσ­σο­λο­γι­κό κεί­με­νο, και δη με­τα­ξύ δύο φαι­νο­με­νι­κά ανώ­δυ­νων λέ­ξε­ων του κα­πι­τα­λι­στι­κού κό­σμου: «ίματζ» και «πρε­στίζ» (Χα­ρα­λα­μπά­κης).

3. σε­ξι­στι­κά και ρα­τσι­στι­κά σχό­λια [«η μι­κρή, ένα τέ­ρας της φύ­σε­ως, κο­ντή, άσχη­μη, κα­κο­φτιαγ­μέ­νη και κα­κιά» – Πέ­τρος Σύ­ριος (προ­φα­νώς ψευ­δώ­νυ­μο, χά­ρη στο οποίο απέ­φυ­γε το αυ­τό­φω­ρο, εκτός αν το επι­λε­γέν επώ­νυ­μο, μέ­ρες που ζού­με, τον εντάσ­σει και στο ως άνω 2)],

4. ανα­κρί­βειες ιστο­ρι­κές (δεν μπο­ρεί, κύ­ριε Βέη, ο Ιά­πων αυ­το­κρά­τωρ Μέι­τζι να βρή­κε το χρό­νο να κυ­βερ­νή­σει σο­φά και να ανα­μορ­φώ­σει την πα­τρί­δα του, όταν, όπως λέ­τε, «έγρα­ψε 92.032 ποι­ή­μα­τα»), ή/και αντε­θνι­κές («…όπου κά­πο­τε εί­χε ητ­τη­θεί ο με­τα­νά­στης Αλέ­ξαν­δρος από τους ελέ­φα­ντες» (Γουρ­γου­ρής) – και εδώ, πραγ­μα­τι­κά, ση­κώ­νω τα χέ­ρια, όχι πριν προ­λά­βω να υπο­γραμ­μί­σω τις προ­δο­τι­κές λέ­ξεις),

5. κεί­με­να που θί­γουν την ορ­θό­δο­ξη χρι­στια­νι­κή πί­στη: πα­ρα­βλέ­πο­ντας αγω­νιώ­δη πο­λυ­σέ­λι­δη από­πει­ρα κά­ποιου Κορ­ρέ ν’ απο­δεί­ξει ότι ο Λό­γος ο εν αρ­χή δεν ήταν πα­ρά ένας χο­λι­γου­ντια­νός μο­νό­λι­θος, στέ­κο­μαι στο γε­γο­νός ότι, στο πρώ­το κιό­λας «τεύ­χος», όχι μό­νο αφιε­ρώ­νο­νται σε­λί­δες επί σε­λί­δων σ’ έναν συγ­γρα­φέα (Μα­κρής) που διέ­πρα­ξε το ασύγ­γνω­στο αμάρ­τη­μα της αυ­το­κτο­νί­ας, όχι μό­νο, σ’ ένα ηχη­τι­κό κρε­σέ­ντο βλα­σφη­μί­ας, ένας Ευ­στα­θιά­δης πα­ρου­σιά­ζει φω­νές αλ­λο­δα­πών αυ­το­χεί­ρων ποι­η­τών, αλ­λά και η παι­γνιώ­δης στή­λη του πε­ριο­δι­κού ανα­τέ­θη­κε σε μια γνω­στή με­λε­τή­τρια και λά­τρισ­σα του Κα­ρυω­τά­κη (Ιε­ρω­νυ­μά­κη)…,

6. γκρί­ζες δια­φη­μί­σεις: «Τι εί­πε ο Γερ­μα­νός για την ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία».

Εί­ναι λυ­πη­ρό το ότι, ενώ πα­λιά ένας χάρ­της βοη­θού­σε τα κα­ρά­βια να μην τσα­κι­στούν στα βρά­χια, εδώ έχου­με να κά­νου­με με πε­ρί­πτω­ση που εξό­κει­λε ο χάρ­της.

Όσο πε­ρισ­σό­τε­ρα μα­θαί­νει κα­νείς απ’ αυ­τή τη γλώσ­σα, τό­σο δυ­σκο­λό­τε­ρη γί­νε­ται η συ­νεν­νό­η­ση

«Στην αρ­χή νο­μί­ζεις ότι ο άλ­λος έχει πα­ρα­κού­σει· επα­να­λαμ­βά­νεις αυ­τό που εί­πες, αλ­λά το σά­στι­σμα με­γα­λώ­νει. Εξη­γείς κα­τα­λε­πτώς τι εν­νο­ού­σες· δη­λώ­νουν ότι δεν εί­ναι σε θέ­ση να κα­τα­λά­βουν. Τους δια­βε­βαιώ­νεις για τη λύ­πη σου εν προ­κει­μέ­νω. Την επο­μέ­νη λα­βαί­νεις επι­στο­λή τους, σου κα­τα­λο­γί­ζουν κα­κό­βου­λες σκέ­ψεις που δεν έχουν έλ­θει ού­τε στ’ όνει­ρό σου, και δια­κό­πτουν τις σχέ­σεις μα­ζί σου. Όταν κά­ποια στιγ­μή πα­ρα­τη­ρώ ότι κα­τά βά­θος η γλώσ­σα εδώ εί­ναι πε­ριτ­τή, μου φέρ­νουν αντίρ­ρη­ση. Αντί­θε­τα, την εκτι­μούν σε ιδιαί­τε­ρο βαθ­μό, επει­δη οι λέ­ξεις εί­ναι το μο­να­δι­κό πράγ­μα που μοι­ρά­ζο­νται».

Γιούρ­γκεν Μπούχ­μαν, Γραμ­μα­τι­κή των γλωσ­σών της Βα­βέλ, (έξο­χη) μτ­φρ. Συ­με­ών Γρ. Στα­μπου­λού, (έξο­χη) έκδ. Gutenberg 2019

Εί­σαι ο Θε­ός μου

Οι άν­θρω­ποι συ­νή­θως δεν ομι­λούν, σφυ­ρί­ζουν σαν τα κου­τά που­λιά. Άλ­λοι, όπως ο γιος της κυ­ρί­ας Φι, μέ­νουν σιω­πη­λοί. Η κυ­ρία Φι εν­δί­δει κά­θε τό­σο στη σα­γή­νη της σιω­πής. Με ευ­λά­βεια και χα­μη­λή φω­νή απευ­θύ­νε­ται στο γιο της «Εί­σαι ο θε­ός μου», του λέ­ει. Για­τί ο θε­ός εί­ναι το μό­νο πλά­σμα που για να κυ­βερ­νή­σει δεν έχει ανά­γκη ού­τε καν να υπάρ­χει, πό­σο μάλ­λον να ομι­λεί.

Προ­σποιού­μαι τον φυ­σιο­λο­γι­κό άν­θρω­πο

«Σε όποια πό­λη μέ­νω, νοι­κιά­ζω πά­ντο­τε ένα δω­μά­τιο ξε­νο­δο­χεί­ου για λί­γους μή­νες. Ξε­κι­νάω από το σπί­τι μου στις 6:00 το πρωί και προ­σπα­θώ να εί­μαι εκεί κα­τά τις 6:30. Για να γρά­ψω ξα­πλώ­νω στο κρε­βά­τι, με απο­τέ­λε­σμα ο αγκώ­νας μου να πιά­νε­ται εντε­λώς και στο τέ­λος να γί­νε­ται τό­σο σκλη­ρός, λες και έχω εκεί κά­λο. Πο­τέ δεν επι­τρέ­πω στο προ­σω­πι­κό του ξε­νο­δο­χεί­ου να μου αλ­λά­ζουν τα σε­ντό­νια. Δεν κοι­μά­μαι πο­τέ στο δω­μά­τιο. Μέ­νω εκεί μέ­χρι τις 12:30 ή τις 13:30 το με­ση­μέ­ρι και με­τά επι­στρέ­φω στο σπί­τι και προ­σπα­θώ να ανα­πνεύ­σω. Στη συ­νέ­χεια βγαί­νω για ψώ­νια. Προ­σπα­θώ να προ­σποι­η­θώ ότι εί­μαι ένας φυ­σιο­λο­γι­κός άν­θρω­πος, λέω πράγ­μα­τα του τύ­που «Κα­λη­μέ­ρα. Πώς εί­στε; Κα­λά;», «Πό­σο κά­νουν τα φα­σο­λά­κια;» και επι­στρέ­φω στο σπί­τι.
Κα­μιά φο­ρά βρί­σκω στο δω­μά­τιο του ξε­νο­δο­χεί­ου ση­μειώ­μα­τα του τύ­που: «Αγα­πη­τή κυ­ρία Αγ­γέ­λου, αφή­στε μας να σας αλ­λά­ξου­με τα σε­ντό­νια». Το μό­νο που επι­τρέ­πω εί­ναι να μου αδειά­ζουν τα κα­λά­θια των αχρή­στων. Επί­σης επι­μέ­νω να μην υπάρ­χει τί­πο­τε στους τοί­χους. Δε θέ­λω πε­ρι­σπα­σμούς. Ού­τε κά­δρα, ού­τε λου­λού­δια. Τί­πο­τε».
Η Maya Angelou, νε­ο­ϋρ­κέ­ζα συγ­γρα­φέ­ας, ανοί­γει τα χαρ­τιά της. Το ερ­γα­στή­ρι του συγ­γρα­φέα εί­ναι συ­χνά απο­κα­λυ­πτι­κό: συγ­γρα­φι­κές συ­νή­θειες και αφη­γη­μα­τι­κές εμ­μο­νές, η τέ­χνη της αυ­θυ­πο­βο­λής, μα­στο­ρι­κά τε­χνά­σμα­τα.
Όμως, όπως πα­ρα­τη­ρεί η Margaret Atwood: «Ο συγ­γρα­φέ­ας εί­ναι το ωμό κρέ­ας και, όπως και να το κά­νου­με, προ­τι­μού­με το φα­γη­τό μας μα­γει­ρε­μέ­νο».

Απά­ντη­ση του Γκαρ­σία Μάρ­κες έξω από τα δό­ντια


Στην ιστο­ρι­κή «Απο­κά­λυ­ψη» του προη­γού­με­νου τεύ­χους (1 Απρι­λί­ου 2019) ότι τε­λι­κά ήταν «99 και όχι 100 τα χρό­νια της μο­να­ξιάς, όπως ομο­λό­γη­σε σε άγνω­στη μέ­χρι τώ­ρα επι­στο­λή του ο Γκαρ­σία Μάρ­κες
[ρε­πορ­τάζ της Κλαί­της Σω­τη­ριά­δου από την Μπο­γκο­τά]», απά­ντη­σε ελ­λη­νι­στί ο ίδιος ο δια­κε­κρι­μέ­νος συγ­γρα­φέ­ας από το Μα­κό­ντο με την φω­το­γρα­φία που πα­ρα­θέ­του­με. Αυ­θόρ­μη­τα, αντέ­δρα­σε με το γαλ­λι­κό πνεύ­μα του ο Ελυάρ:

Τα λου­ρά­κια που πλέ­νο­νταν

Ξαφ­νι­κά, στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’60, θε­ω­ρή­θη­κε ο μέ­γι­στος νε­ω­τε­ρι­σμός με­τα­ξύ των ωρο­λο­γά­δων και χρυ­σο­χό­ων της δια­σταύ­ρω­σης Βε­νι­ζέ­λου και Εγνα­τί­ας της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Πλα­στι­κά λου­ρά­κια πλε­κτά για αντρι­κά και γυ­ναι­κεία ρο­λό­για, λε­πτό­τε­ρα για γυ­ναί­κες, δια­φό­ρων χρω­μά­των, κυ­ριό­τα­τα όμως μπεζ και μαύ­ρα. Κα­ταρ­γού­νταν έτσι τα δερ­μά­τι­να που δια­λύ­ο­νταν με τον ιδρώ­τα το κα­λο­καί­ρι ενώ μπο­ρού­σαν να πλυ­θούν με σα­πού­νι. Ήταν και πο­λύ φθη­νό­τε­ρα. Έκα­ναν αμέ­σως θραύ­ση.
Ταυ­το­χρό­νως εκεί­νη την επο­χή εί­χαν βγει πλα­στι­κοί κρί­κοι που δε­νό­ταν η γρα­βά­τα μία φο­ρά και τέρ­μα τα βά­σα­να, τσα­τσά­ρες που λύ­γι­ζαν, που­κά­μι­σα νά­υ­λον που δεν ήθε­λαν σι­δέ­ρω­μα, κάλ­τσες γυ­ναι­κεί­ες νά­υ­λον («…ό,τι φο­ρά­ει η Σο­ρά­για», φώ­να­ζαν).
Όλα αυ­τά για μας ήταν η υλι­κή υπό­στα­ση του μο­ντέρ­νου.

O Miguel de Unamuno δια­βά­ζει το βι­βλίο μου


Τις κα­λο­και­ρι­νές μέ­ρες, τις μέ­ρες που ο ήλιος έψη­νε την πέ­τρα, η μη­τέ­ρα έβγα­ζε το κα­λο­ψη­μέ­νο κο­τό­που­λο με πα­τά­τες από τον φούρ­νο και φρό­ντι­ζε η πο­σό­τη­τα του φα­γη­τού που μοί­ρα­ζε σε κά­θε πιά­το να εί­ναι ίδια για όλους: με­τρού­σε τις πα­τά­τες, ζύ­γι­ζε το τε­μα­χι­σμέ­νο κο­τό­που­λο με το μά­τι της. Εξαί­ρε­ση έκα­νε για τον δον Μι­γέλ δε Ου­να­μού­νο, που προ­τι­μού­σε τις ψη­τές πα­τά­τες, αν και το κο­τό­που­λο, όπως το έψη­νε η μη­τέ­ρα στον φούρ­νο μας, του άρε­σε πο­λύ. Τρώ­γα­με το με­ση­με­ρια­νό μας με τον ήλιο πά­νω ακρι­βώς από το κε­φά­λι μας, με τη λι­νή πε­τσέ­τα φα­γη­τού στα πό­δια μας, πά­ει να πει πως η ώρα εί­χε φτά­σει, εί­χε ση­μά­νει στο κω­δω­νο­στά­σιο του να­ού της Αμ­μώ­μου Συ­λή­ψε­ως (Inmaculada Concepción). Και αν η τρα­πε­ζα­ρία μας δεν ήταν ψη­λο­τά­βα­νη, αν το ένα και το άλ­λο πα­ρά­θυ­ρο δεν έμε­ναν ανοι­χτά για να γί­νε­ται ρεύ­μα και να μην ψη­νό­μα­στε από τη λά­βρα, θα βια­ζό­μα­στε μάλ­λον να ολο­κλη­ρώ­σου­με το φα­γη­τό μας πα­ρα­λεί­πο­ντας εκεί­νη την ελά­χι­στη γου­λιά τσί­που­ρου, που διευ­κό­λυ­νε τη χώ­νε­ψη, ας ζέ­σται­νε το στό­μα μας (μέ­χρι δα­κρύ­ων στην πε­ρί­πτω­σή μου).

Στην κε­φα­λή του τρα­πε­ζιού κα­θό­ταν ο πα­τέ­ρας, εκ δε­ξιών η μη­τέ­ρα και εξ ευω­νύ­μων ο δον Μι­γέλ. Οι τρεις τους ήταν ντυ­μέ­νοι, όπως έπρε­πε να εί­ναι ντυ­μέ­νοι τέ­τοια ώρα που ο ήλιος έψη­νε την πέ­τρα. Κο­στού­μι μπλε βα­θύ φο­ρού­σε ο πα­τέ­ρας, λευ­κό υπο­κά­μι­σο, μπλε λαι­μο­δέ­τη. Μια φο­ρά, φτά­νο­ντας κα­θυ­στε­ρη­μέ­νος, ανέ­βα­λε να βγά­λει το κα­πέ­λο του και κά­θι­σε στη θέ­ση του κα­πε­λω­μέ­νος. Ευ­τυ­χώς εκεί­νη τη μέ­ρα δεν εί­χα­με την επί­σκε­ψη του δον Μι­γέλ, και η μη­τέ­ρα δεν του υπέ­δει­ξε να φά­ει, ως όφει­λε, ασκε­πής. Μπλε το ολό­σω­μο φό­ρε­μα της μη­τέ­ρας με τα μα­κριά φου­σκω­τά μα­νί­κια να σφίγ­γουν τους καρ­πούς των χε­ριών της. Λευ­κό υπο­κά­μι­σο με μα­νι­κε­τό­κου­μπα φο­ρού­σε ο δον Μι­γέλ και με­ρι­μνού­σε, ενώ έτρω­γε με πι­ρού­νι και μα­χαί­ρι, να σκύ­βει πά­νω από το πιά­το για να μη λε­ρω­θεί κα­τά λά­θος το λευ­κό υπο­γέ­νειό του, ού­τε το λευ­κό υπο­κά­μι­σο. Γι’ αυ­τό, εξάλ­λου, το σα­κά­κι του ήταν ξε­κού­μπω­το και το γι­λέ­κο του κου­μπω­μέ­νο προς προ­στα­σία της γρα­βά­τας από ασε­βή λε­κέ.

Ο πα­τέ­ρας, με­τά το φα­γη­τό και με­τά από πα­ρα­πα­νί­σια πο­τη­ρά­κια τσί­που­ρου, άφη­νε τη λι­νή πε­τσέ­τα δί­πλα στο άδειο πιά­το του και κου­νιό­ταν δε­ξιά και αρι­στε­ρά στην κα­ρέ­κλα του, δή­λω­ση πως η ώρα της με­ση­με­ρια­νής ανά­παυ­σης εί­χε φτά­σει. Διέ­σχι­ζε τον διά­δρο­μο στο­λι­σμέ­νο με τις γλά­στρες των καλ­λω­πι­στι­κών φυ­τών κλει­στού χώ­ρου έν­θεν κα­κεί­θεν και άφη­νε ανοι­χτή την πόρ­τα του υπνο­δω­μα­τί­ου του, που τέ­τοια ώρα το έψη­νε ο ήλιος. Τον έβλε­πα με τη σκε­λέα του, τις καλ­τσο­δέ­τες του στο ύψος του γό­να­τος, τη ρι­γω­τή φα­νέ­λα του, έτσι ξά­πλω­νε στο κρε­βά­τι του προς ωριαία ανά­παυ­ση. Ο δον Μι­γέλ ξά­πλω­νε στο ημί­δι­πλο κρε­βά­τι στο δω­μά­τιο για τους κα­λε­σμέ­νους. Η μη­τέ­ρα εί­χε απλώ­σει το κά­λυμ­μα πά­νω στο κρε­βά­τι, ώστε να νιώ­θει άνε­τα ο δον Μι­γέλ, που δεν έβγα­ζε τα πα­πού­τσια του, δεν έβγα­ζε το σα­κά­κι, ού­τε το γι­λέ­κο του, έβγα­ζε όμως βι­βλία από την τσά­ντα του, έβγα­ζε και τα μα­το­γυά­λια του, τα δί­πλω­νε και τα άφη­νε δί­πλα του, προ­τι­μού­σε να δια­βά­ζει με­τά το φα­γη­τό. Εκεί­νη τη μέ­ρα όπου ο ήλιος έψη­νε την πέ­τρα και ήταν η ώρα όπου η μη­τέ­ρα έβγα­ζε από τον φούρ­νο με­ρι­κές πέ­τσες του ψη­μέ­νου κο­τό­που­λου για να τα­ΐ­σει τις γά­τες του δρό­μου, που την πε­ρί­με­ναν στον ήλιο, εκεί­νη τη ώρα λοι­πόν, ο δεν Μι­γέλ δί­πλω­σε το βι­βλίο μου Del sentimiento trágico de la vida και άρ­χι­σε να το δια­βά­ζει επι­με­λώς: «Sobrevolan las noches y el silencio se queda angustiado con abrigo y sombrero junto a las esquinas de los campanarios. Suenan las campanas; ¡Ηay misa! ¡Hay piedad!». Θα πρέ­πει να εί­χε δια­βά­σει τις προη­γού­με­νες σε­λί­δες προ και­ρού.

15 Μα­ΐ­ου: Έμι­λυ Ντί­κιν­σον

Στις 15 Μαϊ­ου 1886 πέ­θα­νε η Έμι­λυ Ντί­κιν­σον (Emily Dickinson). Εί­χε γεν­νη­θεί 10 Δε­κεμ­βρί­ου 1830. Με­τά τον θά­να­το της, η επί­σης ανύ­πα­ντρη αδελ­φή της ανα­κά­λυ­ψε σχε­δόν 1800 ποι­ή­μα­τα, ορ­γα­νω­μέ­να σε δε­σμί­δες τα πε­ρισ­σό­τε­ρα. Δεν τή­ρη­σε την υπό­σχε­ση να κά­ψει τα χει­ρό­γρα­φα. Ενώ ζού­σε η Έμι­λυ, ελά­χι­στα ποι­ή­μα­τα από εκεί­να που εί­χε συ­μπε­ρι­λά­βει σε επι­στο­λές δη­μο­σιεύ­τη­καν ανώ­νυ­μα. Πολ­λούς από τους πα­ρα­λή­πτες των επι­στο­λών δεν τους συ­νά­ντη­σε πο­τέ. Η γυ­ναί­κα του αδελ­φού τους ήταν με­τα­ξύ ατό­μων στα οποία αρ­χι­κά απευ­θύν­θη­κε η αδελ­φή της για μια έκ­δο­ση, που κα­θυ­στε­ρού­σε. Τε­λι­κά μια πρώ­τη έκ­δο­ση έγι­νε το 1890 από σύ­ζυ­γο κα­θη­γη­τή και ερω­μέ­νη του αδελ­φού τους. Ξε­κί­νη­σε μια εκ­δο­τι­κή δια­μά­χη που συ­νέ­χι­σαν οι κό­ρες των δύο γυ­ναι­κών. Συ­γκε­ντρω­μέ­να τα ποι­ή­μα­τα βρέ­θη­καν για πρώ­τη φο­ρά το 1955. Η έκ­δο­ση αυ­τή επα­νέ­φε­ρε την ιδιό­τυ­πη στί­ξη της Ντί­κιν­σον. Ανα­σύ­στα­ση των χει­ρό­γρα­φων δε­σμί­δων επι­χει­ρή­θη­κε το 1981. Ακο­λού­θη­σε έκ­δο­ση απά­ντων το 1998. Πή­ρε και­ρό πριν φα­νεί ότι η αμε­ρι­κα­νι­κή ποί­η­ση εί­ναι δι­κέ­φα­λη: ο Ουί­τμαν από τη μια, η Ντί­κιν­σον από την άλ­λη. Οι τί­τλοι στα αγ­γλι­κά των τριών ποι­η­μά­των που ακο­λου­θούν εί­ναι: I’m nobody! Who are you?, Hope is the thing with feathers και I stepped from Plank to Plank.


Δεν εί­μαι κα­νείς! Ποιος εί­σαι εσύ;

Δεν εί­μαι κα­νείς! Ποιος εί­σαι εσύ;
Ού­τε εσύ εί­σαι κα­νείς;
Τό­τε εί­μα­στε δύο – μη μου πεις!
Θα το δια­φή­μι­ζαν – το ξέ­ρεις!

Πό­σο θλι­βε­ρό να μην εί­σαι κα­νείς!
Πό­σο δη­μό­σιο όπως ο βά­τρα­χος
Να λες το όνο­μά σου όλη μέ­ρα
Σε ένα γε­μά­το θαυ­μα­σμό τέλ­μα!



Η ελ­πί­δα εί­ναι αυ­τό με τα φτε­ρά

Η ελ­πί­δα εί­ναι αυ­τό με τα φτε­ρά
Που κουρ­νιά­ζει στην ψυ­χή,
Και τρα­γου­δά τη με­λω­δία χω­ρίς τις λέ­ξεις,
Και πο­τέ κα­θό­λου δεν στα­μα­τά,

Και γλυ­κύ­τα­τη στη θύ­ελ­λα ακού­γε­ται∙
Και σκλη­ρή πρέ­πει να εί­ναι η κα­ται­γί­δα
Που μπο­ρεί να αφα­νί­σει το μι­κρό που­λί
Που τό­σους κρά­τη­σε ζε­στούς.

Το έχω ακού­σει στην πιο πα­γω­μέ­νη γη,
Και στην πιο αλ­λό­κο­τη θά­λασ­σα∙
Όμως, πο­τέ, στην πιο ακραία στιγ­μή,
Δεν μου ζή­τη­σε ένα ψί­χου­λο.



Προ­χώ­ρη­σα από Σα­νί­δι σε Σα­νί­δι

Προ­χώ­ρη­σα από Σα­νί­δι σε Σα­νί­δι
Με τρό­πο αρ­γό και επι­φυ­λα­κτι­κό
Τα Αστέ­ρια γύ­ρω από το Κε­φά­λι μου ένιω­σα
Γύ­ρω από τα πό­δια μου τη Θά­λασ­σα –

Δεν το ήξε­ρα αλ­λά το επό­με­νο
Θα ήταν το τε­λι­κό μου εκα­το­στό –
Αυ­τό μου έδω­σε εκεί­νο το αβέ­βαιο Βή­μα
Που κά­ποιοι απο­κα­λούν Εμπει­ρία

Π Ρ Ο Σ Ε Χ Ω Σ

Στις 15 Μα­ΐ­ου στον Χάρ­τη:

Ανα­φο­ρά στον Μά­νο Ελευ­θε­ρί­ου
[από το αρ­χείο του Γιώρ­γου Ζε­βε­λά­κη και από το αρ­χείο του πε­ριο­δι­κού Το Τέ­ταρ­το]

*

Το τεύ­χος 6 θα αναρ­τη­θεί την 1η Ιου­νί­ου

και στις 15 Ιου­νί­ου
Αφιέ­ρω­μα στον ποι­η­τή και δά­σκα­λο της γρα­φής Μί­μη Σου­λιώ­τη

Γρά­φουν:
Δη­μή­τρης Κα­λο­κύ­ρης, Β. Π. Κα­ρα­γιά­νης, Τρια­ντά­φυλ­λος Κω­τό­που­λος, Σο­φία Νι­κο­λαϊ­δου, Θε­ό­δω­ρος Πα­παγ­γε­λής, Αγ­γε­λι­κή Πε­χλι­βά­νη, Μα­νό­λης Σαβ­βί­δης, Αλί­κη Συ­με­ω­νά­κη, Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας, Τί­να Χρη­στί­δη

ενώ ετοι­μά­ζο­νται αφιε­ρώ­μα­τα για τους:
Άδω­νη, Τά­σο Δε­νέ­γρη, Γιώρ­γο Πά­τσα, Ίτα­λο Καλ­βί­νο, Γιάν­νη Βαρ­βέ­ρη, Έλ­λη Σκο­πε­τέα, Θα­νά­ση Χαρ­μά­νη κ.ά.

Με κά­θε νέο τεύ­χος του ηλε­κτρο­νι­κού Χάρ­τη, ανε­βαί­νει σκα­να­ρι­σμέ­νο κα­τά σει­ρά και ένα από τα τεύ­χη (1-26) του Χάρ­τη της έντυ­πης πε­ριό­δου (1982-1988).

*