Ξαφνικά, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, θεωρήθηκε ο μέγιστος νεωτερισμός μεταξύ των ωρολογάδων και χρυσοχόων της διασταύρωσης Βενιζέλου και Εγνατίας της Θεσσαλονίκης. Πλαστικά λουράκια πλεκτά για αντρικά και γυναικεία ρολόγια, λεπτότερα για γυναίκες, διαφόρων χρωμάτων, κυριότατα όμως μπεζ και μαύρα. Καταργούνταν έτσι τα δερμάτινα που διαλύονταν με τον ιδρώτα το καλοκαίρι ενώ μπορούσαν να πλυθούν με σαπούνι. Ήταν και πολύ φθηνότερα. Έκαναν αμέσως θραύση.
Ταυτοχρόνως εκείνη την εποχή είχαν βγει πλαστικοί κρίκοι που δενόταν η γραβάτα μία φορά και τέρμα τα βάσανα, τσατσάρες που λύγιζαν, πουκάμισα νάυλον που δεν ήθελαν σιδέρωμα, κάλτσες γυναικείες νάυλον («…ό,τι φοράει η Σοράγια», φώναζαν).
Όλα αυτά για μας ήταν η υλική υπόσταση του μοντέρνου.