Γνωριστήκαμε με καταρρακτώδη βροχή. Πριν τριανταπέντε χρόνια.
Είχαμε πάει στο σπίτι της βράδυ βρεγμένοι ο Γιώργος ο Πανουσόπουλος κι εγώ, να της ζητήσει ο Πανουσόπουλος να παίξει στο «Μ’ Αγαπάς;», στην ταινία του, που το σενάριό της μαζί και με τον Βασίλη Αλεξάκη είχαμε γράψει.
Γέλασε. Δεν ήθελε πια ούτε το θέατρο, ούτε τον κινηματογράφο, κι ας είχε ήδη πρωταγωνιστήσει με τον Χορν, αλλά και στον Παναγιωτόπουλο.
Γέλασε. Γέλαγε που εμείς τη θέλαμε για το έργο κι ολόγυμνη, όπως όλα σχεδόν τα κορίτσια, τις γυναίκες στο «Μ’ Αγαπάς;».
Γίναμε όμως φίλοι οι δύο μας, πολύ φίλοι. Κι από τότε, ακόμα και στο τηλέφωνο, γελάγαμε, γελάγαμε πολύ. Ακόμα κι όταν χανόμασταν για λίγο και μετά ξαναβρισκόμασταν, όπως τώρα, τα τελευταία χρόνια, πολύ. Κι εγώ ένιωθα πως αυτό το γέλιο της σαν να ’ταν πάνω κι από την ομορφιά της, πάνω κι από τη ζωή της την ίδια. Τη ζωή της τη δύσκολη συχνά, σχεδόν σ’ όλη της τη διάρκεια, όπως και προς το τέλος, παρά το Μουσείο, παρά την Ελευσίνα, παρά την τόση αγάπη τόσων για ’κείνη.
Ο Χορν, η Δέσπω Διαμαντίδου, της είχαν αδυναμία, όπως κι άλλοι, ξέρω, άνθρωποι μεγάλοι, σημαντικοί.
Εγώ και στην Αίγινα στο νερό δίπλα αλλά και παντού σαν νερό καθαρό πάντα την έβλεπα, την αγάπησα.
Από τη βροχή εκείνη ως σήμερα, την εξίσου καθαρή με τη Δέσποινα, τη βραδινή.
(Από το ανέκδοτο βιβλίο του Σωτήρη Κακίση Νουάρ Στιγμές )