Σημειώσεις από το περιβάλλον
[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]

Χρήστος Καράς (1930-2023)



Ένας πολίτης τού σινεμά


ΜΙΣΕΛ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ (1949-2023)

Ο χρόνος γυρνάει πίσω… Βουτιά στις σελίδες του Σύγχρονου κινηματογράφου, απ’ όπου αλιεύει ο αναγνώστης ένα όνομα που φαίνεται να κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων των μεγάλων φεστιβάλ και να μας μεταγγίζει εμπειρίες από το μοντερνισμό της δεκαετίας του ‘70: Μισέλ Δημόπουλος. Αλήθεια, γιατί το ξενικό όνομα; Εκ καταγωγής ή επιθυμία σύνδεσης με ό,τι η γαλλική κουλτούρα των καιρών κουβαλούσε στην ανά τον κόσμο κινηματογραφική κριτική: ψυχανάλυση, στρουκτουραλισμός, κυρίως σημειολογία; Μπλεγμένα τα νοήματα και οι λέξεις, ο Μισέλ τα απλοποιεί.
Ανάγνωση ευαγγελίου ο Σύγχρονος και μύηση σε μια κειμενογραφία διαφορετική από την πεζότητα των εφημερίδων, έστω κι αν εκεί βρίσκει ολοένα και περισσότερο κάποιος στιγμές φωτισμένης αντίληψης και γραφής. Από τα κεντρικά πρόσωπα του πρωτοποριακού περιοδικού ο Μισέλ μοιάζει να ζει στον παράδεισο των εικόνων, διάγοντας ένα ζηλευτό βίο.
Κάποτε ο βίος αυτός ετελεύτησε. Είχε προλάβει, όμως, να στήσει στη χώρα, μπροστά στα μάτια μας, μια τέτοια κινηματογραφική γιορτή, ίδια με όσες η φαντασία μας ζούσε μέσα από τα κείμενα των λίγων τυχερών, που μας τις μετέδιδαν. Οι ιστορίες από τα φεστιβάλ του κόσμου ήταν σαν ιστορίες ναυτικών από ταξίδια στη μεγάλη οθόνη. Και πλέον, στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, η αφήγηση γινόταν πραγματικότητα, ο Μισέλ ήταν ένας άξιος καπετάνιος, που βρήκε ένα ετοιμοθάνατο σκαρί, στη μέση του πουθενά και ανέλαβε να το οδηγήσει με ασφάλεια στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Το Φεστιβάλ κινηματογράφου, με υμνημένη πλοήγηση για τριάντα —τότε— χρόνια στις εγχώριες θάλασσες, είχε δει στα τελευταία του ένα κιβούρι να κατεβαίνει από τα ψηλά του Δεύτερου Εξώστη, προάγγελος διπλού θανάτου. Το εμπόρευμα ( οι ελληνικές ταινίες ) σάπιζε στ’ αμπάρια και μαζί του βούλιαζε και ο άλλοτε ένδοξος μεταφορέας του.
Για να φτιαχτεί το σκάφος, χρειαζόταν ματσακόνι, σκληρή δουλειά, αλλά περισσότερο αλλαγή πλεύσης. Πώς θα την κατάφερνε κάποιος, όταν οι συνδικαλιστές χοροπηδούσαν γύρω του, ο Δεύτερος Εξώστης απαιτούσε κεντρική θέση, με δικαιώματα γηπεδικών αποδοκιμασιών, η καχυποψία απ’ όλες τις πλευρές περίσσευε, τα χρήματα δεν ξεπερνούσαν εύκολα τη μηδενική ορατότητα;
Ο Μισέλ γνώριζε εικόνες και πρόσωπα. Θα μπορούσε να τραγουδήσει, σαν παραφθαρμένος Νιόνιος, «να δω τους δημιουργούς πρόλαβα εγώ…» και τους κουβάλησε, ακόμη και ως φυσικές παρουσίες, πολλούς από αυτούς τους σκηνοθέτες-δημιουργούς, μαζί με την κινηματογραφική πραμάτεια τους, εδώ στα μέρη μας.
Αρχικά, είχε μόνον ένα σύμμαχο, τους κριτικούς της έβδομης τέχνης. Είχε πρωτοστατήσει στη σύμπτυξή τους σε σωματείο (την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου), όπου θα συναντιόνταν πολλοί από αυτούς τους μεμονωμένους λαξευτές ενός άλλου κινηματογραφικού λόγου, εμπνευσμένου από τα υλικά της ευρωπαϊκής κριτικής. Βασικότερο όλων η κινηματογραφοφιλία. Ένα σύστημα αναφορών αντλημένο από τη διάθεση της αναγόρευσης του σινεμά σε άξονα ζωής. Οι ταινίες δε βρίσκονται εκεί μόνο για να τις βλέπουμε, μας διαποτίζουν, κυκλοφορούν στα αγγεία μας, φωτίζουν τη μοναξιά μας, το δράμα μας, την ανάτασή μας.
Ως τα τελευταία του ο Μισέλ ανέπνεε με το οξυγόνο που του χάριζε η φωτεινή δέσμη της κινηματογραφικής αίθουσας. Όπως αρμόζει σε κάθε μύστη αυτού του φωτός, έδωσε την ευκαιρία στον επιπολασμό του, γεμίζοντας το Φεστιβάλ με αίθουσες και εικόνες. Στο λιμάνι έστησε μικρά ιερά, οι πιστοί άρχισαν να συρρέουν, διστακτικά στην αρχή, φανατικά στη συνέχεια.
Μαζί άρχισε να ανασαίνει και μια πόλη μπαγιάτικη, σχεδόν μουχλιασμένη, που μετά από καιρό αναθυμούνταν την κοσμοπολίτικη ταυτότητά της. Κάποτε μεγαλοαστή, αιώνες πολλούς, εσχάτως ξεπεσμένη αρχόντισσα, νοσηρή θιασώτις των «περασμένων μεγαλείων». Η συντήρηση αποτελούσε πάντα την πιο επικίνδυνη πυξίδα αποπροσανατολισμού της, μαγνητισμένη από μια κεντρική εξουσία, που σα δυνάστης της στερούσε κάθε δημιουργική πρωτοβουλία.
Ακόμη και τώρα, τριάντα έτη μετά, τίποτα δεν ανθίζει στην καμμένη γη των γραμμάτων και των τεχνών της κι έχει μείνει ένα Φεστιβάλ Κινηματογράφου να της υπομνήσκει τη δυνατότητα σύνδεσής της με τις γωνιές του πλανήτη που κάποιες μέρες το χρόνο, ζουν κι αυτές με το ίδιο υλικό ονείρων.
Προσφάτως, σε μια επίσκεψη στο κουρδικό και άγνωστο Ντουχόκ, όπου έχει στηθεί ένα ανάλογα φιλόδοξο κινηματογραφικό Φεστιβάλ, άκουσα να λένε ότι θέλουν να μοιάσουν της Θεσσαλονίκης: να μπουν στο χάρτη από το δρόμο της έβδομης τέχνης. Τότε, ίσως για πρώτη φορά, αντιλήφθηκα ότι το «Μισέλ» ήταν απλώς ένα στοιχείο ταυτότητας ενός ανεξίπατρη πολίτη του σινεμά.

Η συσκευή δεν σας αναγνώρισε

Το «έξυπνο» κάργκο» του Άγγελου Πεφάνη

Η συσκευή σας δεν σας αναγνώρισε. Υπάρχει στην οθόνη του υπολογιστή πιο ανησυχητικό μήνυμα από αυτό; Πώς είναι δυνατόν να μη σε αναγνωρίζει η συσκευή σου; Απροσεξία ή άνοια δικαιολογούν το να μη σε αναγνωρίζουν οι δικοί σου. Οι συσκευές όμως πώς τολμούν να μην ανοίγουν, με πρόφαση ότι έχει μπει λάθος κωδικός ή ότι αδυνατούν να διαβάσουν μοναδικά στοιχεία ταυτότητας, όπως είναι ένα δακτυλικό αποτύπωμα; Μήπως βρίσκεται σε εξέλιξη κάποια ανταρσία των συσκευών; Μήπως ηλεκτρονικοί δούλοι ξεσηκώνονται πιάνοντας τα αφεντικά στον ύπνο; Και τι θέλουν οι συσκευές; Τι συναίνεση επιδιώκουν; Ποια δικαιώματά τους ζητούν να αναγνωριστούν πριν αποδεχθούν ότι σε γνωρίζουν; Ποιες μπορεί να είναι οι επιθυμίες των αντικειμένων σε μια σύγχρονη δουλοκτητική κοινωνία; Τι σημαίνει παρόμοια προσβολή ενός ιδιοκτησιακού καθεστώτος για εκείνους που υπολογιστές αγόρασαν από ψηφιακά σκλαβοπάζαρα; Πού οδηγεί η αντιστροφή της βούλησης των ιδιοκτητών να αφήσουν τους άλλους έξω από ένα τείχος της φωτιάς, μια αποστροφή που τώρα εναντίον τους fire wall ορθώνει;
Άλλοτε, αναλώνοντας κάποια αρχική ενέργεια, ξεκινούσε η κίνηση μιας τροχαλίας ή άλλου μηχανικού συστήματος ή μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ένα εργαλείο που διευκόλυνε όσα έκανες. Με μανιβέλα έβαζαν μπροστά τα παλιά αυτοκίνητα. Ο ηλεκτρισμός καθιέρωσε διακόπτες και κουμπιά, που τα φερμουάρ ελάττωναν στα ρούχα, ενώ αυξάνονταν στις συσκευές, οι οποίες φαίνονταν να ανήκουν σε όσους τις χρησιμοποιούσαν. Ο προσωπικός υπολογιστής και το κινητό τηλέφωνο ενίσχυσαν το αίσθημα ιδιοκτησίας, δημιουργώντας την εντύπωση ότι πρόκειται για δική σου συσκευή, ακόμη και όταν σε παρακολουθούσε σε άλλους γεωπροδίδοντας τη θέση στην οποία βρισκόσουν. Ενώ τα ρομπότ εξελίσσονταν και ρομποτικά σκυλιά νεκρούς στα ερείπια αναζητούσαν, μέσα που αποτελούσαν προεκτάσεις του ανθρώπου άρχισαν να αυτονομούνται ως συνεχώς έτοιμες συσκευές, εφόσον είχαν εξασφαλισμένη τροφοδοσία, που μόνον ένα νεύμα χρειαζόταν για να λειτουργήσουν. Οι κωδικοί πρόσβασης ενίσχυσαν την ψευδαίσθηση πως ό,τι θέλεις κάνεις με δικές σου συσκευές. Αν όμως δεν σε αναγνωρίζουν, έχουν άραγε βρει τρόπο να πατήσουν πόδι ή να σου βάλουν χέρι, ώστε να μη τα θέλεις όλα δικά σου;
Αν ήταν ειλικρινείς όσοι παραπέμπουν σε ένα καλύτερο παρελθόν, θα έπρεπε να ομολογούν ότι η κριτική του δικαιωματισμού αντιστοιχεί σε άρνηση του «δικαιώματος» της δουλοκτησίας, σε άρνηση της ισότητας των ατόμων, των φύλων, των κάθε είδους διαφορετικών αυτοπροσδιορισμών. Αν ήταν ειλικρινείς όσοι παραπέμπουν σε ένα καλύτερο μέλλον, θα έπρεπε να ομολογούν ότι οι επικρίσεις για ελλείμματα δικαιωμάτων οδηγούν σε έναν χωρίς όρια ατομισμό, αφού κανένα άτομο δεν μπορεί να είναι ίδιο με οποιοδήποτε άλλο. Οι αντιθέσεις αυτές καλλιεργούν τη φενάκη ενός καλύτερου παρόντος, που καθησυχάζει μόνον όσους θέλουν να εφησυχάσουν. Αν η αναζήτηση ισότητας αποτελεί μονόδρομο, πώς μπορεί να περιοριστεί στα όρια μιας πολιτείας, όσο ιδανικά αυταρχική και αν η δημοκρατία των πολιτών της επιτρέπει να είναι; Με ποια δικαιολογία περιορίζεται η ισότητα σε έναν ανθρώπινο περίγυρο; Υπάρχει οτιδήποτε πιο ανθρώπινο από τα αισθήματα φιλοζωίας, ακόμη και αν τα ζώα είναι λιγότερο φιλάνθρωπα από όσο ίσως θα ήταν σε λιγότερο απάνθρωπες συνθήκες; Και, αν κατοχυρωθεί η ισότητα των ζωντανών οργανισμών, πώς είναι δυνατόν να εξαιρεθούν τα φυτά, που αποτελούν τους βασικότερους μεσολαβητές της ζωής; Και πώς θα μείνουν απ’ έξω σχετικά αδρανείς μορφές ύπαρξης, όπως οι πέτρες, η άμμος, το νερό, η θάλασσα, ο αέρας; Μήπως μια πρόκληση να γνωριστούμε καλύτερα αποτελούν οι συσκευές που δεν μας αναγνωρίζουν;


Σχετικά κείμενα: 
Ρομποτεχνία

Μυρσίνη Ζορμπά (1949-2023)



«Η επένδυση στον πολιτισμό απαιτεί ένα νέο όραμα με υψηλές προδιαγραφές και ανανεωμένες οπτικές, απαιτεί ρήξη με παραδοσιακές αντιλήψεις και πλέγματα συμφερόντων, πίστωση χρόνου για να αποδώσει, ποσά πραγματικά επενδυτικών διαστάσεων, κι ακόμη απαιτεί ανθρώπινο δυναμικό με έμπνευση αλλά και ειδίκευση»
(Κρατική πολιτική βιβλίου και πολιτικές ανάγνωσης, 1994)

Η Δέσποινα Γερουλάνου σαν πολύ καθαρό νερό

(1958-2023). Φωτ. Σωτήρης Κακίσης



Γνωριστήκαμε με καταρρακτώδη βροχή. Πριν τριανταπέντε χρόνια.
Είχαμε πάει στο σπίτι της βράδυ βρεγμένοι ο Γιώργος ο Πανουσόπουλος κι εγώ, να της ζητήσει ο Πανουσόπουλος να παίξει στο «Μ’ Αγαπάς;», στην ταινία του, που το σενάριό της μαζί και με τον Βασίλη Αλεξάκη είχαμε γράψει.
Γέλασε. Δεν ήθελε πια ούτε το θέατρο, ούτε τον κινηματογράφο, κι ας είχε ήδη πρωταγωνιστήσει με τον Χορν, αλλά και στον Παναγιωτόπουλο.
Γέλασε. Γέλαγε που εμείς τη θέλαμε για το έργο κι ολόγυμνη, όπως όλα σχεδόν τα κορίτσια, τις γυναίκες στο «Μ’ Αγαπάς;».
Γίναμε όμως φίλοι οι δύο μας, πολύ φίλοι. Κι από τότε, ακόμα και στο τηλέφωνο, γελάγαμε, γελάγαμε πολύ. Ακόμα κι όταν χανόμασταν για λίγο και μετά ξαναβρισκόμασταν, όπως τώρα, τα τελευταία χρόνια, πολύ. Κι εγώ ένιωθα πως αυτό το γέλιο της σαν να ’ταν πάνω κι από την ομορφιά της, πάνω κι από τη ζωή της την ίδια. Τη ζωή της τη δύσκολη συχνά, σχεδόν σ’ όλη της τη διάρκεια, όπως και προς το τέλος, παρά το Μουσείο, παρά την Ελευσίνα, παρά την τόση αγάπη τόσων για ’κείνη.
Ο Χορν, η Δέσπω Διαμαντίδου, της είχαν αδυναμία, όπως κι άλλοι, ξέρω, άνθρωποι μεγάλοι, σημαντικοί.
Εγώ και στην Αίγινα στο νερό δίπλα αλλά και παντού σαν νερό καθαρό πάντα την έβλεπα, την αγάπησα.
Από τη βροχή εκείνη ως σήμερα, την εξίσου καθαρή με τη Δέσποινα, τη βραδινή.


(Από το ανέκδοτο βιβλίο του Σωτήρη Κακίση Νουάρ Στιγμές )