Σημειώσεις από το περιβάλλον. Καταγραφές από την επικαιρότητα ή πέρα απ' αυτήν

Πριν πολλά χρόνια, σ’ ένα κείμενό μου, στην Ελευθεροτυπία νομίζω, τον είχα ―με τα σωστά μου― αποκαλέσει ποιητή. Γιατί τότε ακόμα μού ήταν πρόσφατο το που γονάτιζα κάθε πρωί στο περίπτερο απέξω για να δω τις εκτός συναγωνισμού γελοιογραφίες του, μια κι ό,τι άλλο είχαν οι εφημερίδες συνήθως αδιάφορο ήταν, είναι.
Με τον Γιάννη Ιωάννου γίναμε φίλοι αργότερα, με τον Κύριλλο Σαρρή ανάμεσά μας πάντα, κοινό μας φίλο, ―Άντε, τι θα γίνει, λέγαμε κάθε φορά στο τηλέφωνο, πες στον Κύριλλο να τα πούμε επιτέλους κι από κοντά…
Στη γιορτή του ―την ιερή επιπλέον για μένα λόγω του πατέρα μου― του τηλεφωνούσα ανελλιπώς, κι ο Γιάννης με καλούσε πάντοτε στο σπίτι τους, όμως για κάποιο λόγο κάθε φορά διαφορετικό έτυχε να μην πάω ποτέ.
Ειδωθήκαμε επιτέλους όταν τον ξεκούνησα στο θέατρο ενός κωμικού που είχα ξεχωρίσει να πάμε πριν κάποια χρόνια, να ξεσκάσει. Γέλασε με την ψυχή του πράγματι, συγκινήθηκε μάλιστα με το πώς και πόσο τον αγαπάγαμε εγώ και κάποιοι δικοί μου άνθρωποι ― από ’κει κι η φωτογραφία που τους έβγαλα με τον κουμπάρο μου, τον Τζίμη Πανούση.


Ξαναβρεθήκαμε ωραία και καλά ένα άλλο βράδυ στον ιστορικό «Πειναλέοντα», του Μακάριου του Αβδελιώδη στη Μαυρομιχάλη, με τον Πέτρο Ζερβό, τον άλλο αγαπημένο μου αυτή τη φορά μαζί μας.
Ο Ιωάννου, ο Γιάννης, πάντα ευγενής και χαμηλόφωνος, σε κόσμο, στον κόσμο του τον εσωτερικό ταυτόχρονα ήταν κάθε στιγμή, έτσι τον ένοιωθα κι εγώ να ’ναι. Στον κόσμο ενός πραγματικού ποιητή, το επαναλαμβάνω μετ’ επιπλέον λόγου γνώσεως και τώρα, που πολλά-πολλά δεν θα ‘θελε και με κάποιους καταφερτζήδες της τέχνης του που τον διαδέχτηκαν, κατέλαβαν τους χώρους, και κάποτε και τον παραμέρισαν ίσως. Που θριάμβευσαν στη γελοιογραφία, την τόσο βαθιά κι αυτήν υπόθεση, ως Φραντζόλες κι Απόλλωνες αντίστοιχοί τους στο τραγούδι, εξυπνάκηδες, ετοιματζήδες, ρηχά αντιγράφοντας κάποιους ξένους, που ούτε το ελάχιστο από τα τόσα στις μέρες μας δημοφιλή τους στο μέλλον δεν πρόκειται να υπάρχουν, να μείνουν.

Ενώ από τον Ιωάννου …

(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές)

Αντίο Γιάννη


Η τελευταία φορά που η παρέα φίλων, γνωστών, αλλά και θαυμαστών του καυστικού του χιούμορ βρέθηκε με τον Γιάννη, ήταν στην έκθεση «Democrisis – Η Δημοκρατία σε Κρίση» που παρουσιάστηκε πριν δύο μήνες από τη Λέσχη Ελλήνων Γελοιογράφων (από όπου και η φωτογραφία, 1.4.19). Ιδρυτικό μέλος της και πάντα παρών ο Γιάννης Ιωάννου, ήταν εκείνο το βράδυ στα εγκαίνια, μίλησε με πολλούς και δεν παρέλειψε να σκιτσάρει, αφιερώνοντας αυτά τα βιαστικά, αλλά πλήρη γραμμών και ιδεών, σκαριφήματα σε όποιους το ζητούσαν.

Δεν ήταν λίγοι, όσοι περιστοιχίστηκαν γύρω του, περιμένοντας τη σειρά τους. Αποτελούσαν μικρό μόνο μέρος από τη στρατιά των αναγνωστών που τον ακολουθούσαν πιστά για χρόνια. Από το 1975 που άρχισε να δημοσιεύει γελοιογραφίες στο περ. Αντί και αργότερα στις εφημερίδες και τα περιοδικά με τα οποία συνεργάστηκε (χώρια οι εκδόσεις άλμπουμ με συγκεντρωμένη δουλειά του), έκτισε μια ιδιαίτερη σχέση με το κοινό αρνούμενος να κάνει συμβιβασμούς και εκπτώσεις στην τέχνη του.

Γεννημένος το 1944 στη Θεσσαλονίκη, πτυχιούχος αρχιτεκτονικής του ΑΠΘ και πολεοδομίας στο Παρίσι, εργάστηκε σε διάφορα αρχιτεκτονικά γραφεία έως το 1975. Η Μεταπολίτευση και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αποτέλεσαν το έναυσμα, ώστε να αλλάξει ρότα. Εγκατέλειψε την αρχιτεκτονική και αφιερώθηκε σε μία τέχνη που υπέφωσκε εντός του και εκδηλώθηκε με εντυπωσιακή ωριμότητα. Όχι πια στο χαρτί της αρχιτεκτονικής μακέτας, αλλά σε εκείνο του ανατρεπτικού σκίτσου με την (πάντα οξυδερκή) πολιτική ανάλυση.

Μαζί με αυτά άλλαξε και το όνομά του. Από Γιάννης Δημόπουλος έγινε Γιάννης Ιωάννου και με αυτό το ψευδώνυμο έγραψε τη δική του, αξιοσημείωτη ιστορία στην ελληνική γελοιογραφία. Ο ίδιος, σε μία συνέντευξη που είχε δώσει στον γράφοντα, για την τηλεοπτική σειρά «Έλληνες γελοιογράφοι» (ΕΡΤ-2), είχε πει ότι υιοθέτησε αυτό το ψευδώνυμο (από το όνομα του πατέρα του), επειδή οι δικοί του θα ένιωθαν άσχημα βλέποντας το επίθετό του σε μια τόσο «άστοχη» επαγγελματική επιλογή.

Στην ίδια εκπομπή είχε θίξει, μεταξύ πολλών άλλων, δύο καίρια στοιχεία που αφορούν την τέχνη του: Τον άχρονο χρόνο, ο οποίος λειτουργεί υποδόρια στις (καλές) γελοιογραφίες της επικαιρότητας και τους επιτρέπει να λειτουργούν, ως απόηχος, πολύ πέραν του ενεστώτα χρόνου. Κατά δεύτερο, την εξ ορισμού θέση της σάτιρας μπροστά και απέναντι από την εξουσία. Αλλιώς, οι γελοιογράφοι κινδυνεύουν, όπως έλεγε, να γίνουν γελωτοποιοί μιας «βασιλικής αυλής».

…Εφιαλτίσκος


Την Καθαρή Δευτέρα –ξημερώνοντας– ονειρεύτηκα ότι με είχαν κατατάξει από τον οικείο μου δήμο να γλεντήσω σε μια υπό κατασκευήν πλατεία, εντελώς δωρεάν, με κρασί και μεζέδες που η αξία τους περιλαμβάνεται στα δημοτικά τέλη. Αίφνης όμως, τ’ όνειρό μου συσκοτίσθηκε από διακοπή ρεύματος που οφειλόταν σε αναδρομική άρνηση της δαιμονίας Πολιτισμικής Υπουργού να καταβάλει τα τέλη της τηλεραδιοφωνίας που είναι ενσωματωμένα στην απόδειξη εξηλεκτρισμού της. Τέτοια συσκότιση για μια απλή ενσωμάτωση! Έτσι λοιπόν απροσδόκητα συσκοτισμένος, αναγκάστηκα να ενισχύσω τα όνειρά μου με την μπαταρία που ρυθμίζει τον βηματοδότη της ψυχής μου. Όμως με μια εκτός δικτύου κι ελλιπή ενέργεια, δεν είναι δυνατόν να βλέπεις αμερόληπτα όνειρα. Με την ενίσχυση της μπαταρίας μου αραίωσε λίγο το σκοτάδι κι αμέσως διέκρινα μεταμφιεσμένους συγγραφείς της αποβραδίς Καρναβάλιας Κυριακής, ν’ απειλούν την Υπάτη του Κρατικού μας Πολιτισμού ότι, αν δεν δοθεί φορολογική ασυλία στο λευκό παρθένο χαρτί των δημιουργών, θα θεαθούν –παρά την συσκότιση– φωσφορίζοντα κείμενα λογοτεχνών να καταλαμβάνουν τον εκτυπωτικό χώρο που τώρα κατέχουν οι οι προδιαγραφές και οι οδηγίες χρήσεως πάνω στα κουτιά με τις παιδικές τροφές, στις ετικέτες των φιαλών με τα διάφορα ποτά που καταναλώνονται σε κυλικεία και μπαρ, στις συσκευασίες με τις απορρυπαντικές των ερωτικών μας ενδυμάτων. Υπό την απειλήν της νέας αυτής εκδοτικής μεθόδου, είδα πολλούς εκδότες να πεθαίνουν αυτοβούλως, συνθλιβόμενοι μέσα στις τεράστιες μηχανές των τυπογράφων. Είδα ζωγράφους αυτομακιγιαρισμένους ν’ απειλούν ότι θ’ αυτοκτονήσουν τρώγοντας τα πανάκριβα χρώματά τους. Τότε ένιωσα εκουσίως ασκητής και άθελά μου αναχωρητής και ονειρεύτηκα τον ήδη ονειρευόμενο εαυτό μου ν’ ακούει δωρεάν πανάκριβη μουσική από εισαφόμενες κασέτες, μπροστά σε ένα –επί τούτου– στημένο περίπτερο από την αρμόδια υπηρεσία Πολιτισμού.
Μέσα σ’ αυτόν τον τρυφερό εφιάλτη έσπευσε να με συνδράμει μια παλιά ερωτική φίλη, καθώς την ονειρεύτηκα να με αφυπνίζει προσφέροντάς μου το εβαπορέ της στήθος για πρόγευμα, σαν τότε που μας καλημέριζε ο ήλιος στα μυστικά μας αγροκτήματα της Βόρειας Ευρώπης. Ήταν άκρως ερωτική στις αλλεπάλληλες ενσψματώσεις μας, αλλά οι φίλοι μας νόμιζαν πως επειδή δεν ήθελε μωρό την είχα ονομάσει Amoroza.

(περ. Το Τέταρτο, τχ. 12, 1986)

Γιατί δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω


Όσο περίεργο και αν είναι, γεγονός παραμένει ότι δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω. Όχι μόνο δεν μπορώ να διαβάσω εκείνα που είχα κάποτε γράψει, καθώς δεν επιτρέπεται να κρατώ αρχείο, αλλά είναι αδύνατον να διαβάσω ακόμη και αυτά που με κάποιον τρόπο μόλις έγραψα, γιατί τα αφαιρούν, καθώς δεν μου επιτρέπουν να τα διαβάζω. Αμέσως αφαιρούνται από την οθόνη τα γράμματα που πληκτρολογώ, αν γράφω σε οθόνη και δεν υφίσταται μνήμη να ανακαλέσω. Αμέσως διαλύεται το χαρτί ή κάθε άλλη επιφάνεια στην οποία γράφω, αν γράφω σε κατεργασμένη για γράψιμο επιφάνεια. Αμέσως γκρεμίζονται πετρώματα και τοίχοι όπου γράφω σκαλίζοντας και είναι αδύνατον να τα διαβάσω. Δεν ξέρω αν έγραψα πόσο περίεργο είναι να μη μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω.
Δεν ξέρω γιατί δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω. Δεν ξέρω αν είναι θέμα ηλικίας, αν δηλαδή νομίζουν ότι είμαι σε ηλικία που δεν επιτρέπεται να διαβάζω όσα γράφω. Δεν ξέρω αν θέλουν να με προφυλάξουν από τις βλαβερές συνέπειες της ανάγνωσης, από τις κακές της επιδράσεις, από την απώλεια χρόνου που συνεπάγεται, από την απομόνωση από το περιβάλλον που προκαλεί, από την αδυναμία των άλλων να με διακόψουν ενώ διαβάζω, από τις συνεχείς μεταφορές σε άλλους τόπους και εποχές.
Δεν ξέρω σε ποιο τόπο ή εποχή βρίσκομαι, καθώς δεν επιτρέπεται να διαβάζω και τρόπο σύγκρισης δεν έχω. Δεν ξέρω ποιοι δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω. Είναι οι γονείς μου; Τα παιδιά; Οι σύντροφοι; Οι δεσμοφύλακες της καθημερινότητας; Άνθρωποι των φυλακών που με φροντίζουν; Αν αυτοί είναι που δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω, ποιος είμαι εγώ που γράφω, τι χρώμα έχω, τι φύλο, πού ανήκω, πώς γράφω; Αν δεν είναι το ίδιο να διαβάζω και να γράφω, τι είναι ίδιο και τι είναι διαφορετικό; Δεν ξέρω αν έγραψα ότι δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω. Αυτό που ξέρω είναι ότι, αφού δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω, συνεχώς γράφω.

1960: Η απώλεια του SS Francisco Morazan και του SS Stanbrook


Το SS Francisco Morazan είχε αποπλεύσει από το Σικάγο στις 27 Νοεμβρίου 1960 με 940 τόνους γενικού φορτίου και προορισμό την Ολλανδία. Πλοίαρχος, με πέντε χρόνια κιόλας ναυτοσύνης, ήταν ο Εδουάρδος Τριβιζάς, είκοσι πέντε χρονών, απόφοιτος της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Μαζί του η γυναίκα του Αναστασία, είκοσι εννιά χρονών, έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Την επομένη κιόλας, ο αέρας ήταν δυνατός, τα κύματα έφταναν στην κουβέρτα, χιόνι άρχισε να πέφτει, η ομίχλη κοβόταν με το μαχαίρι. Το πλοίο εξόκειλε εκατό μέτρα έξω από το νησί Νότιο Μανιτού. Η κακοκαιρία δεν έλεγε να καταλαγιάσει, τα κύματα κάθιζαν το σκάφος βαθύτερα στην άμμο. Βούλιαζε αργά. Πρώτη το εγκατέλειψε η Αναστασία λόγω εγκυμοσύνης, ύστερα το πλήρωμα. Στις 4 Δεκεμβρίου, ημέρα Κυριακή, ο Εδουάρδος Τριβιζάς κλείδωσε την πόρτα του πιλοτήριου και βούτηξε στα νερά. Η ακτοφυλακή τον παρέλαβε. Ποτέ δεν μαθεύτηκε σε ποιον ανήκε το SS Francisco Morazan εκείνες τις μέρες, ούτε κανείς προσπάθησε να το αποκολλήσει ή να το διαλύσει. Έμεινε εκεί και δέχεται ως σήμερα επισκέπτες, όταν ο καιρός το επιτρέπει. Ήταν δεν ήταν τότε σαράντα ετών. Είχε ναυπηγηθεί στη Γερμανία το 1922, είχε αλλάξει έντεκα πλοιοκτήτες, πέντε σημαίες και οκτώ ονομασίες. Η πρώτη (1922-1934) ήταν ευαισθήτως γερμανική (Arcadia), η τρίτη ήταν εγωπαθώς αγγλική (Empire Congress, 1945-1946), η τελευταία (Francisco Morazan, 1958) ήταν σφοδρώς ελληνική, αφού το πλεούμενο ανήκε στον εφοπλιστή Κ. Τ. Τραπεζούντιο, ο οποίος θα είχε αναρωτηθεί:

Στρατηγέ,
τι ζητούσες στο Σαν Χοσέ της Κοσταρίκα,
εσύ,
ένας θαυμαστής του Κήπου του Λουξεμβούργου;


Τούτων δοθέντων, θα έπρεπε να ήταν γνωστή η απάντηση σε αυτό το ερώτημα από το 1939 κιόλας. Την είχε δώσει ο Άρτσιμπαλ Ντίκσον σε ηλικία 47 ετών, πλοίαρχος του φορτηγού γενικού φορτίου SS Stanbrook. Είχε φτάσει στο Αλικάντε και περίμενε εντολές των πλοιοκτητών για να φορτώσει καπνά, πορτοκάλια και σαφράν. Ο Ισπανικός Εμφύλιος είχε αναδείξει νικητή τον Φρανθίσκο Φράνκο και ο Δημοκρατικός Στρατός είχε διαλυθεί. Χιλιάδες μαχητές, άοπλοι πολίτες και γυναικόπαιδα έσπευδαν να εγκαταλείψουν τη χώρα δίχως προορισμό, αρκεί να γλίτωναν από τους νικητές. Οι φήμες και, πολύ περισσότερο, η πραγματικότητα δεν επέτρεπαν ελπίδες σωτηρίας. Τα παραδείγματα συνοπτικών εκτελέσεων, ανηλεών καταστροφών και βασανιστηρίων, η ισοπέδωση πόλεων από τυφλούς και συστηματικούς βομβαρδισμούς, δεν ήταν οι μόνες αιτίες φυγής. Η πείνα, η διάλυση των οικογενειών, η απόγνωση της ολοκληρωτικής ήττας, η πολιτική αναγνώριση του Φράνκο ήταν η βαθιά πίκρα του ανυπόφορου αδιέξοδου. Κοπάδια ανθρώπων, με κάθε μέσο, διέσχιζαν τη χώρα σε κατάσταση γενικευμένου πανικού. Κοπάδι πολυάριθμο είχε φτάσει στην αποβάθρα του Αλικάντε, όπου είχε δέσει το SS Stanbrook. Ο Άρτσιμπαλ Ντίκσον, δίχως να ρωτήσει τους πλοιοκτήτες, επιβίβασε 2.638 φυγάδες, τον έναν πάνω στον άλλον και απέπλευσε τη νύχτα, 28 Μαρτίου 1939, δίχως φώτα, ψιθυριστά, με κατεύθυνση την Αλγερία. Λοξοδρομώντας και αποφεύγοντας νηοπομπές και ναυτικές περιπολίες, έφτασε στο Οράν μετά από είκοσι δύο ώρες. Το SS Stanbrook ήταν πια ένας σωρός βρομερών σωμάτων, εμετού, κάτουρου, σκατού, πατημένων αποσκευών και σιωπής. Λέγεται, όμως, πως στη διαδρομή γεννήθηκαν μερικά παιδιά και κανένα δεν πέθανε. Στις 19 Νοεμβρίου 1939, πλέοντας στη Βόρεια Θάλασσα (51.21Β , 2.25Α), το SS Stanbrook τορπιλίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο, κόπηκε στα δύο και βούλιαξε αύτανδρο. Το ναυάγιο δεν δέχεται επισκέπτες. Και μετά από αυτή την απάντηση, το ερώτημα είναι:

Πλοίαρχε Ντίκσον,
τι κέρδισες στο Αλικάντε,
εσύ,
κοκκινομούρης, γενναίος των γενναίων;

George Economou (1934-2019)


[Ο Θου]κυδίδης μετρά του αττικού πολέμου
τα πρώτα οκτώ και μισό χρόνια από τη θητεί
ως ιέρειας στον ναό στο Άργος της Ή[ρας
της Χ]ρυσηίδος, που κοιμήθηκε και τον άφησε
να καεί, μετά ξύπνησε και διέφυγε στη νύχτα.
Ήταν γριά, κι εσύ, με λιγότερα από τα μισά της χρόνια,
τι δικαιολογία έχεις, Πύρρα, για το χάος
που έφερες στη ζωή μου μόλις σε τρεις μήνες;

Στις 3 Μαΐου στέγνωσε το μελάνι στο στυπόχαρτο της ζωής ενός σπουδαίου ελληνικής καταγωγής Αμερικανού δημιουργού στο πεδίο του λόγου, του George Economou (Γιώργου Οικονόμου). Ποιητής, λογοτεχνικός κριτικός, καθηγητής μεσαιωνικών αγγλικών και συγκριτικής λογοτεχνίας, δάσκαλος δημιουργικής γραφής και μεταφραστής του Καβάφη και άλλων ποιητών, η αλεξανδρινή αυτή μορφή των αμερικανικών γραμμάτων πέθανε στην ελληνοπρεπή Φιλαδέλφεια.
Είχε γεννηθεί το 1934 – από γονείς που ήρθαν από την Ελλάδα στη Μοντάνα, την τρίτη πιο αραιοκατοικημένη πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών, το Τελευταίο Καλύτερο Μέρος (The Last Best Place), στα βορειοδυτικά σύνορα με τον Καναδά – στην πόλη Great Falls (Μεγάλοι καταρράκτες), όπου ρέει για 61 μέτρα το μικρότερο ποτάμι του κόσμου. Πάνω από άδειο γήπεδο μπέιζμπολ το 1950 εκεί, ο Νικ Μαριάνα, παράγων μικρής ομάδας, απαθανάτισε δυο «λαμπρές, ασημένιες σφαίρες» στον ουρανό, που είχαν παρατηρήσει με τη γραμματέα του. Η δημοσιότητα που συνέχισε να προκαλεί η φωτογράφιση «ανεξακρίβωτου ιπτάμενου αντικειμένου» (UFO) ενέπνευσε τοπική ομάδα να υιοθετήσει το 2007 λογότυπο με πράσινο εξωγήινο σε ιπτάμενο δίσκο.
Έχοντας αποσπάσει πολλές διακρίσεις για την ποίησή του, ο Οικονόμου δίδασκε για 41 χρόνια, μεταξύ άλλων στα Πανεπιστήμια της Μακρονήσου (Long Island University) και της Οκλαχόμα (Oklahoma University). «Η θεά Φύση (Natura) στη μεσαιωνική λογοτεχνία» είναι από τις πιο γνωστές μελέτες του. Την εποχή που ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, συμμετείχε ενεργά σε ποιητικά δρώμενα στο Βίλατζ της Νέας Υόρκης και υπήρξε συνιδρυτής λογοτεχνικών περιοδικών. Γνωστές επίσης είναι οι μεταφράσεις του στα αγγλικά από τον Ευριπίδη και αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης, ενώ έπειτα από δεκαετίες εμπλοκής με τον Καβάφη έφτασε μεταφραστικά στο σημείο να «ολοκληρώνει» ημιτελή ποιήματά του στο βιβλίο «Unfinished and Uncollected».
Παντρεμένος από το 1962 με την ποιήτρια και συγγραφέα του πειραματικού θεάτρου Rochelle Owens (Ροσέλ Όουενς), ο Οικονόμου συνόψισε στις 144 σελίδες του «Ananios of Kleitor» έναν αρχαίο ποιητή, τα ελάχιστα ποιήματα –όπως οι οκτώ στίχοι που μεταφράζονται στην αρχή του κειμένου– και σπαράγματα του οποίου έχουν διασωθεί προκαλούν το ορθολογικό πάθος όσων τον μελετούν και κλειτοριδικούς κλυδωνισμούς στους κόλπους της λογοτεχνίας. Ο εξ Αρκαδίας Ανάνιος συνιστά κορυφαία «κλασική» προσωπικότητα του εικοστού πρώτου αιώνα και λυπάμαι που δεν κατάφερα να μεταδώσω τη διαπίστωση αυτή σε ομοτέχνους του στη χώρα καταγωγής του.
Με τίτλο «3 x 3», το τεύχος του φθινοπώρου 2011 (41.2) του λογοτεχνικού περιοδικού The Iowa Review είχε δημοσιεύσει τρεις εκατέρωθεν «πρωτότυπες μεταφράσεις», δηλαδή μεταφράσεις του Οικονόμου στα αγγλικά τριών ποιημάτων μου και δικές μου μεταφράσεις στα ελληνικά (γλώσσα που πρώτη φορά εμφανιζόταν στο αμερικανικό περιοδικό) τριών δικών του. «Η ιστορία της Κασσάνδρας» ήταν ένα από τα ποιήματά του.

George Economou: «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ»

Η ιστορία της Κασσάνδρας
αρχίζει εκεί που τελειώνει,
με τη γκρίζα λεπίδα
του χαλκού πάνω
στον λαιμό της.

[μια φορά]

Τα ερπετά του ναού
σύρθηκαν εκεί που κοιμόταν,
τίναξαν το δώρο τους
στα χείλη της, αγγίζοντας
τη γλώσσα της.

[ή αργότερα]

Ο θεός του ναού
έτριψε την γλώσσα της
με τη δική του,
μετά έφτυσε, προδομένος,
στο στόμα της.

[μια μέρα]

Όλοι θα έβλεπαν
πως ήταν φτιαγμένη όπως
κάποια από χρυσό
και η πρόβλεψή της απέτυχε
στα αφτιά τους.

[τότε]

Το μουνί της έγινε
λάφυρο των νικητών,
μελλοντικών θυμάτων

της φρίκης που έλυσαν

τα χείλη της.

*

Η λεπίδα βυθίστηκε,
η ζωή της χύθηκε στην παραλία
των λευκών περιθωρίων,

όπου ο καρπός του υπομνηματιστή κρέμεται
στον αέρα.

Π Ρ Ο Σ Ε Χ Ω Σ

Στις 15 Ιουνίου στον Χάρτη:

Αφιέρωμα στον ποιητή και δάσκαλο της γραφής Μίμη Σουλιώτη


Γράφουν:

Δημήτρης Καλοκύρης, Β. Π. Καραγιάνης, Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος, Σοφία Νικολαϊδου, Θεόδωρος Παπαγγελής, Αγγελική Πεχλιβάνη, Μανόλης Σαββίδης, Αλίκη Συμεωνάκη, Γιώργος Χουλιάρας, Τίνα Χρηστίδη

ενώ ετοιμάζονται μικρά και μεγάλα αφιερώματα για τους:
Τάσο Δενέγρη, Γιώργο Πάτσα, Ίταλο Καλβίνο, Γιάννη Βαρβέρη, Έλλη Σκοπετέα, Θανάση Χαρμάνη κ.ά.

Με κάθε νέο τεύχος του ηλεκτρονικού Χάρτη, ανεβαίνει σκαναρισμένο κατά σειρά και ένα από τα τεύχη (1-26) του Χάρτη της έντυπης περιόδου (1982-1988). Για να συμπορεύεται η αρίθμηση, στο τεύχος 6 δεν αναρτάται έντυπο τεύχος αφού στο τεύχος 5 ανέβηκε το διπλό 5/6 (Αφιέρωμα στον Καβάφη). Από το επόμενο οι αναρτήσεις των σκαναρισμένων τευχών θα συνεχιστούν κανονικά.