Την Κα­θα­ρή Δευ­τέ­ρα –ξη­με­ρώ­νο­ντας– ονει­ρεύ­τη­κα ότι με εί­χαν κα­τα­τά­ξει από τον οι­κείο μου δή­μο να γλε­ντή­σω σε μια υπό κα­τα­σκευ­ήν πλα­τεία, εντε­λώς δω­ρε­άν, με κρα­σί και με­ζέ­δες που η αξία τους πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στα δη­μο­τι­κά τέ­λη. Αίφ­νης όμως, τ’ όνει­ρό μου συ­σκο­τί­σθη­κε από δια­κο­πή ρεύ­μα­τος που οφει­λό­ταν σε ανα­δρο­μι­κή άρ­νη­ση της δαι­μο­νί­ας Πο­λι­τι­σμι­κής Υπουρ­γού να κα­τα­βά­λει τα τέ­λη της τη­λε­ρα­διο­φω­νί­ας που εί­ναι εν­σω­μα­τω­μέ­να στην από­δει­ξη εξη­λε­κτρι­σμού της. Τέ­τοια συ­σκό­τι­ση για μια απλή εν­σω­μά­τω­ση! Έτσι λοι­πόν απροσ­δό­κη­τα συ­σκο­τι­σμέ­νος, ανα­γκά­στη­κα να ενι­σχύ­σω τα όνει­ρά μου με την μπα­τα­ρία που ρυθ­μί­ζει τον βη­μα­το­δό­τη της ψυ­χής μου. Όμως με μια εκτός δι­κτύ­ου κι ελ­λι­πή ενέρ­γεια, δεν εί­ναι δυ­να­τόν να βλέ­πεις αμε­ρό­λη­πτα όνει­ρα. Με την ενί­σχυ­ση της μπα­τα­ρί­ας μου αραί­ω­σε λί­γο το σκο­τά­δι κι αμέ­σως διέ­κρι­να με­ταμ­φιε­σμέ­νους συγ­γρα­φείς της απο­βρα­δίς Καρ­να­βά­λιας Κυ­ρια­κής, ν’ απει­λούν την Υπά­τη του Κρα­τι­κού μας Πο­λι­τι­σμού ότι, αν δεν δο­θεί φο­ρο­λο­γι­κή ασυ­λία στο λευ­κό παρ­θέ­νο χαρ­τί των δη­μιουρ­γών, θα θε­α­θούν –πα­ρά την συ­σκό­τι­ση– φω­σφο­ρί­ζο­ντα κεί­με­να λο­γο­τε­χνών να κα­τα­λαμ­βά­νουν τον εκτυ­πω­τι­κό χώ­ρο που τώ­ρα κα­τέ­χουν οι οι προ­δια­γρα­φές και οι οδη­γί­ες χρή­σε­ως πά­νω στα κου­τιά με τις παι­δι­κές τρο­φές, στις ετι­κέ­τες των φια­λών με τα διά­φο­ρα πο­τά που κα­τα­να­λώ­νο­νται σε κυ­λι­κεία και μπαρ, στις συ­σκευα­σί­ες με τις απορ­ρυ­πα­ντι­κές των ερω­τι­κών μας εν­δυ­μά­των. Υπό την απει­λήν της νέ­ας αυ­τής εκ­δο­τι­κής με­θό­δου, εί­δα πολ­λούς εκ­δό­τες να πε­θαί­νουν αυ­το­βού­λως, συν­θλι­βό­με­νοι μέ­σα στις τε­ρά­στιες μη­χα­νές των τυ­πο­γρά­φων. Εί­δα ζω­γρά­φους αυ­το­μα­κι­για­ρι­σμέ­νους ν’ απει­λούν ότι θ’ αυ­το­κτο­νή­σουν τρώ­γο­ντας τα πα­νά­κρι­βα χρώ­μα­τά τους. Τό­τε ένιω­σα εκου­σί­ως ασκη­τής και άθε­λά μου ανα­χω­ρη­τής και ονει­ρεύ­τη­κα τον ήδη ονει­ρευό­με­νο εαυ­τό μου ν’ ακού­ει δω­ρε­άν πα­νά­κρι­βη μου­σι­κή από ει­σα­φό­με­νες κα­σέ­τες, μπρο­στά σε ένα –επί τού­του– στη­μέ­νο πε­ρί­πτε­ρο από την αρ­μό­δια υπη­ρε­σία Πο­λι­τι­σμού.
Μέ­σα σ’ αυ­τόν τον τρυ­φε­ρό εφιάλ­τη έσπευ­σε να με συν­δρά­μει μια πα­λιά ερω­τι­κή φί­λη, κα­θώς την ονει­ρεύ­τη­κα να με αφυ­πνί­ζει προ­σφέ­ρο­ντάς μου το εβα­πο­ρέ της στή­θος για πρό­γευ­μα, σαν τό­τε που μας κα­λη­μέ­ρι­ζε ο ήλιος στα μυ­στι­κά μας αγρο­κτή­μα­τα της Βό­ρειας Ευ­ρώ­πης. Ήταν άκρως ερω­τι­κή στις αλ­λε­πάλ­λη­λες ενσψ­μα­τώ­σεις μας, αλ­λά οι φί­λοι μας νό­μι­ζαν πως επει­δή δεν ήθε­λε μω­ρό την εί­χα ονο­μά­σει Amoroza.

(περ. Το Τέ­ταρ­το, τχ. 12, 1986)