[Ο Θου]κυ­δί­δης με­τρά του ατ­τι­κού πο­λέ­μου
τα πρώ­τα οκτώ και μι­σό χρό­νια από τη θη­τεί
ως ιέ­ρειας στον ναό στο Άρ­γος της Ή[ρας
της Χ]ρυ­ση­ί­δος, που κοι­μή­θη­κε και τον άφη­σε
να κα­εί, με­τά ξύ­πνη­σε και διέ­φυ­γε στη νύ­χτα.
Ήταν γριά, κι εσύ, με λι­γό­τε­ρα από τα μι­σά της χρό­νια,
τι δι­καιο­λο­γία έχεις, Πύρ­ρα, για το χά­ος
που έφε­ρες στη ζωή μου μό­λις σε τρεις μή­νες;

Στις 3 Μα­ΐ­ου στέ­γνω­σε το με­λά­νι στο στυ­πό­χαρ­το της ζω­ής ενός σπου­δαί­ου ελ­λη­νι­κής κα­τα­γω­γής Αμε­ρι­κα­νού δη­μιουρ­γού στο πε­δίο του λό­γου, του George Economou (Γιώρ­γου Οι­κο­νό­μου). Ποι­η­τής, λο­γο­τε­χνι­κός κρι­τι­κός, κα­θη­γη­τής με­σαιω­νι­κών αγ­γλι­κών και συ­γκρι­τι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, δά­σκα­λος δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής και με­τα­φρα­στής του Κα­βά­φη και άλ­λων ποι­η­τών, η αλε­ξαν­δρι­νή αυ­τή μορ­φή των αμε­ρι­κα­νι­κών γραμ­μά­των πέ­θα­νε στην ελ­λη­νο­πρε­πή Φι­λα­δέλ­φεια.
Εί­χε γεν­νη­θεί το 1934 – από γο­νείς που ήρ­θαν από την Ελ­λά­δα στη Μο­ντά­να, την τρί­τη πιο αραιο­κα­τοι­κη­μέ­νη πο­λι­τεία των Ηνω­μέ­νων Πο­λι­τειών, το Τε­λευ­ταίο Κα­λύ­τε­ρο Μέ­ρος (The Last Best Place), στα βο­ρειο­δυ­τι­κά σύ­νο­ρα με τον Κα­να­δά – στην πό­λη Great Falls (Με­γά­λοι κα­ταρ­ρά­κτες), όπου ρέ­ει για 61 μέ­τρα το μι­κρό­τε­ρο πο­τά­μι του κό­σμου. Πά­νω από άδειο γή­πε­δο μπέιζ­μπολ το 1950 εκεί, ο Νικ Μα­ριά­να, πα­ρά­γων μι­κρής ομά­δας, απα­θα­νά­τι­σε δυο «λα­μπρές, αση­μέ­νιες σφαί­ρες» στον ου­ρα­νό, που εί­χαν πα­ρα­τη­ρή­σει με τη γραμ­μα­τέα του. Η δη­μο­σιό­τη­τα που συ­νέ­χι­σε να προ­κα­λεί η φω­το­γρά­φι­ση «ανε­ξα­κρί­βω­του ιπτά­με­νου αντι­κει­μέ­νου» (UFO) ενέ­πνευ­σε το­πι­κή ομά­δα να υιο­θε­τή­σει το 2007 λο­γό­τυ­πο με πρά­σι­νο εξω­γή­ι­νο σε ιπτά­με­νο δί­σκο.
Έχο­ντας απο­σπά­σει πολ­λές δια­κρί­σεις για την ποί­η­σή του, ο Οι­κο­νό­μου δί­δα­σκε για 41 χρό­νια, με­τα­ξύ άλ­λων στα Πα­νε­πι­στή­μια της Μα­κρο­νή­σου (Long Island University) και της Οκλα­χό­μα (Oklahoma University). «Η θεά Φύ­ση (Natura) στη με­σαιω­νι­κή λο­γο­τε­χνία» εί­ναι από τις πιο γνω­στές με­λέ­τες του. Την επο­χή που ήταν με­τα­πτυ­χια­κός φοι­τη­τής στο Πα­νε­πι­στή­μιο Κο­λού­μπια, συμ­με­τεί­χε ενερ­γά σε ποι­η­τι­κά δρώ­με­να στο Βί­λατζ της Νέ­ας Υόρ­κης και υπήρ­ξε συ­νι­δρυ­τής λο­γο­τε­χνι­κών πε­ριο­δι­κών. Γνω­στές επί­σης εί­ναι οι με­τα­φρά­σεις του στα αγ­γλι­κά από τον Ευ­ρι­πί­δη και αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής ερω­τι­κής ποί­η­σης, ενώ έπει­τα από δε­κα­ε­τί­ες εμπλο­κής με τον Κα­βά­φη έφτα­σε με­τα­φρα­στι­κά στο ση­μείο να «ολο­κλη­ρώ­νει» ημι­τε­λή ποι­ή­μα­τά του στο βι­βλίο «Unfinished and Uncollected».
Πα­ντρε­μέ­νος από το 1962 με την ποι­ή­τρια και συγ­γρα­φέα του πει­ρα­μα­τι­κού θε­ά­τρου Rochelle Owens (Ρο­σέλ Όου­ενς), ο Οι­κο­νό­μου συ­νό­ψι­σε στις 144 σε­λί­δες του «Ananios of Kleitor» έναν αρ­χαίο ποι­η­τή, τα ελά­χι­στα ποι­ή­μα­τα –όπως οι οκτώ στί­χοι που με­τα­φρά­ζο­νται στην αρ­χή του κει­μέ­νου– και σπα­ράγ­μα­τα του οποί­ου έχουν δια­σω­θεί προ­κα­λούν το ορ­θο­λο­γι­κό πά­θος όσων τον με­λε­τούν και κλει­το­ρι­δι­κούς κλυ­δω­νι­σμούς στους κόλ­πους της λο­γο­τε­χνί­ας. Ο εξ Αρ­κα­δί­ας Ανά­νιος συ­νι­στά κο­ρυ­φαία «κλα­σι­κή» προ­σω­πι­κό­τη­τα του ει­κο­στού πρώ­του αιώ­να και λυ­πά­μαι που δεν κα­τά­φε­ρα να με­τα­δώ­σω τη δια­πί­στω­ση αυ­τή σε ομο­τέ­χνους του στη χώ­ρα κα­τα­γω­γής του.
Με τί­τλο «3 x 3», το τεύ­χος του φθι­νο­πώ­ρου 2011 (41.2) του λο­γο­τε­χνι­κού πε­ριο­δι­κού The Iowa Review εί­χε δη­μο­σιεύ­σει τρεις εκα­τέ­ρω­θεν «πρω­τό­τυ­πες με­τα­φρά­σεις», δη­λα­δή με­τα­φρά­σεις του Οι­κο­νό­μου στα αγ­γλι­κά τριών ποι­η­μά­των μου και δι­κές μου με­τα­φρά­σεις στα ελ­λη­νι­κά (γλώσ­σα που πρώ­τη φο­ρά εμ­φα­νι­ζό­ταν στο αμε­ρι­κα­νι­κό πε­ριο­δι­κό) τριών δι­κών του. «Η ιστο­ρία της Κασ­σάν­δρας» ήταν ένα από τα ποι­ή­μα­τά του.

George Economou: «Η ΙΣΤΟ­ΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΣ­ΣΑΝ­ΔΡΑΣ»

Η ιστο­ρία της Κασ­σάν­δρας
αρ­χί­ζει εκεί που τε­λειώ­νει,
με τη γκρί­ζα λε­πί­δα
του χαλ­κού πά­νω
στον λαι­μό της.

[μια φο­ρά]

Τα ερ­πε­τά του να­ού
σύρ­θη­καν εκεί που κοι­μό­ταν,
τί­να­ξαν το δώ­ρο τους
στα χεί­λη της, αγ­γί­ζο­ντας
τη γλώσ­σα της.

[ή αρ­γό­τε­ρα]

Ο θε­ός του να­ού
έτρι­ψε την γλώσ­σα της
με τη δι­κή του,
με­τά έφτυ­σε, προ­δο­μέ­νος,
στο στό­μα της.

[μια μέ­ρα]

Όλοι θα έβλε­παν
πως ήταν φτιαγ­μέ­νη όπως
κά­ποια από χρυ­σό
και η πρό­βλε­ψή της απέ­τυ­χε
στα αφτιά τους.

[τό­τε]

Το μου­νί της έγι­νε
λά­φυ­ρο των νι­κη­τών,
μελ­λο­ντι­κών θυ­μά­των

της φρί­κης που έλυ­σαν

τα χεί­λη της.

*

Η λε­πί­δα βυ­θί­στη­κε,
η ζωή της χύ­θη­κε στην πα­ρα­λία
των λευ­κών πε­ρι­θω­ρί­ων,

όπου ο καρ­πός του υπο­μνη­μα­τι­στή κρέ­με­ται
στον αέ­ρα.