Όσο περίεργο και αν είναι, γεγονός παραμένει ότι δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω. Όχι μόνο δεν μπορώ να διαβάσω εκείνα που είχα κάποτε γράψει, καθώς δεν επιτρέπεται να κρατώ αρχείο, αλλά είναι αδύνατον να διαβάσω ακόμη και αυτά που με κάποιον τρόπο μόλις έγραψα, γιατί τα αφαιρούν, καθώς δεν μου επιτρέπουν να τα διαβάζω. Αμέσως αφαιρούνται από την οθόνη τα γράμματα που πληκτρολογώ, αν γράφω σε οθόνη και δεν υφίσταται μνήμη να ανακαλέσω. Αμέσως διαλύεται το χαρτί ή κάθε άλλη επιφάνεια στην οποία γράφω, αν γράφω σε κατεργασμένη για γράψιμο επιφάνεια. Αμέσως γκρεμίζονται πετρώματα και τοίχοι όπου γράφω σκαλίζοντας και είναι αδύνατον να τα διαβάσω. Δεν ξέρω αν έγραψα πόσο περίεργο είναι να μη μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω.
Δεν ξέρω γιατί δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω. Δεν ξέρω αν είναι θέμα ηλικίας, αν δηλαδή νομίζουν ότι είμαι σε ηλικία που δεν επιτρέπεται να διαβάζω όσα γράφω. Δεν ξέρω αν θέλουν να με προφυλάξουν από τις βλαβερές συνέπειες της ανάγνωσης, από τις κακές της επιδράσεις, από την απώλεια χρόνου που συνεπάγεται, από την απομόνωση από το περιβάλλον που προκαλεί, από την αδυναμία των άλλων να με διακόψουν ενώ διαβάζω, από τις συνεχείς μεταφορές σε άλλους τόπους και εποχές.
Δεν ξέρω σε ποιο τόπο ή εποχή βρίσκομαι, καθώς δεν επιτρέπεται να διαβάζω και τρόπο σύγκρισης δεν έχω. Δεν ξέρω ποιοι δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω. Είναι οι γονείς μου; Τα παιδιά; Οι σύντροφοι; Οι δεσμοφύλακες της καθημερινότητας; Άνθρωποι των φυλακών που με φροντίζουν; Αν αυτοί είναι που δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω, ποιος είμαι εγώ που γράφω, τι χρώμα έχω, τι φύλο, πού ανήκω, πώς γράφω; Αν δεν είναι το ίδιο να διαβάζω και να γράφω, τι είναι ίδιο και τι είναι διαφορετικό; Δεν ξέρω αν έγραψα ότι δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω. Αυτό που ξέρω είναι ότι, αφού δεν μου επιτρέπουν να διαβάζω όσα γράφω, συνεχώς γράφω.