Πριν πολλά χρόνια, σ’ ένα κείμενό μου, στην Ελευθεροτυπία νομίζω, τον είχα ―με τα σωστά μου― αποκαλέσει ποιητή. Γιατί τότε ακόμα μού ήταν πρόσφατο το που γονάτιζα κάθε πρωί στο περίπτερο απέξω για να δω τις εκτός συναγωνισμού γελοιογραφίες του, μια κι ό,τι άλλο είχαν οι εφημερίδες συνήθως αδιάφορο ήταν, είναι.
Με τον Γιάννη Ιωάννου γίναμε φίλοι αργότερα, με τον Κύριλλο Σαρρή ανάμεσά μας πάντα, κοινό μας φίλο, ―Άντε, τι θα γίνει, λέγαμε κάθε φορά στο τηλέφωνο, πες στον Κύριλλο να τα πούμε επιτέλους κι από κοντά…
Στη γιορτή του ―την ιερή επιπλέον για μένα λόγω του πατέρα μου― του τηλεφωνούσα ανελλιπώς, κι ο Γιάννης με καλούσε πάντοτε στο σπίτι τους, όμως για κάποιο λόγο κάθε φορά διαφορετικό έτυχε να μην πάω ποτέ.
Ειδωθήκαμε επιτέλους όταν τον ξεκούνησα στο θέατρο ενός κωμικού που είχα ξεχωρίσει να πάμε πριν κάποια χρόνια, να ξεσκάσει. Γέλασε με την ψυχή του πράγματι, συγκινήθηκε μάλιστα με το πώς και πόσο τον αγαπάγαμε εγώ και κάποιοι δικοί μου άνθρωποι ― από ’κει κι η φωτογραφία που τους έβγαλα με τον κουμπάρο μου, τον Τζίμη Πανούση.


Ξαναβρεθήκαμε ωραία και καλά ένα άλλο βράδυ στον ιστορικό «Πειναλέοντα», του Μακάριου του Αβδελιώδη στη Μαυρομιχάλη, με τον Πέτρο Ζερβό, τον άλλο αγαπημένο μου αυτή τη φορά μαζί μας.
Ο Ιωάννου, ο Γιάννης, πάντα ευγενής και χαμηλόφωνος, σε κόσμο, στον κόσμο του τον εσωτερικό ταυτόχρονα ήταν κάθε στιγμή, έτσι τον ένοιωθα κι εγώ να ’ναι. Στον κόσμο ενός πραγματικού ποιητή, το επαναλαμβάνω μετ’ επιπλέον λόγου γνώσεως και τώρα, που πολλά-πολλά δεν θα ‘θελε και με κάποιους καταφερτζήδες της τέχνης του που τον διαδέχτηκαν, κατέλαβαν τους χώρους, και κάποτε και τον παραμέρισαν ίσως. Που θριάμβευσαν στη γελοιογραφία, την τόσο βαθιά κι αυτήν υπόθεση, ως Φραντζόλες κι Απόλλωνες αντίστοιχοί τους στο τραγούδι, εξυπνάκηδες, ετοιματζήδες, ρηχά αντιγράφοντας κάποιους ξένους, που ούτε το ελάχιστο από τα τόσα στις μέρες μας δημοφιλή τους στο μέλλον δεν πρόκειται να υπάρχουν, να μείνουν.

Ενώ από τον Ιωάννου …

(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές)