Ο Τζί­μης Πα­νού­σης με τον Νι­κό­λαο Σκου­φά (ανέκ­δο­τη φωτ. του Σ.Κ.)



Πε­ρί­που την επο­χή που ξε­κι­νού­σε όλη αυ­τή η θε­α­τρι­κή μας ασυ­ναρ­τη­σία, για να φτά­σει όπου έφτα­σε πια με του μο­ντερ­νι­σμού και της δή­θεν πρω­το­πο­ρί­ας τα ση­με­ρι­νά ανεκ­δι­ή­γη­τα απο­τε­λέ­σμα­τα, μας εί­χε κα­λέ­σει μια φί­λη μας ηθο­ποιός να πά­με να τη δού­με με τον Τζί­μη Πα­νού­ση.
Πή­γα­με, μά­λι­στα λαϊ­κή απο­γευ­μα­τι­νή Τε­τάρ­της θυ­μά­μαι και βρε­θή­κα­με οι δυο μας ανά­με­σα σε γη­ραιές θε­α­τρό­φι­λες κυ­ρί­ες, που δεν θ’ άφη­ναν πα­ρά­στα­ση να μη δουν, εκεί­νης συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης.
Ο Τζί­μης, όσο προ­χω­ρού­σε αυ­τό το ακα­τά­λη­πτο δη­μιούρ­γη­μα, έπα­θε σχε­δόν πα­νι­κό, δεν άντε­χε άλ­λο, γύ­ρι­σε και μου εί­πε: —Εί­μα­στε σε πο­λύ βα­θύ πη­γά­δι. Δεν πρό­κει­ται να τε­λειώ­σει πο­τέ αυ­τό το μαρ­τύ­ριο…
Κοί­τα­ξα το πρό­γραμ­μα, που πε­ριεί­χε ευ­τυ­χώς όλο το πα­ρα­σται­νό­με­νο πό­νη­μα, κι εί­δα πως εί­χα­με δια­βεί ήδη τα τρία τέ­ταρ­τα. Τον κα­θη­σύ­χα­σα, για ν’ αντέ­ξει.
Κά­ποιον και­ρό με­τά, πά­νω στον πό­λε­μο της Γιου­γκο­σλα­βί­ας, το ’99 δη­λα­δή, την ξα­να­πά­θα­με, πά­λι με πρό­σκλη­ση φί­λων ηθο­ποιών. Αυ­τή τη φο­ρά δεν ανα­ζή­τη­σε τη βο­ή­θειά μου κα­τά τη διάρ­κεια του έρ­γου.
Όμως, όταν τε­λεί­ω­σε κι αυ­τή η πε­ρι­πέ­τεια και βρε­θή­κα­με να περ­πα­τά­με με­τά νύ­χτα έξω στον δρό­μο, με κρά­τη­σε λί­γο πιο πί­σω από την πα­ρέα στην οποία με­τεί­χαν και οι φί­λοι μας ηθο­ποιοί που μας εί­χαν φι­λο­ξε­νή­σει, πλη­σί­α­σε στο αυ­τί μου και μου ψι­θύ­ρι­σε: —Κα­λά κά­νουν και μας βομ­βαρ­δί­ζουν οι Αμε­ρι­κά­νοι.


(Από το ανέκ­δο­το βι­βλίο Νουάρ Στιγ­μές )