Συζητούσαμε κάποτε με τον Ταχτσή, την εποχή που τρέχανε όλοι στην Αθήνα —αλλά όχι μόνο— στους πρωινούς τότε κινηματογράφους για τσόντες, τη δεκαετία του ’70 αλλά και του ’80 μετά δηλαδή, που η απελευθέρωσή μας από τη Χούντα περιείχε κι αυτή την επιπλέον πανελλήνια διάσταση, γιατί ο κόσμος προτιμούσε τα κακόγουστα κι αδέξια ελληνικά πορνό, που σήμερα πια ως cult, βέβαια, επιβιώνουν, κι όχι τα ξένα, τα γαλλικά, τ’ αμερικάνικα, που είχαν άλλες προδιαγραφές από τότε και πολύ ανώτερες, οπτικά τουλάχιστον, εικόνες.
—Μα είναι απλό, μου είπε. Γιατί οι άνθρωποι ακούν να μιλάνε τη γλώσσα τους, κι αυτό τους διεγείρει, τους τραβάει πολύ πιο πολύ, μαζί και με τη διάσταση των χαρακτήρων της διπλανής πόρτας, των δικών τους.
Η γλώσσα! Τα ελληνικά. Συμφώνησα, τι άλλο; Το να νοιώθεις τα πρόσωπα στην οθόνη κοντινά σου, που τα καταλαβαίνεις, που σου μιλάνε… Τι άλλο;
(Κάποτε είχα γράψει κι ένα κείμενο για τις υψηλού χιούμορ ατάκες των θαμώνων, της γαλαρίας στα σινεμά αυτά μέσα, στο Αλάσκα, στο Αβέρωφ, στον Αρίωνα, στο Κοσμοπολίτ, στο Ομόνοια, στο Σταρ, στο Ιντεάλ, στο Ελιζέ. Αλλά τώρα, πιο πολύ θυμάμαι στο Λίνα, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας από πάνω, την επιμονή του κοινού να ζητάει τσόντα, να ωρύεται γιατί ο γηραιός ιδιοκτήτης του εκείνη τη μέρα κάτι φοβόταν και δεν έβαζε, ώσπου ακούστηκε η κραυγή: —Ρε π@στη, γέρο, τι ψυχή θα παραδώσεις?!)
( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )