Α  Φ  Ι  Ε  Ρ  Ω  Μ  Α
Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς (1924-2012)
________

Επι­μέ­λεια: Σπύ­ρος Μο­σκό­βου



Ο συγ­γρα­φέ­ας Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς υπήρ­ξε ολι­γο­γρά­φος και καί­ριος. Τα εκρη­κτι­κά υπερ­λε­ξι­στι­κά κεί­με­νά του που δη­μο­σιεύ­θη­καν για πρώ­τη φο­ρά στο πε­ριο­δι­κό Πά­λι του Νά­νου Βα­λα­ω­ρί­τη το 1964 και το κο­ρυ­φαίο βι­βλίο του Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1966 (επα­νεκ­δό­θη­κε τρι­πλα­σια­σμέ­νο το 1989 και φέ­τος, 35 χρό­νια με­τά, θα ανα­τυ­πω­θεί από τις εκ­δό­σεις της «Εστί­ας») υπήρ­ξαν για την επο­χή τους πρω­το­πο­ρια­κά, άσκη­σαν με­γά­λη επί­δρα­ση στους ομο­τέ­χνους του και πλού­τι­σαν απρό­σμε­να τον νε­ο­ελ­λη­νι­κό αφη­γη­μα­τι­κό λό­γο. Πολ­λοί θαύ­μα­σαν αυ­τό το έρ­γο, πολ­λούς συ­νε­πή­ρε, αλ­λά κα­τά πα­ρά­ξε­νο τρό­πο δεν βρή­κε συ­νέ­χεια, έμει­νε στο στε­ρέ­ω­μα σαν μια ει­δι­κή και ανε­πα­νά­λη­πτη πε­ρί­πτω­ση.
Συ­νει­δη­τή πρό­θε­σή του ήταν μια συ­ναι­σθη­μα­τι­κά πλή­ρως απο­φορ­τι­σμέ­νη γλώσ­σα, μια γλώσ­σα μα­θη­μα­τι­κής ακρί­βειας, μια πρό­ζα τέ­λειου σχε­δια­σμού. Όπως στο κεί­με­νο «Ενώ­πιον πο­λυ­βο­λη­τού», στο οποίο πει­ρα­μα­τί­ζε­ται με μια ηλε­κτρο­νι­κή «αφη­γη­μα­τι­κή συ­σκευή». Της δί­νει συ­νε­χώς εναλ­λασ­σό­με­νες εντο­λές κι αυ­τή πα­ρά­γει διαρ­κώς νέ­ες εκ­δο­χές του ίδιου θέ­μα­τος, ένα κα­λει­δο­σκό­πιο αχα­λί­νω­της γλωσ­σι­κής ευ­φρο­σύ­νης. Αλ­λά πί­σω από αυ­τή τη γε­ω­με­τρι­κή αρ­μο­νία και εντέ­λεια διαι­σθά­νε­ται κα­νείς ένα απο­μο­νω­μέ­νο εγώ, έγκλει­στο, που καγ­χά­ζει προ­κλη­τι­κά με τον έξω κό­σμο. Η αφε­τη­ρία και η πεμ­πτου­σία της ζω­ής και του έρ­γου του ήταν η απο­ξέ­νω­ση του αν­θρώ­που μέ­σα σε έναν εχθρι­κό κό­σμο και η προ­σπά­θεια λύ­τρω­σης με την επι­νό­η­ση νέ­ων κό­σμων, μέ­σα από ανα­νε­ού­με­νες γλωσ­σι­κές φα­ντα­σμα­γο­ρί­ες.

Ο Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να το 1924, ήταν γιος του στρα­τη­γού Αλέ­ξαν­δρου Σχι­νά που εί­χε δια­κρι­θεί για εξαί­ρε­τη αν­δρεία στη Μι­κρα­σια­τι­κή Εκ­στρα­τεία και της Ζω­ής Σα­ρα­ντο­πού­λου, κό­ρης εύ­πο­ρης οι­κο­γέ­νειας. Όπως αρε­σκό­ταν ο ίδιος να ανα­φέ­ρει στα βιο­γρα­φι­κά του ση­μειώ­μα­τα, τε­λεί­ω­σε το Βαρ­βά­κειο, όχι όμως και τη Φυ­σι­κο­μα­θη­μα­τι­κή Σχο­λή, στην οποία σπού­δα­σε για λί­γο χη­μεία. Η ανέ­με­λη νιό­τη στην Κη­φι­σιά επρό­κει­το να τε­λειώ­σει από­το­μα με τη στρα­τιω­τι­κή θη­τεία την επο­χή του εμ­φυ­λί­ου. Ξυ­λο­δαρ­μός από μέ­λη του ΕΑΜ, πα­ρέμ­βα­ση της μη­τέ­ρας που πρό­σφε­ρε τό­τε υπη­ρε­σί­ες νο­σο­κό­μας, απο­λυ­τή­ριο ως «ψυ­χι­κά ευά­λω­τος». Η μη­τέ­ρα νο­σο­κό­μα εμ­φα­νί­ζε­ται και στο πε­ζό «Ο πό­λε­μος», ένα κεί­με­νο ορ­γου­ε­λι­κής ατμό­σφαι­ρας, στο οποίο μια αδιό­ρα­τη εξου­σία επι­βάλ­λει τη στρα­τιω­τι­κο­ποί­η­ση της κοι­νω­νί­ας και την αλ­λο­τρί­ω­ση του αν­θρώ­που. Πα­ράλ­λη­λα με τις πνευ­μα­τι­κές ζυ­μώ­σεις της ανή­συ­χης νε­ο­λαί­ας που δια­δρα­μα­τί­ζο­νταν στα κα­φε­νεία Βυ­ζά­ντιο και Μπρα­ζί­λιαν αρ­χί­ζουν τα επα­νει­λημ­μέ­να τα­ξί­δια στη Δυ­τι­κή Γερ­μα­νία, όπου και τε­λι­κά θα εγκα­τα­στα­θεί το 1959. Πα­ρά την Κα­το­χή υπήρ­χε διά­χυ­τη στην οι­κο­γέ­νεια μια εκτί­μη­ση για τις γερ­μα­νι­κές αρε­τές. Στο με­τα­ξύ έχει πα­ντρευ­τεί τη Λέ­να Απέρ­γη και έχει γεν­νη­θεί η κό­ρη τους Αμα­λία.

Έγι­νε αντα­πο­κρι­τής του ΕΙΡ στη Γερ­μα­νία ήδη από το 1963 και, από το 1974, με­τά την επτα­ε­τία συ­νερ­γά­της της ΕΡΤ. Κυ­ρί­ως όμως ταυ­τί­στη­κε με την ελ­λη­νι­κή εκ­πο­μπή της Deutsche Welle (DW) τον και­ρό της δι­κτα­το­ρί­ας, όταν εκα­τομ­μύ­ρια Έλ­λη­νες κά­θε βρά­δυ στις 10 πα­ρά 20΄ανα­ζη­τού­σαν στη μπά­ντα των βρα­χέ­ων τη «Φω­νή της ελευ­θε­ρί­ας» από την Κο­λω­νία. Από τις πιο συ­ναρ­πα­στι­κές ρα­διο­φω­νι­κές πα­ρου­σί­ες τό­τε ήταν ο Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς με την επι­βλη­τι­κή και υπο­βλη­τι­κή φω­νή του, όχι μό­νο για την ανέν­δο­τη αντι­δι­κτα­το­ρι­κή γραμ­μή των σχο­λί­ων του, αλ­λά και για το πά­θος και τη θέρ­μη του ύφους του. Πο­λέ­μη­σε με τον τρό­πο αυ­τό όχι απλά τη χού­ντα, αλ­λά συ­νο­λι­κό­τε­ρα την πο­λι­τι­κή και πνευ­μα­τι­κή κα­θυ­στέ­ρη­ση και υπα­νά­πτυ­ξη στην Ελ­λά­δα.
Ο Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς κυ­ριο­λε­κτι­κά δεν εί­χε άλ­λο στον νου του πέ­ρα από την ελευ­θε­ρία και τη γλώσ­σα. Ήταν ένας ανυ­στε­ρό­βου­λος δη­μο­κρά­της που δεν προ­σπά­θη­σε να εξαρ­γυ­ρώ­σει την όποια συμ­βο­λή του στην απο­κα­τά­στα­ση της δη­μο­κρα­τί­ας. Το αί­τη­μα μιας εκ­συγ­χρο­νι­σμέ­νης παι­δεί­ας τον απα­σχό­λη­σε επί πολ­λά χρό­νια με­τά τη με­τα­πο­λί­τευ­ση και καρ­πός αυ­τής της ενα­σχό­λη­σης υπήρ­ξε η σει­ρά εκ­πο­μπών του από τη DW που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1977 με τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τί­τλο Για την υπε­ρά­σπι­σι της ελ­λη­νι­κής εγκε­φα­λο­κρη­πί­δας. Το συ­ντη­ρού­με­νο δί­λημ­μα τό­τε ήταν ακό­μα «δη­μο­τι­κή ή κα­θα­ρεύ­ου­σα». Ο ίδιος υπο­στή­ρι­ζε ότι ο δη­μο­τι­κι­σμός από μό­νος του δεν αρ­κού­σε για τον εκ­συγ­χρο­νι­σμό της εκ­παί­δευ­σης που στη­ρι­ζό­ταν ακό­μα στην απο­στή­θι­ση και την πα­ρα­τα­κτι­κή συσ­σώ­ρευ­ση γνώ­σε­ων και όχι στην κρι­τι­κή επε­ξερ­γα­σία του γνω­στι­κού υλι­κού, στην ου­σια­στι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση με τον κό­σμο.
Ήταν σαν άν­θρω­πος ένας ιδιόρ­ρυθ­μος γη­τευ­τής ψυ­χών, χει­μαρ­ρώ­δης και αιχ­μη­ρός, αυ­στη­ρός και αν­θρώ­πι­νος, νάρ­κισ­σος και ζεί­δω­ρος. Ίσως μέ­σα απ’ αυ­τές τις αντι­φά­σεις να πη­γά­ζει και η ποι­κι­λο­μορ­φία του έρ­γου του. Η εμπύ­ρε­τη ιδιο­συ­γκρα­σία του τον συ­νέ­δε­σε με το ρη­το­ρι­κό εί­δος του ψό­γου, μια στε­ντό­ρεια κρι­τι­κή σε έρ­γα που θε­ω­ρού­σε ατε­λέ­σφο­ρα ή και σα­θρά. Με μια σει­ρά εκ­πο­μπών στη DW επέ­κρι­νε την πρω­το­βου­λία των 18 Κει­μέ­νων, της επα­νεμ­φά­νι­σης δη­λα­δή το 1970 μιας σει­ράς λο­γο­τε­χνών που τα πρώ­τα χρό­νια της δι­κτα­το­ρί­ας εί­χαν σι­γή­σει. Πί­στευε ότι με το ημί­με­τρο ενός συλ­λο­γι­κού τό­μου προ­σέ­φε­ραν μάλ­λον άλ­λο­θι στη χού­ντα για να δια­τρα­νώ­σει την ελευ­θε­ρία έκ­φρα­σης στην Ελ­λά­δα, ενώ απέρ­ρι­πτε κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά τη «θε­ω­ρία των ρωγ­μών», τη βαθ­μιαία δη­λα­δή υπο­νό­μευ­ση της δι­κτα­το­ρί­ας μέ­σω μι­κρών εσω­τε­ρι­κών ρηγ­μά­των. Στο εί­δος των Ψό­γων ανή­κει αναμ­φί­βο­λα και η κα­ται­γι­στι­κή κρι­τι­κή της με­τά­φρα­σης στα ελ­λη­νι­κά του κλα­σι­κού έρ­γου του Γκί­ντερ Γκρας Το τε­νε­κε­δέ­νιο τα­μπούρ­λο από τον Θ.Δ. Φρα­γκό­που­λο («Εκεί που αν­θί­ζει η Κό­λα­ση και κα­τα­τρο­μά­ζουν τα μα­νι­τά­ρια»: περ. Η λέ­ξη, τ. 55, Ιού­νιος 1986), η επέ­κτα­σή της στο περ. Χάρ­της 20, Ιού­λιος 1986, σσ. 135-137) αλ­λά και η ανε­λέ­η­τη κα­ταγ­γε­λία των αμαρ­τιών του εκ­δο­τι­κού οί­κου της Κο­λω­νί­ας «Ρω­μιο­σύ­νη» («Ένας κίν­δυ­νος για τη λο­γο­τε­χνία μας στη Γερ­μα­νία»: περ. Δια­βά­ζω, τ. 287, Μάιος 1992).

Ήδη πριν από το βα­ρύ εγκε­φα­λι­κό που υπέ­στη στις αρ­χές του 2011 ο Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς εί­χε απο­συρ­θεί στο Έσεν, πλή­ρης ημε­ρών πλέ­ον και αφο­σιω­μέ­νος στον μι­κρό γιο του Νί­κο, καρ­πό του δεύ­τε­ρου γά­μου του με τη Ρουθ Στέλ­κενς. Ήταν πα­ρά­ξε­νο, αλ­λά επί χρό­νια επέ­με­νε ότι ο γιος του δεν χρεια­ζό­ταν να μά­θει ελ­λη­νι­κά, για­τί δεν επρό­κει­το να του χρη­σι­μεύ­σουν σε αντί­θε­ση με τις άλ­λες, με­γά­λες ευ­ρω­παϊ­κές γλώσ­σες. Ένιω­θε πως το με­γά­λο όνει­ρο της ζω­ής του να γί­νει η Ελ­λά­δα μια σύγ­χρο­νη και πραγ­μα­τι­κά προ­ο­δευ­μέ­νη δη­μο­κρα­τία δεν εί­χε γί­νει ακό­μα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Μό­νο που ήταν αρ­γά πια για άλ­λες εκ­πο­μπές, για νέ­ες μά­χες. Όταν όμως τις τε­λευ­ταί­ες ημέ­ρες στο νο­σο­κο­μείο αφου­γκρά­στη­κε το ανα­πό­φευ­κτο, στα­μά­τη­σε να μι­λά γερ­μα­νι­κά. Ξε­ψύ­χη­σε πα­ρα­λη­ρώ­ντας εν λό­γω ελ­λη­νι­κώ, κι ας μην ήταν πια ο φο­ρεύς της φή­μης.

Σ. Μ


_______
Ευ­χα­ρι­στί­ες στις κυ­ρί­ες Αμα­λία Richter-Σχι­νά και Αγνή Κα­τζου­ρά­κη για την διά­θε­ση ει­κο­νο­γρα­φι­κού υλι­κού.





ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΧΙΝΑ

ΒΙΒΛΙΑ
Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς, Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων, έκ­δο­ση περ. Πά­λι, Αθή­να 1966
Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς, Για την υπε­ρά­σπι­σι της ελ­λη­νι­κής εγκε­φα­λο­κρη­πί­δας. Ενα­ντί­ον του σκο­τα­δι­στι­κού ψευ­το­δη­μο­τι­κι­σμού, εκδ. Κέ­δρος 1977
Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς, Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων, επαυ­ξη­μέ­νη έκ­δο­ση, εκδ. Εστία 1989
Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς, Η παρ­τί­δα, εκδ. Εστία 1990

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς, «Το πρό­σω­πο» (Μ. Πα­νώ­ριος, Ελ­λη­νι­κά δι­η­γή­μα­τα επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας, εκδ. Αί­ο­λος 1995, σ. 39-66)
Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς, «Πε­ρί Εκα­τόγ­χει­ρος», περ. Συ­ντέ­λεια, τ. 7-8, άνοι­ξη-κα­λο­καί­ρι 1995
Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς, «Σ’ έναν χάρ­τι­νο δρυ­μό». Το ελ­λη­νι­κό βι­βλίο έξω από το θερ­μο­κή­πιο, εκδ. Libro, Αθή­να 1996
Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς, «Αρι­στί­ω­νος απο­κα­τά­στα­σι», περ. Νέα Συ­ντέ­λεια, τ. 3-4, φθι­νό­πω­ρο 2004-χει­μώ­νας 2005


(Το Δέ­κα­το Ένα­το κεί­με­νο. Ιού­λιος 1971)