Παίζοντας άπαξ

O Man Ray στη σκακιέρα του (1921)
O Man Ray στη σκακιέρα του (1921)
Σημειώσεις για την «Παρτίδα» τού Αλέξανδρου Σχινά

Η πρώ­τη σε­λί­δα της Παρ­τί­δας (Εστία, 1990) ξε­κι­νά με μια απεί­ρως εκτει­νό­με­νη προς τη μία πλευ­ρά σκα­κιέ­ρα· στην άλ­λη πλευ­ρά, την οριο­θε­τη­μέ­νη, εί­ναι πα­ρα­τε­ταγ­μέ­να τα λευ­κά. Αφη­γη­τής της παρ­τί­δας που θα εκτυ­λι­χθεί, και μά­λι­στα απο­λύ­τως ανε­νη­μέ­ρω­τος για ό,τι επί­κει­ται, η «αυ­τού με­γα­λειό­της ο βα­σι­λεύς των λευ­κών». Ο ανα­γνώ­στης κα­θί­στα­ται θε­α­τής του παι­χνι­διού και ακρο­α­τής των εξα­ντλη­τι­κά ανα­λυ­τι­κών και εύ­σχη­μα μύ­χιων σκέ­ψε­ων του μέ­χρι πρό­τι­νος ανυ­πο­ψί­α­στου βα­σι­λιά. Κα­τα­λα­βαί­νει γρή­γο­ρα ότι εδώ δεν πρό­κει­ται για μία νου­βέ­λα που πλέ­κε­ται γύ­ρω απ’ το σκά­κι, αλ­λά μάλ­λον για το ίδιο το σκά­κι ως νου­βέ­λα. Εδώ δεν υπάρ­χουν ο μο­νο­μα­νής Μίρ­κο Τσέ­ντο­βιτς του Τσβάιχ, ο αι­νιγ­μα­τι­κός ανα­χω­ρη­τής Δον Σαν­δά­λιο του Ου­να­μού­νο, ο τρα­γι­κός Λού­ζιν του Να­μπό­κοφ· κα­τά κά­ποιον τρό­πο δεν υπάρ­χει καν η Ιστο­ρία του σκα­κιού. Απλώς (αν και όχι τυ­χαία) ένα υπάρ­χον παι­χνί­δι (ή άθλη­μα; ή δια­νοη­τι­κή άσκη­ση;) επι­στρα­τεύ­ε­ται από τον Σχι­νά ως φόρ­μα της κο­σμο­γο­νί­ας του. Άλ­λη μια «πε­ρί­πτω­ση κα­τα­σκευ­ής κό­σμων» εν ολί­γοις, για να θυ­μη­θού­με την πρώ­τη ενό­τη­τα της πε­ρι­βό­η­της Ανα­φο­ράς πε­ρι­πτώ­σε­ων (επαυ­ξη­μέ­νη έκ­δο­ση, Εστία, 1989). Από το πρώ­το κιό­λας κεί­με­νο αυ­τού του αλ­λο­παρ­μέ­νου βι­βλί­ου, ο Σχι­νάς συ­νο­ψί­ζει με αφο­ρι­στι­κό στυλ την άπο­ψή του επί του θέ­μα­τος, πα­ρα­δί­δο­ντάς μας το προ­θε­σια­κό κλει­δί (και) της Παρ­τί­δας — γρά­φει: «Από πού προ­έρ­χο­νται τα εκά­στο­τε απαι­τού­με­να κο­σμο­κα­τα­σκευα­στι­κά συ­στα­τι­κά; […] Οι σώ­φρο­νες κα­τα­σκευα­στές κό­σμων γνω­ρί­ζουν ότι εί­ναι υπο­χρε­ω­μέ­νοι να τα προ­μη­θεύ­ο­νται από μία και μό­νη πη­γή: τον ήδη προ­κα­τα­σκευα­σμέ­νο κό­σμο.»
Πο­λύ συ­χνά ο ει­ρω­νι­κός τό­νος του Σχι­νά εί­ναι πα­ρα­πλα­νη­τι­κός, αν όχι σκό­πι­μα απο­προ­σα­να­το­λι­στι­κός: οι «κα­τα­σκευα­στές κό­σμων» (κα­τά το «κα­τα­σκευα­στές πλυ­ντη­ρί­ων») και η «σω­φρο­σύ­νη» τους (εν­δε­χο­μέ­νως όχι και το πυ­ρη­νι­κό­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ενός κο­σμο­κα­τα­σκευα­στή) μοιά­ζουν να θέ­λουν να μας πεί­σουν να πά­ρου­με τις πα­ρα­πά­νω δη­λώ­σεις, τις, κα­τά τ’ άλ­λα, κε­ντρι­κές για την κα­τα­νό­η­ση της νο­ο­τρο­πί­ας και της στρα­τη­γι­κής του συγ­γρα­φέα τους, κά­πως στην πλά­κα· αυ­τό το αυ­το­σα­μπο­τάζ (άλ­λο­τε ανε­παί­σθη­το και άλ­λο­τε κραυ­γα­λέο) εί­ναι διαρ­κώς πα­ρόν στην πρό­ζα του, με­ρι­μνά αδια­λεί­πτως για την συ­γκά­λυ­ψη της βα­θύ­τη­τάς του. Θα πέ­φτα­με, λοι­πόν, στην πα­γί­δα του συγ­γρα­φέα ακρι­βώς αν τον υπο­βαθ­μί­ζα­με στην κα­τη­γο­ρία του πνευ­μα­τώ­δους «φαρ­σέρ» — προ­σθέ­τω και αυ­τήν την ομοιό­τη­τα του Άλεκ Σχι­νά με τον ιδιο­φυή καλ­λι­τέ­χνη και σκα­κι­στή Μαρ­σέλ Ντι­σάν (πα­ρά την εμ­μο­νι­κή εμπλο­κή μου με το έρ­γο του τε­λευ­ταί­ου, ήταν ο αδερ­φός μου Κώ­στας Δη­μο­λί­τσας που πρώ­τος μου επε­σή­μα­νε τον πα­ραλ­λη­λι­σμό…).
Σε αντί­θε­ση με την Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων, ένα βι­βλίο με διά­σπα­ση προ­σο­χής (όπως ενη­με­ρώ­νει και ο τί­τλος του), η Παρ­τί­δα (τί­τλος εξί­σου δη­λω­τι­κός για το ποιόν του βι­βλί­ου) εί­ναι απο­λύ­τως προ­ση­λω­μέ­νη και συ­νε­πής ως προς την ανά­πτυ­ξή της. Όταν ο βα­σι­λιάς αρ­χί­ζει να ψυλ­λιά­ζε­ται ότι κά­τι δεν πά­ει κα­λά, πως προ­βλέ­πε­ται σύρ­ρα­ξη και πως δε θα μπο­ρέ­σει έτσι απλά να πα­ρα­δο­θεί στη μα­κα­ριό­τη­τα του πό­θου του για τη βα­σί­λισ­σα, πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νος μό­νον από τους πει­θή­νιους υπη­κό­ους του, στρέ­φε­ται στον «υπα­σπι­στή» του για εξη­γή­σεις. Πράγ­μα­τι, ο αξιω­μα­τι­κός απο­δει­κνύ­ε­ται πο­λύ πιο ενη­με­ρω­μέ­νος από τον άρ­χο­ντά του — πο­νη­ρε­μέ­να πα­ντο­γνώ­στης, πα­τρι­κά συμ­βου­λευ­τι­κός και κρυ­πτι­κός με μια υπό­νοια πει­ράγ­μα­τος. Βα­σι­λι­κό­τε­ρος του βα­σι­λέ­ως· από «τρε­λό» μα­θαί­νεις την αλή­θεια… «Τα πά­ντα εί­ναι από ξύ­λο», απο­φαί­νε­ται αφο­πλι­στι­κά και «οι σκέ­ψεις μας προ­έρ­χο­νται από το ξύ­λο της σκα­κιέ­ρας και εί­ναι αδύ­να­το να συλ­λά­βου­με ο,τι­δή­πο­τε πέ­ρα απ’ αυ­τό», συ­νε­χί­ζει, προ­κα­λώ­ντας μας την υπο­ψία πως μάλ­λον έχει κα­τα­λη­φθεί από το πνεύ­μα του Αλέ­ξαν­δρου Σχι­νά… Η πε­ρι­χα­ρά­κω­ση, συ­νε­πώς, εί­ναι δε­δο­μέ­νη: όλα προ­κύ­πτουν απο­κλει­στι­κά από το ίδιο το υλι­κό, οι κα­θαυ­τές σκέ­ψεις των πεσ­σών δεν εί­ναι πα­ρά απόρ­ροιες του πε­ρι­βάλ­λο­ντός τους, το οποίο εί­ναι και το μό­νο που υπάρ­χει. Δεν πρό­κει­ται για μία παρ­τί­δα σκά­κι, αλ­λά για την παρ­τί­δα· κα­μία άλ­λη δεν μοιά­ζει να έχει προη­γη­θεί, τί­πο­τα δεν φαί­νε­ται να συ­νη­γο­ρεί στο ότι κά­ποια άλ­λη, πα­ρό­μοια, θα λά­βει χώ­ρα με­τά το τέ­λος αυ­τής. Στο «ξύ­λι­νο» σύ­μπαν της Παρ­τί­δας, οι παρ­τί­δες δεν δια­δέ­χο­νται η μία την άλ­λη, υπερ­τε­ρεί κα­τά κρά­τος το αί­σθη­μα του πρω­τό­γνω­ρου· υπό αυ­τήν την έν­νοια, μια ερ­μη­νευ­τι­κή γραμ­μή που θα επι­χει­ρού­σε την ανα­λο­γία με την ίδια τη ζωή, θα ήταν μεν κά­πως χον­δροει­δής, αλ­λά πά­ντως δό­κι­μη.
Πε­ρί αυ­τού πρό­κει­ται, επο­μέ­νως; Πε­ρί μιας με­γα­λε­πή­βο­λης και ταυ­τό­χρο­να τε­τριμ­μέ­νης αλ­λη­γο­ρί­ας; Για κά­τι που θα μπο­ρού­σε να συ­νο­ψι­στεί σε ενο­χλη­τι­κά σλό­γκαν του τύ­που «Η ζωή εί­ναι μια παρ­τί­δα σκά­κι»; Όχι ακρι­βώς. Η αξία της Παρ­τί­δας έγκει­ται στο ότι δεν συ­νο­ψί­ζε­ται σε ένα εύ­ρη­μα που επι­νο­εί­ται για να εξυ­πη­ρε­τή­σει ένα ιδε­ο­λό­γη­μα ή ένα αφή­γη­μα. Το εύ­ρη­μα εί­ναι αύ­ταρ­κες και αυ­τε­ξού­σιο, απο­κτά υπό­στα­ση και φτά­νει στα άκρα του, με μια παι­δι­κή και αβί­α­στη επι­μο­νή, που το κά­νει να ρέ­ει, να ζω­ντα­νεύ­ει και να λά­μπει. Με­τά την Ανα­φο­ρά πε­ρι­πτώ­σε­ων, ο Σχι­νάς πα­ρα­δί­δει κά­τι κρυ­στάλ­λι­να υπαι­νι­κτι­κό και αφη­ρη­μέ­να σα­φές, ένα πα­ρα­μύ­θι σχε­δόν ex nihilo. Αν στην «Ανα­φο­ρά» ο παι­γνιώ­δης τό­νος εί­ναι δαι­μό­νιος και τα­ρα­χο­ποιός, στην Παρ­τί­δα εί­ναι ονει­ρι­κός και γα­λή­νιος. Τό­σο η πο­λε­μι­κή συν­θή­κη όσο και το πα­ρά­λο­γο πα­ρου­σιά­ζο­νται «ξύ­λι­να», όπως όλα (εκτός της γλώσ­σας). Δεν υπάρ­χουν υπερ­λε­ξι­στι­κά πα­ρά­σι­τα, ανορ­θο­λο­γι­κοί πο­λυ­βο­λι­σμοί, κο­σμο­λο­γι­κές εξάρ­σεις. Η χει­μαρ­ρώ­δης ορ­μή της Ανα­φο­ράς με­τα­ποιεί­ται στην Παρ­τί­δα σε μία βία σχε­δόν ανά­λα­φρη.
Γε­νι­κά μι­λώ­ντας, η πε­ζο­γρα­φία του Σχι­νά εί­ναι μια πε­ζο­γρα­φία πο­λυ­ποί­κι­λη, που, πλειο­δο­τώ­ντας στη φα­ντα­σία, πο­ντά­ρει στην ασο­βα­ρο­φά­νεια για να πεί­σει — και πεί­θει, δη­λα­δή μάς παίρ­νει και μάς ση­κώ­νει. Έχω την αί­σθη­ση πως η επι­στρο­φή (ή κα­λύ­τε­ρα η ει­σα­γω­γή) σε αυ­τήν την πα­ρά­δο­ξη, ενί­ο­τε στριφ­νή, και στα­θε­ρά πα­ρα­σιω­πη­μέ­νη γρα­φή (όπως και σ’ εκεί­νη του Ρέ­νου Απο­στο­λί­δη, του Γιώρ­γου Μα­νιά­τη ή του Φαί­δρου Μπαρ­λά) θα ωφε­λού­σε, σή­με­ρα, υπέρ­με­τρα ανα­γνώ­στες και συγ­γρα­φείς. Ανα­γνώ­στες πε­πει­σμέ­νους πως η λο­γο­τε­χνία εί­ναι αυ­τό που έχουν μά­θει να δια­βά­ζουν και συγ­γρα­φείς, ως επί το πλεί­στον εθι­σμέ­νους σε μια προ­σχη­μα­τι­κή σχέ­ση με την (ελ­λη­νι­κή) γλώσ­σα, που τα ξε­νι­κά ονό­μα­τα των χα­ρα­κτή­ρων τους εγ­γυώ­νται για τον κο­σμο­πο­λι­τι­σμό τους ή που μια απο­λι­θω­μέ­νη ηθο­γρα­φία συ­ντε­θει­μέ­νη από ντο­πιο­λα­λιές (με δό­σεις μα­γι­κού ρε­α­λι­σμού) κρί­νε­ται επαρ­κής για να τους πλα­σά­ρει αρ­χι­κά στη λί­στα των «ευ­πώ­λη­των», και από εκεί εν­δε­χο­μέ­νως να τους κα­τα­στή­σει και όντως «ευ­πώ­λη­τους». Εί­ναι κρί­μα που ο ανα­νε­ω­τι­κός και δυ­νά­μει σα­ρω­τι­κός άνε­μος που κρύ­βε­ται στις (προς το πα­ρόν δυ­σεύ­ρε­τες) σε­λί­δες του Σχι­νά πα­ρα­μέ­νει εν πολ­λοίς, δε­κα­ε­τί­ες με­τά, δρο­σι­στι­κό αλ­λά υπό­κω­φο αε­ρά­κι.
Για να επα­νέλ­θω στην επί­μα­χη Παρ­τί­δα, η δύ­να­μή της σχε­τί­ζε­ται άμε­σα με τον τρό­πο που κα­νο­νι­κο­ποιεί και επι­βάλ­λει το πα­ρά­δο­ξο. Από τη στιγ­μή που η σκα­κιέ­ρα παίρ­νει το σχή­μα που εί­ναι πά­νω-κά­τω γνω­στό σε όλους, συ­νο­δευό­με­νο από τον αριθ­μο­γραμ­μα­τι­κό κώ­δι­κα προσ­διο­ρι­σμού των τε­τρα­γώ­νων της, η ανα­πό­τρε­πτη παρ­τί­δα που ακο­λου­θεί δεν εί­ναι πα­ρά η φυ­σι­κή κα­τά­στα­ση των πιο­νιών. Ο ανα­γνώ­στης δεν χρειά­ζε­ται να έχει εντρυ­φή­σει στη θε­ω­ρία των ανοιγ­μά­των, δεν χρειά­ζε­ται καν να φρε­σκά­ρει τα βα­σι­κά πε­ρί κα­νο­νι­σμών και κι­νή­σε­ων· τα μα­θαί­νει εξ αρ­χής, χέ­ρι-χέ­ρι με τον βα­σι­λιά, που ανα­γκά­ζε­ται να τα υπο­στεί στο ξύ­λι­νο πε­τσί του. Αφού οι αρ­χι­κές του αντι­στά­σεις κάμ­πτο­νται χά­ρη στις πιέ­σεις, τις δια­σα­φη­νί­σεις και την κα­λο­λο­γία του υπα­σπι­στή, που με­τα­χει­ρί­ζε­ται ει­ρω­νι­κά τις φα­ντα­σιο­κο­πί­ες του κυ­ρί­ου του ανα­φο­ρι­κά με την απει­ρία των ορί­ων και των δυ­να­το­τή­των του σύ­μπα­ντός τους, ο βα­σι­λιάς αρ­χί­ζει να αφου­γκρά­ζε­ται στο έπα­κρο όσα του συμ­βαί­νουν. Γνω­ρί­ζει τη συ­νω­μο­τι­κή αύ­ρα των δύο αντί­πα­λων στρα­το­πέ­δων και τη φρί­κη της αι­μα­το­χυ­σί­ας, αλ­λά και το νό­η­μα της αγα­πη­τι­κής και ερω­τι­κής αφο­σί­ω­σης· αρ­χί­ζει, έτσι, στα­δια­κά, με­τα­ξύ αλ­λε­πάλ­λη­λων ψυ­χο­συ­ναι­σθη­μα­τι­κών δια­κυ­μάν­σε­ων, να πει­σμώ­νει, να υπο­δέ­χε­ται τη σα­γή­νη του παι­χνι­διού, να βα­θαί­νει τους στο­χα­σμούς του, να παίρ­νει, ενί­ο­τε, θαρ­ρα­λέ­ες πρω­το­βου­λί­ες… Ακό­μη και τα υψι­πε­τή ορά­μα­τά του σι­γά σι­γά σαρ­κώ­νο­νται και δια­νοη­τι­κο­ποιού­νται: ο βα­σι­λιάς συ­νει­δη­το­ποιεί ότι δυ­να­τό­τη­τες δεν υπάρ­χουν μό­νο εκτός ορί­ων, αλ­λά κυ­ρί­ως εντός. Αφή­νε­ται σε μια υπο­λο­γι­στι­κή κα­τα­βύ­θι­ση και, στη μέ­ση του βι­βλί­ου, συ­μπυ­κνώ­νει χω­ρίς τρό­μο την και­νού­ρια του ιδιο­συ­στα­σία: «Δεν μ’ εν­δια­φέ­ρει πιά η έκ­βα­σι αυ­τής της παρ­τί­δας. Το μό­νο που θέ­λω εί­ναι να την πα­ρα­τεί­νω και να δια­τη­ρη­θώ έτσι όσο γί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στη σκα­κιέ­ρα.»
Πράγ­μα­τι, ο βα­σι­λιάς δο­κί­μα­σε εξί­σου, κα­τά την εξέ­λι­ξη της Παρ­τί­δας, την ατα­ρα­ξία και τον πα­νι­κό. Σε μία κο­ρύ­φω­ση, τον ακού­με να εκλι­πα­ρεί τον υπα­σπι­στή του να τον δια­φω­τί­σει σχε­τι­κά με το «βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα» και την «απώ­τε­ρη σκο­πι­μό­τη­τα» του σκα­κιού, ενώ το σπα­ρα­κτι­κό endgame τού επι­φυ­λάσ­σει τον θά­να­το της αγα­πη­μέ­νης του. Όταν ο βα­σι­λιάς ανα­ρω­τιέ­ται ή ορ­γί­ζε­ται, όταν υπό­σχε­ται εκ­δί­κη­ση ή όταν ατε­νί­ζει το επι­κεί­με­νο κε­νό, ερ­χό­μα­στε αντι­μέ­τω­ποι με λό­για, αι­σθή­μα­τα και κα­τα­στά­σεις που κά­τι μας θυ­μί­ζουν, όμως όλως πε­ριέρ­γως αυ­τό το κά­τι έχει πά­ψει, εδώ, να εί­ναι πα­ρά­φω­να με­λό. Έχο­ντας εκτε­θεί σε έναν νέο κό­σμο που πλά­στη­κε για να εκτε­θού­με σ’ αυ­τόν, έχο­ντας δια­νύ­σει τη δια­δρο­μή μιας παρ­τί­δας σκα­κιού από κοι­νού με τα ξύ­λι­να όντα που πρω­τα­γω­νί­ζο­νται σε αυ­τή, η κραυ­γή αγω­νί­ας που αρ­θρώ­νει ο βα­σι­λιάς εί­ναι δι­καιω­μέ­νη, αφού δεν κου­βα­λά­ει πια όλη τη φθο­ρά της κοι­νο­το­πί­ας. Ο Σχι­νάς θε­μα­το­ποιεί πο­λυ­φο­ρε­μέ­νες έν­νοιες: πό­λε­μος, αυ­το­θυ­σία, μοι­ρο­λα­τρία, έρω­τας, θά­να­τος, απώ­λεια, πέν­θος, μνή­μη, και πά­ει λέ­γο­ντας… Αν εί­ναι τό­σο πρω­τό­τυ­πος, εί­ναι επει­δή φρο­ντί­ζει να με­ταγ­γί­σει όλο αυ­τό το υλι­κό που αντλεί από τον «προ­κα­τα­σκευα­σμέ­νο» μας κό­σμο σε μία επί­σης «προ­κα­τα­σκευα­σμέ­νη» φα­ντα­σια­κή σκα­κιέ­ρα. Αν εί­ναι να μι­λή­σου­με για τα ίδια και τα ίδια (όπως εί­μα­στε κα­τα­δι­κα­σμέ­νοι), δεν έχου­με πα­ρά να τα ανα­συ­στή­σου­με, να τα «ρί­ξου­με» σε ένα πε­ρι­βάλ­λον φαι­νο­με­νι­κά ασύμ­βα­τό τους και να τα αφή­σου­με να ανα­γεν­νη­θούν και ν’ αν­θί­σουν. Αν, εκ των υστέ­ρων, κα­τα­σπα­ρά­ξου­με αυ­τά τα νέα άν­θη, τό­τε πι­θα­νό­τα­τα δεν θα ’τα­νε για εμάς…



Ο συ­νώ­νυ­μος Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς δο­λο­φο­νεί τον βα­σι­λιά Γε­ώρ­γιο στη Θεσ­σα­λο­νί­κη (1913)



Όταν, στη με­τε­φη­βεία μου, οι φι­λο­ντα­νταϊ­στι­κές μου τά­σεις και ανα­ζη­τή­σεις με εί­χαν οδη­γή­σει στη μυ­στη­ριώ­δη περ­σό­να του Ελευ­θέ­ριου Δού­για, στην προ­σπά­θεια να ξε­δια­λύ­νω το νή­μα των προ­σώ­πων και των ανα­φο­ρών, εί­χα βρε­θεί αντι­μέ­τω­πος με ένα συ­νώ­νυ­μο λήμ­μα στη Βι­κι­παί­δεια: «Ο Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς (1870-6 Μα­ΐ­ου 1913) ήταν Έλ­λη­νας από τα Κα­νά­λια του Βό­λου που στις 5 Μαρ­τί­ου 1913 δο­λο­φό­νη­σε τον βα­σι­λιά Γε­ώρ­γιο Α΄ στη Θεσ­σα­λο­νί­κη.» Δεν κα­τα­λά­βαι­να, τα νού­με­ρα δεν έβγαι­ναν. Με­τά την ανά­γνω­ση της Παρ­τί­δας, δεν υπάρ­χει αντί­φα­ση: ο Αλέ­ξαν­δρος Σχι­νάς σκο­τώ­νει τον βα­σι­λιά του, που με­τα­φέ­ρε­ται στο τε­τρά­γω­νο «ιώ­τα-τρία», χα­ρί­ζο­ντάς του μία ολό­δι­κή του ανυ­παρ­ξία και προ­σφέ­ρο­ντας σ’ εμάς έναν τρό­πο να επα­να­κα­τοι­κού­με ό,τι μας πε­ρι­βάλ­λει, ό,τι έχει προη­γη­θεί και ό,τι έπε­ται.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: