«Ένας ζω­γρά­φος μπο­ρεί να πει όλα όσα θέ­λει με φρού­τα ή λου­λού­δια ή ακό­μη και με σύν­νε­φα», έλε­γε ο Εντουάρ Μα­νέ, θε­με­λιω­τής της σύγ­χρο­νης τέ­χνης και εξαι­ρε­τι­κά αμ­φι­λε­γό­με­νος στην επο­χή του. Τα λό­για του πα­ρα­πέ­μπουν στη γνω­στή πα­ρα­τή­ρη­ση για τη σχέ­ση ποί­η­σης και ζω­γρα­φι­κής, που διέ­σω­σε ο Πλού­ταρ­χος: «Την μεν ζω­γρα­φί­αν ποί­η­σιν σιω­πώ­σαν», απο­κα­λού­σε ο Σι­μω­νί­δης, «την δε ποί­η­σιν ζω­γρα­φί­αν λα­λού­σαν».
Σο­φά ίσως πράτ­το­ντας, οι ζω­γρά­φοι σιω­πούν. Ίσως όχι τό­σο σο­φοί, οι ποι­η­τές δεν παύ­ουν να προ­σπα­θούν να ζω­γρα­φί­σουν με τα λό­για τους. Φυ­σι­κά στρέ­φουν τις ει­κα­σί­ες τους σε έρ­γα ει­κα­στι­κά, αν και, όπως υπο­στή­ρι­ζε ο Πωλ Βα­λε­ρύ, «πρέ­πει πά­ντο­τε να απο­λο­γού­με­θα όταν μι­λά­με για ζω­γρα­φι­κή».
Γνω­στό εί­ναι επί­σης κεί­με­νό του, στο οποίο πα­ρα­πα­τώ­ντας βγαί­νει από το Λού­βρο στο φως, όπου τον ακο­λου­θεί «το έν­δο­ξο χά­ος του μου­σεί­ου», ενώ δια­μαρ­τύ­ρε­ται για την πλη­θω­ρι­κό­τη­τα των έρ­γων τέ­χνης που κα­λύ­πτουν τους τοί­χους, λες και πρό­κει­ται για τα­πι­σε­ρί, κα­τα­λή­γο­ντας ότι «μό­νον ένας πα­ρά­λο­γος πο­λι­τι­σμός θα μπο­ρού­σε να επι­νο­ή­σει ένα τέ­τοιο πε­δίο ασυ­ναρ­τη­σί­ας». Η ζω­γρα­φι­κή και η γλυ­πτι­κή εί­ναι ορ­φα­νά, αφού έχει πε­θά­νει η μη­τέ­ρα τους, που εί­ναι η αρ­χι­τε­κτο­νι­κή, η οποία έβα­ζε στη θέ­ση τους τα παι­διά της. Μαυ­σω­λείο εί­ναι το μου­σείο, θα έλε­γε ο Αντόρ­νο, ή κοι­μη­τή­ριο, όπως έλε­γε ο Βα­λε­ρύ.
Έχο­ντας πε­θά­νει στο Πα­ρί­σι το 1945, ο Βα­λε­ρύ εί­ναι θαμ­μέ­νος στη γε­νέ­τει­ρά του, στο νε­κρο­τα­φείο που εξυ­μνεί στο πιο διά­ση­μο ίσως ποί­η­μά του, «Το θα­λασ­σι­νό κοι­μη­τή­ριο» (Le cimetière marin). Γε­νέ­τει­ρά του, όπως επί­σης του Ζωρζ Μπρα­σένς και του Ζαν Βι­λάρ, εί­ναι το μι­κρό με­σο­γεια­κό λι­μά­νι της Σετ, ού­τε 30 χι­λιό­με­τρα από το Μον­πε­λιέ. Στη Σετ, γνω­στή ως Βε­νε­τία του Λανγκ­ντόκ, βρί­σκε­ται το Μου­σείο Πωλ Βα­λε­ρύ, σε μια πλα­γιά του όρους Σαιν Κλαιρ, από όπου βλέ­πεις το «πα­ρα­θα­λάσ­σιο νε­κρο­τα­φείο» και την, εν τω μέ­σω της γης, πη­γή ζω­ής, αλ­λά και υγρό τά­φο, που ονο­μά­ζε­ται Με­σό­γειος.
Εδώ, στα βο­ρειο-ανα­το­λι­κά άκρα της Με­σο­γεί­ου, στην Αθή­να, υπό το δι­πλά φι­λό­ξε­νο βλέμ­μα του Ια­νού, με την ει­λι­κρι­νή δι­προ­σω­πία ποί­η­σης και ζω­γρα­φι­κής, χαι­ρε­τί­ζου­με το γε­γο­νός ότι έξι ποι­ή­τριες και ποι­η­τές από την Ελ­λά­δα προ­σκλή­θη­καν να συ­νο­δεύ­σουν με ποι­ή­μα­τά τους έρ­γα στο Μου­σείο Πωλ Βα­λε­ρύ και στον κα­τά­λο­γο και λεύ­κω­μα ζω­γρα­φι­κής και ποί­η­σης που εξέ­δω­σε.
«Δύο κίν­δυ­νοι συ­νε­χώς απει­λούν τον κό­σμο: η τά­ξη και η ατα­ξία», έλε­γε ο Πωλ Βα­λε­ρύ. Έλε­γε επί­σης: «Ένας καλ­λι­τέ­χνης πο­τέ πραγ­μα­τι­κά δεν τε­λειώ­νει το έρ­γο του, απλώς το εγκα­τα­λεί­πει».

[Χαι­ρε­τι­σμός σε εκ­δή­λω­ση πα­ρου­σί­α­σης λευ­κώ­μα­τος Μου­σεί­ου Πωλ Βα­λε­ρύ, 7 Ιου­νί­ου 2019]