Ση­μειώ­σεις από το πε­ρι­βάλ­λον. Κα­τα­γρα­φές από την επι­και­ρό­τη­τα ή πέ­ρα απ' αυ­τήν

Αυ­τό το μή­να, κά­νου­με μια θε­ρι­νή ανα­δρο­μή στα μέ­χρι τώ­ρα αφιε­ρώ­μα­τα του Χάρ­τη:


Τεύ­χος 1 • Νά­σος Θε­ο­φί­λου

στο αφιέ­ρω­μα για τον σπου­δαίο πε­ζο­γρά­φο χαρ­το­γρα­φούν:

Τά­σος Γου­δέ­λης: Συ­να­ντή­σεις με τον Νά­σο Θε­ο­φί­λου
Τά­κης Γραμ­μέ­νος: Με κα­τε­νώ­πιον εφή­βου από τη ζω­φό­ρο του Παρ­θε­νώ­να
Νά­σος Θε­ο­φί­λου:
«Ρή­σεις»
Ποι­ή­μα­τα της Σαπ­φώς
Δη­μή­τρης Κα­λο­κύ­ρης (Ερη­μό­πο­λις - Τα τε­τρά­δια του ΝΘ)
Δη­μή­τρης Κα­λο­κύ­ρης: Μια συ­νά­ντη­ση του ΝΘ με τον Χόρ­χε Λουίς Μπόρ­χες
Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας: ΘΕ­Ο­CΦΙ­ΛΟΥ
Φω­τει­νή Φρα­γκού­λη: Η ορ­χή­στρα
Θο­δω­ρής Οι­κο­νό­μου: Με­ρι­κές κρί­σεις για το έρ­γο του


Τεύ­χος 4 • Νί­κος Χου­λια­ράς

στο αφιέ­ρω­μα για τον ζω­γρά­φο, μου­σι­κό και συγ­γρα­φέα χαρ­το­γρα­φούν:

Δη­μή­τρης Αγ­γε­λής: Αγα­πη­τέ Νί­κο Χου­λια­ρά
Μι­χά­λης Γκα­νάς: Γυά­λι­να Γιάν­νε­να ΙΙ
Τά­σος Γου­δέ­λης: Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απαι­τεί φα­ντα­σία
Κλε­ο­πά­τρα Δί­γκα: Μι­λώ­ντας για ποι­ή­μα­τα μι­λά­ει για αν­θρώ­πους
Μά­ρω Δού­κα: Ποιος Φώ­κνερ; Νί­κος Χου­λια­ράς εί­ναι.
Γιώρ­γος Ζε­βε­λά­κης: «Ο Λού­σιας»
Γιώρ­γος Θε­ο­χά­ρης: Ο θά­να­τος δεν έχει μυ­ρω­διά
Σω­τή­ρης Κα­κί­σης: Ένα βρά­δυ με τον Χου­λια­ρά και τον Κα­ρού­ζο
Δη­μή­τρης Κα­λο­κύ­ρης: Τρία πα­ρε­στιγ­μέ­να
Χά­ρης Κα­μπου­ρί­δης: Ο ζω­γρά­φος Νί­κος Χου­λια­ράς – Μια ανα­δρο­μή και μια απο­κα­τά­στα­ση
Θω­μάς Κο­ρο­βί­νης: Δυο λό­για για τον Νί­κο
Δη­μή­τρης Λε­ον­τζά­κος: Ο Χου­λια­ράς και οι λύ­κοι (εν­νέα θέ­σεις για την απελ­πι­σία)
Γιώρ­γος Β. Μο­νεμ­βα­σί­της: Νί­κος Χου­λια­ράς, ο τρα­γου­δο­ποιός, ο τρα­γου­δι­στής
Γιώρ­γος Μου­λου­δά­κης: Το δω­μά­τιο / Μια επί­σκε­ψη στον Νί­κο Χου­λια­ρά
Παυ­λί­να Πα­μπού­δη: Ποί­η­μα
Κα­τε­ρί­να Σχι­νά: Για τον Νί­κο Χου­λια­ρά
Βαγ­γέ­λης Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου: Το πα­ρα­μύ­θι, το όνει­ρο και ο μα­γι­κός ρε­α­λι­σμός
Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας: 31 Φε­βρουα­ρί­ου 2019
Σο­φία Χου­λια­ρά: Τα φο­ρού­σα;
Νί­κος Χου­λια­ράς:
«Η τρύ­πα»
Πως ένας χώ­ρος με χτί­σμα­τα και με νε­ρά μ' έμα­θε κά­μπο­σα πράγ­μα­τα για τη ζωή και για τους φί­λους μου
Το σύγ­χρο­νο πρό­σω­πο της ελ­λη­νι­κής ζω­γρα­φι­κής {xει­ρό­γρα­φα}
Για τη ζω­γρα­φι­κή του / Πε­ρί τέ­χνης {xει­ρό­γρα­φα}


Τεύ­χος 5 • Mά­νος Ελευ­θε­ρί­ου

στο αφιέ­ρω­μα για τον ποι­η­τή χαρ­το­γρα­φούν:

Γιώρ­γος Ζε­βε­λά­κης: «Χά­σα­με το πιο τί­μιο — τη φω­νή του»
Δη­μή­τρης Κα­λο­κύ­ρης: Ο Μά­νος Ελευ­θε­ρί­ου στο πε­ριο­δι­κό «Το Τέ­ταρ­το»
Σω­τή­ρης Κα­κί­σης: Μια ιστο­ρία και με τον Μά­νο Ελευ­θε­ρί­ου
Βα­σί­λης Λα­μπρό­που­λος: H φι­λία ως με­λέ­τη βί­ου
Γιώρ­γος Β. Μο­νεμ­βα­σί­της: Χρό­νια και λό­για κερ­δι­σμέ­να
Βαγ­γέ­λης Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου: Η πε­ζο­γρα­φία του Μά­νου Ελευ­θε­ρί­ου
Μά­νος Τα­ξί­δης [=Μά­νος Ελευ­θε­ρί­ου]:
Συ­νέ­ντευ­ξη με τον Μίλ­το Σα­χτού­ρη
Σχό­λια από την «Οδό των Φι­λελ­λή­νων»
Μά­νος Ελευ­θε­ρί­ου: Ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νη Ιστο­ρία του Ελ­λη­νι­κού Έθνους


Τεύ­χος 6 • Mί­μης Σου­λιώ­της

στο αφιέ­ρω­μα για τον ποι­η­τή και δά­σκα­λο της γρα­φής χαρ­το­γρα­φούν:

Νά­σος Βα­γε­νάς: Άσι­λα, όντως, ιν ντηντ
Δη­μή­τρης Κα­λο­κύ­ρης: Κεί­με­να, γράμ­μα­τα και άλ­λα τι­νά
Βα­σί­λης Κα­ρα­γιάν­νης: Σου­λιώ­τι­κα εν­στα­ντα­νέ στην Άνω-Δυ­τι­κή Μα­κε­δο­νία
Τρια­ντά­φυλ­λος H. Κω­τό­που­λος: Θα­νά­του αγω­νία στην ποί­η­ση του Μ. Σου­λιώ­τη
Σο­φία Νι­κο­λα­ΐ­δου: Μνή­μη Μί­μη
Μα­νό­λης Ξε­ξά­κης: Επι­στρο­φή από την Ξε­χα­σμέ­νη
Θε­ό­δω­ρος Πα­παγ­γε­λής: Η Ποι­η­τι­κή του Μί­μη Σου­λιώ­τη: Η γοη­τεία μιας (ψευ­δο)αντί­φα­σης
Αγ­γε­λι­κή Πε­χλι­βά­νη:
Ο Μ. Σου­λιώ­της και η γε­νιά του ’70: συ­γκλί­σεις και απο­κλί­σεις
Τα μεί­ζο­να από τα ελάσ­σο­να στην ποί­η­ση του Μ. Σου­λιώ­τη
Μα­νό­λης Σαβ­βί­δης: Υπό­θε­σες ψυ­χι­κές, εκ­δό­σες ιδιω­τι­κές
Αλί­κη Συ­με­ω­νά­κη: Farewell, αφε­ντι­κό
Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας: Τό­τε στου Τότ­τη (Κά­βα Σου­λιώ­τη)
Τί­να Χρη­στί­δη: «Να χρη­σι­μο­ποιείς τις λέ­ξεις σου σα να τις έχεις πο­λύ ακρι­βά αγο­ρα­σμέ­νες»
Μί­μης Σου­λιώ­της:
Αυ­το­βιο­γρα­φι­κά ση­μειώ­μα­τα
Νε­α­νι­κά άρ­θρα
Πρώ­τα δη­μο­σιεύ­μα­τα
Το ηρω­ι­κό «Χα­σα­πό­χαρ­το»
Φλώ­ρι­να (φω­το­γρα­φι­κό οδοι­πο­ρι­κό από το περ. «Το Τέ­ταρ­το»)
Δη­μιουρ­γι­κή γρα­φή (Οδη­γί­ες πλεύ­σε­ως)



Ο «Χάρ­της» σας εύ­χε­ται Αρω­μα­τώ­δες και Ανα­ψυ­κτι­κό κα­λο­καί­ρι

Blue Canary

Πώς συμ­βαί­νει –και ξυ­πνάς μια μέ­ρα και το πρώ­το πρά­μα που θυ­μά­σαι εί­ναι κά­τι που εί­χες τέ­λεια ξε­χα­σμέ­νο για πά­νω από έξι δε­κα­ε­τί­ες τώ­ρα– ένα τρα­γού­δι που λε­γό­ταν «Blue Canary», στη μια πλευ­ρά ενός 45ά­ρη δί­σκου από τους πρώ­τους-πρώ­τους που πή­ρες πο­τέ σου. Θυ­μά­σαι και την τρα­γου­δί­στρια, μια κλα­σι­κή σο­πρά­νο, Βιε­νέ­ζα, την κυ­ρία Ρε­νά­τε Χολμ.

Και εκτός από τον τί­τλο και την τρα­γου­δί­στρια, θυ­μά­σαι και τον σκο­πό: «Blue Canary, λα λα λα λα…», στα γερ­μα­νι­κά. Τα βιο­λιά της ορ­χή­στρας, βιο­λιά – ας ήταν ο ρυθ­μός κά­ποιος χο­ρευ­τι­κός της επο­χής, ένα beguine ας πού­με ή ένα αρ­γό foxtrot. Μά­λι­στα, μά­λι­στα. Blue Canary. Τα απί­θα­να πράγ­μα­τα που οδή­γη­σαν στους με­γά­λους έρω­τες της ζω­ής μας, όπως η αγά­πη για τη μου­σι­κή, η όπε­ρα αρ­γό­τε­ρα !
Κα­τέ­βα­σα το τρα­γού­δι από το You Tube και το άκου­σα με ανά­μει­κτα αι­σθή­μα­τα νο­σταλ­γί­ας και δυ­σφο­ρί­ας. Πό­σο εύ­κο­λα και πό­σο γρή­γο­ρα αυ­τά που συ­νέ­βα­λαν στη γνω­ρι­μία μας και στην αγά­πη μας για την τέ­χνη, φαί­νο­νται αρ­γό­τε­ρα ασή­μα­ντα και τα­πει­νά. Κά­πως έτσι και η γοη­τεία που ασκούν πά­νω μας κά­ποια πρό­σω­πα όσο ακό­μα υπάρ­χει ανά­με­σά μας η από­στα­ση του άγνω­στου, που κά­ποια στιγ­μή υπο­χω­ρεί και κά­πο­τε με­τα­βάλ­λε­ται σε απέ­χθεια και απόρ­ρι­ψη, όπως όταν ένας έρω­τας τε­λειώ­νει, όταν ένας γά­μος ή μια σχέ­ση δια­λύ­ε­ται, όταν μια φι­λία εκ­φυλ­λί­ζε­ται σε αντα­γω­νι­σμό ή σε πε­ρι­φρό­νη­ση. Ποιος άν­θρω­πος της δι­κιάς μου γε­νιάς θα ξα­να­διά­βα­ζε αρ­γό­τε­ρα στη ζωή του τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Κρό­νιν ή της Περλ Μπακ; Ποιος μου­σι­κό­φι­λος θα άκου­γε αρ­γό­τε­ρα στη ζωή του με την ίδια προ­σή­λω­ση και θαυ­μα­σμό το Ιτα­λι­κό Κα­πρί­τσιο του Τσαϊ­κόφ­σκι ή το Ισπα­νι­κό του Κόρ­σα­κοφ; Αυ­τά τα εύ­λη­πτα, τα εύ­κο­λα κλει­διά που ξε­κλει­δώ­νουν τις πύ­λες της τέ­χνης, δεν εί­ναι πα­ρά τα τα­πει­νά ερ­γα­λεία που μας επι­τρέ­πουν την εί­σο­δο στους μα­γι­κούς κή­πους και στους δαι­δα­λώ­δεις δρό­μους της δη­μιουρ­γί­ας. Τα εγκα­τα­λεί­πεις στο κα­τώ­φλι τους και δεν επι­στρέ­φεις πο­τέ σε αυ­τά.
Ίσως και οι άν­θρω­ποι του πε­ρι­βάλ­λο­ντός μας, γο­νείς, συγ­γε­νείς, παι­δι­κοί φί­λοι, κά­τι πα­ρό­μοιο να εί­ναι.

Πε­ρί­πα­τοι γύ­ρω από το κε­φά­λι μου

Πει­ραιάς, στις πρό­σφα­τες ευ­ρω-πε­ρι­φε­ρεια­κο-δη­μο­τι­κο-κοι­νο­τι­κές εκλο­γές. Πε­ρι­μέ­νο­ντας στην ου­ρά, η κου­βέ­ντα με τον ηλι­κιω­μέ­νο ψη­φο­φό­ρο ήταν σύ­ντο­μη αλ­λά πο­λύ κα­τα­το­πι­στι­κή. Ο ίδιος εί­χε απο­φα­σί­σει πού θα ρί­ξει την ψή­φο του. Για το σκυ­λά­κι που ισορ­ρο­πού­σε στην πλά­τη του, δεν έπαιρ­νε όρ­κο. Θα μπο­ρού­σε, φυ­σι­κά, να τον έχει αφή­σει στο σπί­τι. Αλ­λά, όπως σχο­λί­α­σε σκω­πτι­κά, ο σκύ­λος του εί­ναι κα­τά της απο­χής.

Τα σκυ­λιά


[ 1529, Μπερ­να­ντί­νο δε Σα­α­γκούν ]

O Φρα­γκι­σκα­νός μο­να­χός Μπερ­να­ντί­νο δε Σα­α­γκούν (1499-1590) έφτα­σε το 1529 στη «Νέα Ισπα­νία» (Με­ξι­κό) με απο­στο­λή την δι­δα­σκα­λία των λα­τι­νι­κών στο Αυ­το­κρα­το­ρι­κό Κο­λέ­γιο του Αγί­ου Σταυ­ρού στο Τλα­τε­λόλ­κο. Μα­θη­τές του ήταν γιοι της ιθα­γε­νούς αρι­στο­κρα­τί­ας. Στο δω­δε­κά­το­μο έρ­γο του Γε­νι­κή Ιστο­ρία των Πραγ­μά­των της Νέ­ας Ισπα­νί­ας, απο­τέ­λε­σμα με­λέ­της και έρευ­νας στις επαρ­χί­ες του Με­ξι­κού επί τριά­ντα χρό­νια, συ­γκέ­ντρω­σε και διέ­σω­σε τις αρ­χαί­ες φω­νές, τις γιορ­τές των Ιν­διά­νων, τις ιε­ρο­τε­λε­στί­ες τους, τους θε­ούς τους, τις αφη­γή­σεις για τις κι­νή­σεις του χρό­νου και των άστρων, τους μύ­θους, τα φάρ­μα­κα και κα­τα­πό­τια, τις ιστο­ρί­ες του μα­κρι­νού πα­ρελ­θό­ντος και τα γε­γο­νό­τα της κα­τά­κτη­σης της χώ­ρας. Βε­βαιώ­νε­ται ότι έγι­ναν τρία χει­ρό­γρα­φα του έρ­γου. Επτά χρό­νια πριν τον θά­να­το του Σα­α­γκούν, ο βα­σι­λιάς Φί­λιπ­πος Β’ διέ­τα­ξε να εξα­φα­νι­στούν εκεί­να τα χει­ρό­γρα­φα, ώστε να μην απο­μεί­νει ού­τε πρω­τό­τυ­πο, ού­τε αντί­γρα­φο, επει­δή τέ­τοια έρ­γα διέ­δι­δαν την ει­δω­λο­λα­τρία και προ­κα­λού­σαν το κοι­νό αί­σθη­μα, αφού απο­δεί­κνυαν πως οι Ιν­διά­νοι ήταν άν­θρω­ποι πα­ρό­λο που δεν ήταν χρι­στια­νοί. Στο πό­νη­μα με τον τί­τλο Φλω­ρε­ντι­νός Κώ­δι­κας, ο Σα­α­γκούν εξη­γεί πως οι σκύ­λοι, εί­δος γη­γε­νών ισπα­νι­κών μπουλ­ντόγκ, κα­τα­δί­ω­καν τους οπλι­σμέ­νους ιθα­γε­νείς όπως τα πρό­βα­τα, έτσι που οι στρα­τιώ­τες δεν εί­χαν λό­γο να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν ασπί­δες, ού­τε βέ­λη. Οι σκύ­λοι βά­δι­ζαν επι­κε­φα­λής και αρ­κού­σε μία και μό­νη εντο­λή ώστε να ορ­μή­σουν ενα­ντί­ον του εχθρού, που κα­τα­τρό­μα­ζε από τις αι­μο­δι­ψείς μα­τιές τους και τα εκ­κω­φα­ντι­κά γρυ­λί­σμα­τά τους. Κα­νέ­νας δεν γλί­τω­νε από τα δό­ντια τους, ού­τε κα­νέ­νας ήταν κα­λύ­τε­ρος από τον Μπε­θε­ρί­λιο.
Εί­ναι θε­μι­τή η υπο­ψία πως ο Δο­μή­νι­κος Θε­ο­το­λό­που­λος αρ­νή­θη­κε να προ­σθέ­σει ένα σκύ­λο στον πί­να­κά του «Το όνει­ρο του Φί­λιπ­που Β’», δι­καιο­λο­γού­με­νος ότι σε κα­νέ­να έρ­γο του δεν εί­χε εμ­φα­νί­σει σκύ­λο και συ­νε­πώς δεν εί­χε δο­κι­μά­σει πο­τέ να ζω­γρα­φί­σει αυ­τόν τον σύ­ντρο­φο του αν­θρώ­που. Εξάλ­λου, κα­νέ­νας σκύ­λος δεν συ­νό­δευε τον Φί­λιπ­πο Β’, που επι­σκε­πτό­ταν κά­θε Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο το πάν­θε­ον Ελ Εσκο­ριάλ, σχε­δια­σμέ­νο για την αιώ­νια ανά­παυ­σή του και έρι­χνε τους κα­λύ­τε­ρους ύπνους στο φέ­ρε­τρό του. Η πα­ραγ­γε­λία του ήταν να κά­νουν εξή­ντα χι­λιά­δες δε­ή­σεις στο όνο­μά του, όταν έφευ­γε από το θρό­νο του για μό­νι­μη εγκα­τά­στα­σή του στο φέ­ρε­τρο, σε αυ­τόν τον σύ­ντρο­φο του αν­θρώ­που.

1668 και 1795 (Αϊ­τή- Κού­βα)

Οι από­γο­νοι του σκύ­λου Λε­ον­θί­κο, εκα­τόν πε­νή­ντα πέ­ντε χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, έχουν κυ­ριεύ­σει την Αϊ­τή και άλ­λα νη­σιά. Εκεί­νοι οι μο­λοσ­σοί έχουν πολ­λα­πλα­σια­στεί και κυ­κλο­φο­ρούν σε αγέ­λες, κα­τα­σπα­ρά­ζο­ντας αγριο­γού­ρου­να, ενώ διεκ­δι­κούν από τους πει­ρα­τές την πε­ριο­χή. Κά­θε νύ­χτα ακού­γο­νται τα ουρ­λια­χτά τους από το δά­σος και οι πει­ρα­τές κοι­μού­νται με τον τρό­μο στην ψυ­χή. Ευ­τυ­χώς, η Γαλ­λία έστει­λε φορ­τίο με δη­λη­τή­ριο. Θα­να­τώ­νο­νται λοι­πόν με­ρι­κά άλο­γα και τα κου­φά­ρια τους σκο­ρί­ζο­νται πα­ντού με το δη­λη­τή­ριο στην κοι­λιά τους. Με αυ­τό τον τρό­πο έλα­βε τέ­λος η μά­στι­γα των αδέ­σπο­των σκύ­λων σε εκεί­νη την πε­ριο­χή.
Εκα­τόν τριά­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, τα σκυ­λιά της Κού­βας ήταν πε­ρι­ζή­τη­τα. Με αυ­τά, οι Γάλ­λοι έπια­σαν πολ­λούς μαύ­ρους φυ­γά­δες στα βου­νά της Αϊ­τής, ενώ με­ρι­κά τέ­τοια σκυ­λιά ήταν αρ­κε­τά για να εξο­λο­θρεύ­σουν τους Ιν­διά­νους με λί­γες δα­γκω­νιές. Έτσι λοι­πόν, οι Άγ­γλοι γαιο­κτή­μο­νες της Κού­βας στέλ­νουν από το Λον­δί­νο στην Κού­βα σκυ­λιά για το κα­λό των κα­τοί­κων και την ασφά­λεια του νη­σιού. Οι πιο πο­λι­τι­σμέ­νες κι εξευ­γε­νι­σμέ­νες χώ­ρες της Ευ­ρώ­πης, λέ­νε οι Άγ­γλοι γαιο­κτή­μο­νες, κα­τα­διώ­κουν με άλο­γα τον εχθρό. Για­τί λοι­πόν να μην χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν σκυ­λιά για να ξε­τρυ­πώ­σουν τα λη­μέ­ρια των φυ­γά­δων, εφό­σον οι μαύ­ροι εί­ναι πιο άγριοι και από τα σκυ­λιά; Το κα­ρά­βι που με­τα­φέ­ρει τέ­τοιο φορ­τίο πο­δί­ζει στην Τζα­μάι­κα. Αδειά­ζουν εν ρι­πή οφθαλ­μού οι δρό­μοι, οι πόρ­τες κλεί­νουν ερ­μη­τι­κά. Σα­ρά­ντα Κου­βα­νοί ανι­χνευ­τές στέ­κο­νται στη γραμ­μή, κά­τω από το φως των δαυ­λών. Ο κα­θέ­νας κρα­τά, αλυ­σο­δε­μέ­να στη μέ­ση του, τρία τε­ρά­στια σκυ­λιά. Με­ρι­κά μοιά­ζουν με τα ελ­λη­νι­κά μπουλ­ντόγκ, μια ρά­τσα που έχει πια εξα­φα­νι­στεί, ιδιαί­τε­ρα αγα­πη­τή όμως στον Σουλ­τά­νο Μω­ά­μεθ Δ’, απα­ρα­βί­α­στη η θέ­λη­σή του, κα­θώς ο ένας και μο­να­δι­κός Θε­ός ορί­ζει.

Ο Πολ­λα­πλα­σια­στής

Πι­στεύ­ο­ντας ακρά­δα­ντα ότι η Κρε­μα­γιέ­ρα εί­ναι μια συ­σκευή που έχει να κά­νει με την επε­ξερ­γα­σία γά­λα­κτος και τη ζα­χα­ρο­πλα­στι­κή (ή κά­τι σαν το κρε­μό­ριο, ας πού­με, κά­τι άσπρους κρυ­στάλ­λους που προ­έρ­χο­νται από το κα­τα­κά­θι του κρα­σιού, την τρύ­γα)· ότι το Ακρό­μπα­ρο ανα­φέ­ρε­ται σε με­θο­ρια­κό κυ­λι­κείο (που ανα­δί­δει μια ιδιαί­τε­ρη Barila)· η Πε­τα­λού­δα του Γκα­ζιού ένα εί­δος λε­πι­δό­πτε­ρου που ευ­δο­κι­μεί μέ­σα σε υγρα­έ­ριο· το Δια­φο­ρι­κό με τους λο­γι­σμι­κούς ρυθ­μούς με­τα­βο­λής των πο­σο­τή­των στα μα­θη­μα­τι­κά· η Μί­ζα απο­κλει­στι­κά με την πι­στο­λη­πτι­κή ικα­νό­τη­τα δη­μο­σί­ων λει­τουρ­γών· ο Γρύλ­λος Μπου­κά­λας ορ­θό­πτε­ρο έντο­μο ασφα­λώς (ίσως και να συγ­γέ­νευε με τον Πα­ντε­λή…)· ο Τε­μπέ­λης του Τι­μο­νιού κά­ποιος αρ­γό­σχο­λος με­σο­γεια­κός οδη­γός· ο Κά­βου­ρας πρώ­τη ύλη για γκουρ­μέ μα­κα­ρο­νά­δα· και το Σι­νε­μπλόκ αλυ­σί­δα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κών αι­θου­σών, όταν ανα­φέρ­θη­κε από τον μη­χα­νι­κό ως υπό­λο­γος της βλά­βης του αυ­το­κι­νή­του Μου ο μυ­στη­ριώ­δης Πολ­λα­πλα­σια­στής, υπέ­θε­σα πως εί­ναι κά­ποιος απελ­πι­σμέ­νος θρη­σκευό­με­νος, σαν τον Εκ­κλη­σια­στή, που επι­κρί­νει υπε­ρο­πτι­κά τον κι­νη­τή­ρα, προ­σθέ­το­ντας ενο­χές στην ηθι­κή του ακε­ραιό­τη­τα. – Και δεν έπε­σα έξω.

Ποί­η­ση & ζω­γρα­φι­κή



«Ένας ζω­γρά­φος μπο­ρεί να πει όλα όσα θέ­λει με φρού­τα ή λου­λού­δια ή ακό­μη και με σύν­νε­φα», έλε­γε ο Εντουάρ Μα­νέ, θε­με­λιω­τής της σύγ­χρο­νης τέ­χνης και εξαι­ρε­τι­κά αμ­φι­λε­γό­με­νος στην επο­χή του. Τα λό­για του πα­ρα­πέ­μπουν στη γνω­στή πα­ρα­τή­ρη­ση για τη σχέ­ση ποί­η­σης και ζω­γρα­φι­κής, που διέ­σω­σε ο Πλού­ταρ­χος: «Την μεν ζω­γρα­φί­αν ποί­η­σιν σιω­πώ­σαν», απο­κα­λού­σε ο Σι­μω­νί­δης, «την δε ποί­η­σιν ζω­γρα­φί­αν λα­λού­σαν».
Σο­φά ίσως πράτ­το­ντας, οι ζω­γρά­φοι σιω­πούν. Ίσως όχι τό­σο σο­φοί, οι ποι­η­τές δεν παύ­ουν να προ­σπα­θούν να ζω­γρα­φί­σουν με τα λό­για τους. Φυ­σι­κά στρέ­φουν τις ει­κα­σί­ες τους σε έρ­γα ει­κα­στι­κά, αν και, όπως υπο­στή­ρι­ζε ο Πωλ Βα­λε­ρύ, «πρέ­πει πά­ντο­τε να απο­λο­γού­με­θα όταν μι­λά­με για ζω­γρα­φι­κή».
Γνω­στό εί­ναι επί­σης κεί­με­νό του, στο οποίο πα­ρα­πα­τώ­ντας βγαί­νει από το Λού­βρο στο φως, όπου τον ακο­λου­θεί «το έν­δο­ξο χά­ος του μου­σεί­ου», ενώ δια­μαρ­τύ­ρε­ται για την πλη­θω­ρι­κό­τη­τα των έρ­γων τέ­χνης που κα­λύ­πτουν τους τοί­χους, λες και πρό­κει­ται για τα­πι­σε­ρί, κα­τα­λή­γο­ντας ότι «μό­νον ένας πα­ρά­λο­γος πο­λι­τι­σμός θα μπο­ρού­σε να επι­νο­ή­σει ένα τέ­τοιο πε­δίο ασυ­ναρ­τη­σί­ας». Η ζω­γρα­φι­κή και η γλυ­πτι­κή εί­ναι ορ­φα­νά, αφού έχει πε­θά­νει η μη­τέ­ρα τους, που εί­ναι η αρ­χι­τε­κτο­νι­κή, η οποία έβα­ζε στη θέ­ση τους τα παι­διά της. Μαυ­σω­λείο εί­ναι το μου­σείο, θα έλε­γε ο Αντόρ­νο, ή κοι­μη­τή­ριο, όπως έλε­γε ο Βα­λε­ρύ.
Έχο­ντας πε­θά­νει στο Πα­ρί­σι το 1945, ο Βα­λε­ρύ εί­ναι θαμ­μέ­νος στη γε­νέ­τει­ρά του, στο νε­κρο­τα­φείο που εξυ­μνεί στο πιο διά­ση­μο ίσως ποί­η­μά του, «Το θα­λασ­σι­νό κοι­μη­τή­ριο» (Le cimetière marin). Γε­νέ­τει­ρά του, όπως επί­σης του Ζωρζ Μπρα­σένς και του Ζαν Βι­λάρ, εί­ναι το μι­κρό με­σο­γεια­κό λι­μά­νι της Σετ, ού­τε 30 χι­λιό­με­τρα από το Μον­πε­λιέ. Στη Σετ, γνω­στή ως Βε­νε­τία του Λανγκ­ντόκ, βρί­σκε­ται το Μου­σείο Πωλ Βα­λε­ρύ, σε μια πλα­γιά του όρους Σαιν Κλαιρ, από όπου βλέ­πεις το «πα­ρα­θα­λάσ­σιο νε­κρο­τα­φείο» και την, εν τω μέ­σω της γης, πη­γή ζω­ής, αλ­λά και υγρό τά­φο, που ονο­μά­ζε­ται Με­σό­γειος.
Εδώ, στα βο­ρειο-ανα­το­λι­κά άκρα της Με­σο­γεί­ου, στην Αθή­να, υπό το δι­πλά φι­λό­ξε­νο βλέμ­μα του Ια­νού, με την ει­λι­κρι­νή δι­προ­σω­πία ποί­η­σης και ζω­γρα­φι­κής, χαι­ρε­τί­ζου­με το γε­γο­νός ότι έξι ποι­ή­τριες και ποι­η­τές από την Ελ­λά­δα προ­σκλή­θη­καν να συ­νο­δεύ­σουν με ποι­ή­μα­τά τους έρ­γα στο Μου­σείο Πωλ Βα­λε­ρύ και στον κα­τά­λο­γο και λεύ­κω­μα ζω­γρα­φι­κής και ποί­η­σης που εξέ­δω­σε.
«Δύο κίν­δυ­νοι συ­νε­χώς απει­λούν τον κό­σμο: η τά­ξη και η ατα­ξία», έλε­γε ο Πωλ Βα­λε­ρύ. Έλε­γε επί­σης: «Ένας καλ­λι­τέ­χνης πο­τέ πραγ­μα­τι­κά δεν τε­λειώ­νει το έρ­γο του, απλώς το εγκα­τα­λεί­πει».

[Χαι­ρε­τι­σμός σε εκ­δή­λω­ση πα­ρου­σί­α­σης λευ­κώ­μα­τος Μου­σεί­ου Πωλ Βα­λε­ρύ, 7 Ιου­νί­ου 2019]

ΠΡΟ­ΣΕ­ΧΩΣ

Το επό­με­νο τεύ­χος του Χάρ­τη θα βγει 1 Αυ­γού­στου

ενώ ετοι­μά­ζο­νται μι­κρά και με­γά­λα αφιε­ρώ­μα­τα και ανα­φο­ρές για τους:
Άδω­νη, Γιάν­νη Βαρ­βέ­ρη, Τά­σο Δε­νέ­γρη, Ίτα­λο Καλ­βί­νο, Χού­λιο Κορ­τά­σαρ, Γιάν­νη Πά­νου, Γιώρ­γο Πά­τσα, Έλ­λη Σκο­πε­τέα, Θα­νά­ση Χαρ­μά­νη κ.ά.

Με κά­θε νέο τεύ­χος του ηλε­κτρο­νι­κού Χάρ­τη, ανε­βαί­νει σκα­να­ρι­σμέ­νο κα­τά σει­ρά και το αντί­στοι­χο τεύ­χος του Χάρ­τη (1-26) της έντυ­πης πε­ριό­δου (1982-1988).

Toν Αύ­γου­στο, πα­ράλ­λη­λα με την κυ­κλο­φο­ρία του αντί­στοι­χου αφιε­ρώ­μα­τος στον έντυ­πο Χάρ­τη, θα αναρ­τη­θεί μια ανα­φο­ρά στον Χόρ­χε Λουίς Μπόρ­χες
(120 χρό­νια από τη γέν­νη­σή του)


Προ­τά­σεις για θε­ρι­νές αθλο­παι­διές