Το καλοκαίρι ξεκίνησε παράξενα και συνέχισε παράξενα. Οι άνθρωποι γύρισαν ανάποδα. Περπατούσαν με τις παλάμες των χεριών τους και στις πατούσες φορούσαν μάλλινες πολύχρωμες κάλτσες από ντροπή προς τον ουρανό. Τα δένδρα παρέμειναν στη θέση τους για χάρη των τζιτζικιών. Παρόμοια συμπεριφορά είχε και η θάλασσα, σταθερή και γαλάζια για χάρη των ναυαγισμένων, των ηλίθιων πετρόψαρων και των φοβισμένων χταποδιών.
Επανέρχομαι στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι κινιόνταν σε slow motion κι έβγαζαν βόλτα χελώνες αντί για σκύλους και λοιπά οικόσιτα. Μια δαιμόνια γυναίκα έλεγε ότι τις χελώνες τις έφεραν οι οικολόγοι και οι κρυφοκομμουνιστές, μαζί με τα φίδια και τους λύκους. Τους ανθρώπους τους έφερε η θάλασσα. Οι παραλίες όμως είχαν γεμίσει από τα αντίγραφα ενός και μοναδικού ανθρώπου, του θλιμμένου Ιούδα, αυτού που αναστήθηκε κατ’ αποκοπή, τρεις μέρες αφότου κρεμάστηκε από την κουτσουπιά. Φορούσε βατραχοπέδιλα και στο στήθος του διακρίνονταν ακόμη μερικά διάσπαρτα λέπια. Στην κοιλιά του ήταν καλά στερεωμένη μια σημαία. «Μου τη δώρησε μια γαλοπούλα», υποστήριζε, «μια λευκή γαλοπούλα με μπλε αποχρώσεις στα φτερά». Ήταν βλαμμένος αυτός ο τύπος και προκλητικός. Μόνο οι χελώνες τον θαύμαζαν. Αργότερα τον μίσησαν και τον έσφαξαν, αρχές Ιούλη, σαν κοτόπουλο. Έγιναν κι άλλα τραγικά πράγματα. Ευτυχώς ή δυστυχώς, σ’ ένα διάλειμα της ζωής, από το βάθος του χρόνου φάνηκε ο στρατηγός Γκεόργκι Ζούκοφ. Ήταν βαθιά λυπημένος και ταλαιπωρημένος. Με τα δυο του χέρια κρατούσε από τις μασχάλες, σαν να ήταν μαριονέτα, έναν μικρό Δάκη που τραγουδούσε «Τόσα καλοκαίρια / μου `χαν φύγει από τα χέρια / τόσα καλοκαίρια που δε σ’ αγαπούσα….».
«Ποιος τον έστειλε αυτόν;», ψιθύρισε η φίλη μου και συμπλήρωσε: «γλυκοτράγουδα του κώλου…». Την είχα νοσταλγήσει την αγκαλιά της. Και τους ανθρώπους είχα νοσταλγήσει και τον εαυτό μου είχα νοσταλγήσει.