«Αφού δημιούργησε τον κόσμο, ο Θεός έπλασε τον άνδρα και τη γυναίκα. Κατόπιν δημιούργησε την αίσθηση του χιούμορ. Ευτυχώς». Τα λόγια του Γκιγιέρμο Μορντίγιο θα μπορούσαν να χαραχθούν στον τάφο του. Ο θάνατός του, ακριβώς πριν ένα μήνα (1/7/2019) και λίγο πριν γιορτάσει τα 87α γενέθλιά του, άφησε ένα μεγάλο κενό στην –ανεξάντλητη κατά τα άλλα– σάτιρα. Ένας από τους πιο αγαπημένους καρτουνίστες (στο χαρτί και στην οθόνη), ο Γκιγιέρμο Μορντίγιο υ Μερέντεζ όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες από γονείς Ισπανούς μετανάστες. Έμελλε να γίνει –κυριολεκτικά– ένας πολίτης του κόσμου, με πολλές χώρες να τον φιλοξενούν στη δημιουργική ζωή του.
Αφετηρία του η Αργεντινή, όπου σε ηλικία μόλις 18 ετών, εικονογραφεί με επιτυχία παιδικά βιβλία και παρουσιάζει τις πρώτες ταινίες του κινουμένων σχεδίων στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Το 1955 ταξιδεύει στο Περού, δημιουργεί χιουμοριστικές κάρτες και δημοσιεύει τα πρώτα δείγματα του μετέπειτα στιλ που τον χαρακτήρισε: 2-4 εικόνες, σε οριζόντιο «σινεμασκόπ» format, ή σε κάθετες στήλες, παρουσιάζουν «τηλεγραφικά» μια πλήρη ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Η τέχνη του Μορντίγιο είναι κατεξοχήν οπτική, με το απροσδόκητο να καιροφυλακτεί στη γωνία. Στο τέλος κάθε οπτικού χάι-κου, επιφύλασσε στους αναγνώστες την έκπληξη ενός γκαγκ. Πάντα αναπάντεχου, πάντα σκανταλιάρικου και πάντα ευφρόσυνου στο τελικό αποτέλεσμα.
Το ταξίδι του στην Αμερική, το 1960, διεύρυνε τους επαγγελματικούς του ορίζοντες. Ο Μορντίγιο άφησε στην άκρη το θεότρελο χιούμορ του και δούλεψε για λίγα χρόνια σε ένα άλλο, διαφορετικό πεδίο. Σε κάτι που ήδη γνώριζε καλά. Από το σχεδιαστήριό του, στα στούντιο της Παραμάουντ όπου προσελήφθη, βγήκαν αρκετές ταινίες κινουμένων σχεδίων με ετερόκλητους (σχεδιαστικά και χιουμοριστικά) πρωταγωνιστές: Από τον Ποπάι μέχρι τη Μικρή Λουλού.
Επόμενος όσο και καθοριστικός σταθμός στη δουλειά του ήταν η εγκατάσταση στο Παρίσι, στα μισά της δεκαετίας του ’60. Η φήμη του είχε προηγηθεί και έτσι περιοδικά μεγάλης κυκλοφορίας, όπως το γαλλικό Paris Match και το γερμανικό Stern, μαζί με διάφορους εκδοτικούς οίκους κόμικς τού πρόσφεραν την ευκαιρία να γίνει ευρύτατα γνωστός. Αφίσες, χιουμοριστικές κάρτες, ημερολόγια, παζλ και ένα σωρό άλλα προϊόντα με τις φιγούρες του, κατέκλυσαν την αγορά. Την περίοδο εκείνη διαμόρφωσε οριστικά το μινιμαλιστικό στιλ που ακολούθησε έκτοτε. Σε μια συνέντευξή του αποκάλυψε ότι οι χοντρές, πλακουτσωτές μύτες και τα γουρλωμένα μάτια που χαρακτηρίζουν τα ανθρωπάκια του, ήταν εμπνευσμένα από τους επτά νάνους της Χιονάτης, στην ταινία κινουμένων σχεδίων του Ντίσνεϊ που λάτρευε.
Το σύμπαν που δημιούργησε ο Μορντίγιο δεν είναι κλειστό. Αντίθετα, επικοινωνεί με το πνεύμα και το χιούμορ πολλών συναδέλφων του σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι τα αστεία ανθρωπάκια του Μορντίγιο «συνομιλούν» ισότιμα με τα αστεία ανθρωπάκια του δικού μας Κυρ. Ούτε θα ήταν υπερβολή να θεωρήσει κανείς ότι τα ζώα που πρωταγωνιστούν στα σκίτσα του (από καμηλοπαρδάλεις μέχρι αγελάδες και ιποπποτάμους), κουβαλώντας τα σπαρταριστά βίτσια και τον ασυγκράτητο ερωτισμό τους, είναι εφάμιλλα με κάποιους επιγόνους στην κιβωτό του Αρκά («Ξυπνάς μέσα μου το ζώο»).
Στη διάρκεια της καριέρας του, ο Μορντίγιο δημιούργησε περισσότερα από 2.000 σκίτσα, παράγοντας, όπως είχε δηλώσει, γύρω στα 60-80 τον χρόνο. Όλα χωρίς λόγια. Η αιτία αυτής της καθολικής σιγής στις εικόνες είχε να κάνει με τον Μορντίγιο και την αδυναμία του να μάθει γαλλικά. Αφού λοιπόν δεν τα μιλούσε, επέβαλε σιωπητήριο και στους ήρωες του. Ότι έχουν να πουν, το λένε με τη γλώσσα του σώματος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο σπουδαίος μίμος Μαρσέλ Μαρσό, προλογίζοντας ένα άλμπουμ με σκίτσα του μεγάλου Αργεντίνου, έγραψε τα ακόλουθα: «Βαθιά μέσα του είναι ένας ποιητής της ματιάς και της ψυχής. Οι χαρακτήρες του, παράδοξοι και αστείοι, στέκονται μπροστά μας μαρτυρώντας την βαθύτερη ουσία τους. Μέσω αυτών, ο ποιητής Μορντίγιο αποκαλύπτει την πίστη του στην υπεροχή του ανθρώπου».