Στον καιρό της Βενετίας, έτος του Σωτήρος Χριστού 1786, στο χωριό Κερί της Ζακύνθου, ήρθε η κουβέντα για ζήτημα μεγάλο. Άρχισαν δηλαδή οι άνθρωποι να ρωτούν γιατί πάντα να υπάρχει Βενετσιάνος Προβλεπτής και ποτέ κάποιος από εμάς; Πολλοί είπαν τι τα θέλετε και τα συζητάτε τώρα αυτά; Σε κακό θα μας βγουν. Κι άλλοι τόσοι είπαν, και γιατί να μην τα συζητάμε, αφού το σωστό και το δίκαιο είναι να έχουμε κι εμείς σειρά στα πράγματα του κόσμου. Κάποιοι άλλοι πρότειναν και γιατί δεν πάμε να ρωτήσουμε ταπεινά τον Προβλεπτή μας; Να βάλουμε τα καλά μας, λουσμένοι, πλυμένοι και ξυρισμένοι, να του φτιάξουμε κι ένα γλυκό, αφού λένε ότι είναι λιχούδης να μην πάμε με άδεια χέρια. Οι περισσότεροι συμφώνησαν να γίνει το πράγμα έτσι, επειδή το πράγμα δεν ήταν για γέλια. Να πάμε χαρούμενοι, είπαν, να μη δείχνουμε θλιμμένοι, συνοφρυωμένοι, υποκριτές. Και μαζεύτηκαν σαράντα, πήραν το δρόμο το στρατί, στρατί το μονοπάτι και χτύπησαν την πόρτα του Προβλεπτή.


– Μα δεν είπες ότι ήταν τριανταεννιά; θα ρωτούσε ο Φραγκίσκος τον μοναχό μαθητή του.

– Τριανταεννιά ήταν στο τέλος, αλλά σαράντα πήγαν. Χτύπησαν την πόρτα του Προβλεπτή και για να μην τα πολυλογούμε του άφησαν ένα κουτί σοκολατάκια κι άλλο ένα με φοντάν.

– Μα υπήρχαν τότε τέτοια γλυκά;
θα γελούσε ο Φραγκίσκος.
– Ήταν σπιτίσια.

– Και τι έγινε μετά;

– Είπαν στον Προβλεπτή την απορία τους. Γιατί πάντα Βενετσιάνος κι όχι δικός μας; Δίκιο έχετε να ρωτάτε απάντησε ο άρχοντας και έβαλε τα γέλια, αλλά για να πω την αλήθεια δεν γνωρίζω το λόγο, το ζήτημα μου φαίνεται δύσκολο και μόνο το Συμβούλιο των Δέκα της Γαληνοτάτης που ξέρει τα πάντα και δεν αστειεύεται, επειδή δεν έχει καλή γνώμη για το γέλιο, θα ξέρει να σας δώσει απάντηση. Λέω λοιπόν να σας ετοιμάσω μια γαλέρα και να πάτε στη Βενετία να ρωτήσετε. Έτσι δεν θα χάνουμε τον καιρό μας με υποθέσεις και θα έχουμε σίγουρη και τελειωτική απάντηση. Αν μάλιστα το πράγμα εξηγηθεί καλά, θα πρέπει όλοι να είσαστε εκεί, ώστε το Συμβούλιο να βγάλει έναν από σας Προβλεπτή.

Να πάμε λοιπόν συμφώνησαν οι χωριάτες.
«Όλοι εκτός από εμένα!» είπε κάποιος που ξεγλίστρισε κι έφυγε γελώντας. Κάτι είχε υποψιαστεί, του φαινόταν για γέλια να γίνει τέτοια κουβέντα με τέτοιο τρόπο. Κι ετοιμάστηκε η γαλέρα και μπήκαν οι τριάντα εννιά γελαστοί. Και σαλπάρισε το πλεούμενο. Κι αντί να πάει στη Βενετία ήρθε κι άραξε στο Βόιδι, στο νησάκι έξω από τη Ζάκυνθο, ούτε τριακόσια μέτρα από την ακτή. Το τσούρμο άρπαξε τους χωριάτες, τους πήρε τα υπάρχοντά τους, τους ξύλισε, τους έβγαλε στα βράχια και τους έφερε σε ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι, όπου ρίχτηκαν σ’ ανήλιαγα και μισογκρεμισμένα κελιά. Εκεί τους άφησαν δίχως νερό και δίχως φαί, ώσπου πέθαναν ψάλλοντας την Τρίτη Διεθνή.
– Δεν ήταν δικό μας το μοναστήρι, θα ομολογούσε ο Φραγκίσκος.