Ήταν 4 Ιανουαρίου του 1944, ξημερώματα, όταν γεννήθηκε ο μικρός μου αδελφός. Την ίδια μέρα ήρθε μαντάτο πως ανεβαίνανε οι Γερμανοί να κάψουν το χωριό.
Φύγαμε όλοι για το δάσος. Η μάνα μου με το νιογέννητο πάνω στο γαϊδουράκι. Ο πατέρας με τη γίδα στην πλάτη. Οι έξι αδελφοί μου ζαλωμένοι με κουβέρτες και μπόγους. Κι εγώ, το μοναδικό κορίτσι, με την εικόνα του Αγίου Εφραίμ, του θαυματουργού, τυλιγμένη σε μιαν υφαντή πετσέτα.
Η νύχτα φεγγοβολούσε από τις φλόγες, μα ως το πρωί όλα είχαν καταλαγιάσει. Πήραμε άλαλοι τον δρόμο του γυρισμού. Τ’ αποκαΐδια του σπιτιού μας καπνίζανε ακόμη. Δεν είχαμε πού να πάμε, γιατί και της γιαγιάς το χωριό το είχαν κάψει και αυτό οι Γερμανοί πρωτύτερα.
Μονάχα ο στάβλος μας είχε μείνει όρθιος, επειδή ήταν φτιαγμένος από λαμαρίνες. Έδωσε ο πατέρας το πρόσταγμα να τον καθαρίσουμε κι έφυγε με τους μεγάλους του γιούς για το δάσος. Γυρίσανε κουβαλώντας κλαριά από πεύκα. Σκεπάσανε μ’ αυτά τον μισό στάβλο κι έστρωσαν από πάνω κουβέρτες να κοιμόμαστε. Ο πατέρας μου είχε φορτώσει στον γάιδαρο κι ένα τεράστιο κούτσουρο. Γονάτισε και βάλθηκε να το πελεκάει, να το πελεκάει, ώσπου το γούβιασε, το ‘κανε κούνια για το μωρό. Δίπλα του ακουμπήσαμε την εικόνα του αγίου Εφραίμ να το φυλάει. Και το φύλαξε.
Το μωρό εκείνο είναι σήμερα 78 χρονών. Έφυγε τον καιρό της χούντας να κυνηγήσει την τύχη του στον Καναδά και τα κατάφερε μια χαρά. Έκανε περιουσία, έκανε οικογένεια. Κυπριωτοπούλα πήρε. Καλή και άξια κοπέλα η Αρετή. Πρόσφυγας έφτασε στον Καναδά τo 74, όταν οι Τούρκοι ρήμαξαν το χωριό της, στην Κερύνεια κοντά. Δυστυχώς έχει χρόνια που πέθανε από καρκίνο. Ο μεγάλος του γιος, Εφραίμ το όνομά του, είναι αεροναυπηγός κι εργάζεται κάπου εκεί κοντά. Ο μικρός βρήκε κι εκείνος καλή δουλειά, αλλά πολύ μακριά. Στην Ταϊβάν μίσεψε με όλη του την οικογένεια. Αυτός είναι παντρεμένος με Ρωσίδα, χριστιανή ορθόδοξη βεβαίως. Η κοπέλα μετανάστευσε μικρούλα από την Ουκρανία μαζί με τους γονείς της, όταν έπεσε το Παραπέτασμα — το Σιδηρούν, θυμάσαι… Και ευτυχώς. Για φαντάσου να ήταν σήμερα εκεί και να μην ξέρανε πού να κρυφτούνε… Αλλά και στην Ταϊβάν, τώρα που οι Κινέζοι της Κίνας φοβερίζουν τους άλλους Κινέζους με τ’ αεροπλάνα τους, ο ανιψιός μου ανησύχησε κι έστειλε γυναίκα και παιδιά πίσω στον Καναδά, στου πατέρα του το σπίτι. Ο ίδιος έμεινε, γιατί δεν θέλει να χάσει τη δουλειά. Θα δει, λέει. Δεν ξέρει ακόμη τι θα κάνει. Μα και ποιος ξέρει; Ξέρει τάχα μου κανείς; Εμάς λίγο μας φοβερίζει –μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει– ο μεγαλοπρεπής από δίπλα;
Ολημερίς κι ολονυχτίς, όλοι οι μπαμπούλες του κόσμου για τα φουσάτα τους καμαρώνουνε: ένας καμαρωτός εδώ, άλλος καμαρωτός εκεί, τρίτος παραπέρα… Δεν ξέρω πολλά, ένα όμως βλέπω: η ανθρωπότη τρίβεται στην γκλίτσα του τσομπάνη. Αγαθός και φιλάνθρωπος ο Κύριος, δεν λέω, αλλά έτσι και ξεχειλίσει η κούπα της οργής του, αλί και τρισαλί μας… Γι’ αυτό κι εγώ προσεύχομαι καθημερνά στον άγιο Εφραίμ –μεγαλομάρτυς είναι και θαυματουργός– να βάλει, τον θερμοπαρακαλώ, το χέρι του, ειδάλλως… ειδάλλως…