Πρέπει να ήταν γύρω στα ‘77-’78, όταν πηγαινοερχόμουνα στον «Κέδρο» για την πρώτη έκδοση της μετάφρασής μου των ποιημάτων της Σαπφώς. Δηλαδή αρκετά χρόνια μετά την πρώτη έκδοση για τα Ρεμπέτικα τραγούδια του Ηλία Πετρόπουλου, προφανώς πάνω στην ετοιμασία κάποιας επανέκδοσής τους.
Ένα μεσημέρι που έφτασα, καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα στο γραφείο τού Γιάννη Κοντού ο Βασίλης Τσιτσάνης. Όπως μου είπε κάποια στιγμή, μετά, ο αγαπητός μου Λάμπης Ράππας, από το διπλανό του Κοντού γραφείο, ήταν εκεί για να δει κάποιους στίχους του, για να τους ελέγξει στο βιβλίο επακριβώς.
Ήταν και κοντά στα Χριστούγεννα, θυμάμαι επίσης. Μας σύστησε ο Κοντός. Δεν μιλήσαμε. Όση ώρα μείναμε στον ίδιο χώρο και τον κοίταζα, ο νους μου είχε σταματήσει στο λευκό, κουμπωμένο στον λαιμό ψηλά, καθαρό και καλοσιδερωμένο πουκάμισό του.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά το συνδύασα με την αγνότητα των περισσότερων τραγουδιών του και, βέβαια, με το «Άσπρο πουκάμισο φορώ». Δεν θα μπορούσα ποτέ να το φανταστώ μαύρο, ακόμη και για δυο μαύρα μάτια.
Έμεινα και τον κοίταζα όσο μπορούσα πιο διακριτικά, σαν παιδί τα φώτα κάποιος μεγάλης γιορτής.
(Θυμάμαι τώρα που ο Νίκος Χουλιαράς μου έλεγε πως ο πατέρας του Τσιτσάνη ή κι ο ίδιος ο Τσιτσάνης ανέβαιναν στα Γιάννενα κι αγόραζαν τα τσαρούχια τους από το εμπορικό τού δικού του πατέρα στην πόλη. Ίσως προς τα Χριστούγεννα κι αυτοί).


(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές)