στη μνήμη της Χοντρής του Θησαυρού, στον Χοντρό & τον Λιγνό, κλπ.



Αυτιάς, δημοσιογράφος. Βραχνός, μεταφραστής. Βρυκόλακας, μουσικός. [Babis] Βωβός, μηχανικός. Γκαβού, παιδαγωγός. Γονατάς, ποιητής. Γουρλομάτης, οφθαλμίατρος. Διπλοδάκτυλος, πόρτες ασφαλείας. Εξαδάκτυλος, πλαστικός χειρουργός. Ζερβός (αριστερόχειρας), ηθοποιός. Ζουμπάς, συμβολαιογράφος. Καμπάς (τρκ. χοντρός), ποιητής. Καμπούρης, καλαθοσφαιριστής (και Καμπουράκης, Καμπουρέλος, Καμπουρίδης, Καμπούρογλου, Καμπουρόπουλος κ.λπ.). Κασιδιάρης (ψωριάρης), ψητοπωλείο. Κατσέλης (αραβ. kaçel: κουτσός), αρτοποιία και νόμος. Καψιμάλλη, συμβολαιογράφος. Καψοκώλης, καρδιολόγος (και Καψοκόλη, συγγραφέας). Κεκές, καφεκοπτείο. Κεφάλα, πανεπιστημιακός (και Κεφαλάς, χαρτικά). Κιοσές (τρκ. köse: σπανός), μετακομίσεις. Κοιλιαρης, οδοντοτεχνίτης. Κόκαλα, πρατήριο υγρών καυσίμων. Κοκάλας, οίκος μόδας (και Κοκαλας, ψυχολόγος). Κόκκαλης, επιχειρηματίας. Κοντορούπης, καρδιολόγος. Κοντούλη, νεφρολόγος. Κοντουλέας, αστυνομικός. Κοντός, ποιητής. Κουκουλομάτης, ζωγράφος. Κουλαξίζης (τρκ. χωρίς αυτί), μουσικός. Κουλός, βιομηχανία λουκουμιών. Κουλοχέρης, εμπόριο αυτοκινήτων. Κουτέλα, εισοδηματίας. Κουτρούλης (φαλακρός), προσκλητήρια γάμων. Κοροβέσης (αραβ. korrovesh, -e: κουτσαύτης), συγγραφέας. Κουτσομούρης, κοινωνιολόγος. Κουτσονούρης, κληρικός. Κουτσοχέρης, δρομέας (και Κουτσοχέρας, ποιητής), Κουτσός, μοντελιστής. Κουτσαυτης, εκδότης. Κουτσοδόντης, ασφαλιστής. Κουτσοπόδης, αεροπόρος. Κουφός, παθολόγος (και Κωφός, βαλκανιολόγος). Κοψαχείλης, βουλευτής. Κοψαυτης, πλεκτά. Κοψοκόλης, λογιστικό γραφείο. Κοψολαίμη, ηθοποιός. Κοψομύτης, επιστήμων πληροφορικής. Κουτσομύτης, σκηνοθέτης. Λιανός, δομικά υλικά. Λιγνός, βιομηχανία πλαστικών. Μαγουλάς, λογιστής. Μακρής, κομμωτήριο. Μαλλιάς, πρέσβυς επί τιμή. Μαλλιάρας, εκπαιδευτικός, Μαλλιάρης, εκδότης (και Μαλλιαρός, φαρμακείο). Μασίκα (από το ρ. μασώ: προγναθική), φροντιστήριο ξένων γλωσσών. Μαυροκέφαλος, αρχοντάρης. Μαυρομμάτης, φωτογράφος (ο λαμπρός Σωκράτης). Μαυρομούστακος, θεατρολόγος. Μαυρομουστάκης, μουσικός οίκος (και Μαυρομουστακάκης, ελαιοχρωματιστής). Ματάκιας, λευκά είδη. Μαυρομύτης, γραφείο τελετών. Μαυροπόδη, δικηγόρος. Μικρουλέας, νομικός. Μικρούτσικος, μουσικός (x 2). Μουγγός (και Μουγκός), τυπογράφος. Μουγκάκος, τεχνικός. Μούγκας, εστιατόριο. Μουργοκέφαλος, ποιμήν (Σπάρτη). Μπαζάκα (βλαχ. bazaca: κοιλαράς), ηθοποιός. Μπουντούρη (τρκ. bodur: κοντός, μικροκαμωμένος), makeup artist (και Βουδούρης, επιχειρηματίας). Μπουρνάζ(ος) (τρκ.: μυταράς), παπούτσια. Μυταράς, ζωγράφος (και Μυταράκης, ζωγράφος επίσης). Ουζούν(ης) (τρκ. ψηλός), τυρόπιτες. Παλαβός, συγγραφέας.Παλαμάς (με μεγάλες παλάμες), ποιητής. Πατακός (ιδιωμ. Κρήτης: μικρόσωμος, άσχημος), το κτήνος. Πατούσας, εγκυκλοπαιδιστής. Πατσός (πλακουτσομύτης), εργοθεραπευτής. Παχάκης, γυναικολόγος. Παχής, θεολόγος. Πελτέκης (τρκ. τραυλός), μακεδονομάχος. Πλατάρα, αισθητικός. Πλατυπόδης, δικαστικός επιμελητής. Ποδάρας, γερανοί (και Ποδαράς, καλαθοσφαιριστής). Πρέκας (αρβ. pre-ke, -a, με φακίδες), ζωγράφος. Σισμάνης (τρκ. χοντρός), οπτικά (και Σισμανίδης, ταξιδιωτικό γραφείο. Σισμανογλου, ευεργέτης). Σκεμπές, ηλεκτρολόγος. Σκούρτης (αρβ. shkurt: κοντός), συγγραφέας. Σούρδος (βλάχ. κουφός), δημόσιος υπάλληλος. Σπανός, σπάνια βιβλία. Στοματάρας, πολιτικός. Στράβακας, αθλητής. Στραβοκέφαλος, αγρότης. Στραβολαίμης, οικονομολόγος. Στραβομπούκης (με στραβό στόμα), αστυνομικός. Στραβομύτης, τυπογράφος. Στενός, ηλεκτρολόγος. Σχιζόκωλος, στρατιωτικός (Μάνη). Τόπαλης (τρκ. κουτσός), τυπογράφος (και Τοπάλη, ποιήτρια. Τοπαλής, μηχανολόγος). Τραυλός, εκδότης. Τσάλης (αρβ.: κουτσός), περιπτερούχος. Τσαλίκης (τρκ. καμπούρης), τραγουδιστής. Τσάπαρης (τρκ. çapar: σημαδεμένος), ταβέρνα. Τσιλης (τρκ. : με φακίδες), κωπηλάτης. Τσολάκης (τρκ. colak: μονόχειρας, κουλός), γλωσσολόγος. Φακίδα, ιστιοπλόος. Φρυδάς, κλειδιά (και Μελανοφρύδης, ιστορικός). Χειλάς, ταβερνιάρης. Χονδροπόδης, αυτοκίνητα. Χονδρός, λογοτέχνης. Ψευδός, λογιστής. Ψηλός, σουβλάκια. Ψώρας, μεσίτης. Φαρδής, πανεπιστημιακός. Φαφούτη, αρθρογράφος. Φρίκης, τραγουδιστής.
Συμπέρασμα
: «Κουτσοί-στραβοί» σπεύσατε «στον άγιο Πανελεήμονα» του πολιτικά ορθού.

___________
ΣHM.: Τα άτονα επώνυμα δηλώνουν πολλαπλούς τονισμούς.