Ο Νίκος Καββαδίας


«Οι προσευχές των ναυτικών»

Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται, βουβοί, γονατιστοὶ
μπρος σ᾿ ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.

Κάτι μακριὰ ες τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.

Οι κούληδες με τη βαριὰ ωχροκίτρινη μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.

Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γεμάτοι από ικεσία,
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.

Και οι Έλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν, το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή «Πάτερ ἡμῶν…»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, (από την συλλογή Μαραμπού)


Δεν ξέρω αν το έχει ξαναγράψει κι άλλος. Δεν θυμάμαι αν το ’χω ξαναγράψει κάπου κι εγώ. Αλλά για μένα το πιο ιδιοφυές επίθετο για τους Έλληνες, ο πιο ακριβής χαρακτηρισμός, υπάρχει στις «Προσευχές των ναυτικών» του Καββαδία, στο τέλος του ποιήματος, όταν ο Καββαδίας περιγράφει και των Ελλήνων ναυτικών την προσευχή πριν τη βραδινή τους κατάκλιση : «Και οι Έλληνες με τη μορφή τη βασανιστική» …

Δεν λέει βασανισμένη, βασανιστική λέει. Που βασανίζουμε ο ένας τον άλλον με τις φυσιογνωμίες του άκρατου εγωισμού του καθενός μας. Που, αν δεν είναι δικός μας ο άλλος —ή κι όταν δικός μας είναι—, αμέσως το ύφος του μας διώχνει, η ματιά του η στον εαυτό του και μόνο αφιερωμένη, το πρόσωπό του το περιχαρακωμένο κι εχθρικό, το απωθητικότατο. Ίσως μέχρι να γνωριστούμε. Ίσως και μετά από αυτό.

Ένα επίθετο, ένας κατηγορηματικός προσδιορισμός, ακριβώς στο κέντρο του στόχου, σαν βέλος που σχίζει άλλο βέλος ήδη καρφωμένο εκεί, σαν του Ρομπέν των Δασών στη γλώσσα μια μεγάλη στιγμή. Σαν του Οδυσσέα —κι εκείνου στο τέλος— στο παλάτι του.

Όχι η βασανισμένη. Η βασανιστική.

[ Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ στιγμές ]