Σ’ όλες τις ταινίες κι αυτός σαν τον Νίκο Φέρμα εξαίρετος.
Με πρώτη του εκείνη τη γνωστή μέτρια (κι αντιπαθέστατη ηθογραφικά) ταινία με τον ανόητο τίτλο «Τέντι μπόι, αγάπη μου», όπου για μια και μόνη φορά πρωταγωνιστεί κι η φυσικότητά του θριαμβεύει, ως όποια του υποστηρικτή εμφάνιση σε όποιο έργο, όπως στο «Υπάρχει και φιλότιμο» π.χ., ή στο «Φωνάζει ο κλέφτης», ή στη «Χαρτοπαίχτρα», ή στο «Μιας πεντάρας νιάτα», ή στην « Ωραία του κουρέα», ή στους «Τέσσερις άσσους», ή ακόμα και στην «Κόρη μου τη σοσιαλίστρια».
Ο Πλατής ξέρει τι κάνει, ξέρει ποιος είναι, ξέρει να λέει ό,τι λέει. Όπως, μάλιστα, όλοι οι καλοί κωμικοί, κι ενοχλητικό ρόλο να παίζει, δεν μπορείς να τραβήξεις τα μάτια σου από πάνω του, γιατί λειαίνει τον χαρακτήρα έτσι, που κι ανθρώπινος, τελικά, να μοιάζει και συμπαθής ίσως μες στην ελαττωματικότητά του.
Γιατί όμως ο Πλατής κι οι ηθοποιοί εκείνοι οι παλιοί είναι, ήσαν τόσο διαφορετικοί, τόσο διαχρονικοί ξαφνικά, τόσο αξιοπρόσεκτοι κι ολοκληρωμένοι; Ίσως γιατί οι ζωές τους, οι ζωές που αναπαριστούσαν δεν ήσαν, όπως σήμερα, φλουταρισμένες, ναρκισσιστικές, δεν πελαγοδρομούσαν ίσως χωρίς κεντρικό νόημα, χωρίς σημασία. Ίσως γιατί κι οι άνθρωποι γύρω τους ειλικρινή σχέση με τον χρόνο είχανε, νοιώθανε τα όριά του, τα όριά τους, πολύ περισσότερο, πολύ πιο βαθειά τότε.
Σαν τον Αυλωνίτη, τον Σταυρίδη, τη Βασιλειάδου, τους διάσημους συμπρωταγωνιστές τους. Έτσι κι ο Φέρμας κι ο Πλατής. Το ίδιο.


( Από το ανέκδοτο βιβλίο «Νουάρ Στιγμές» )