ΣΗ­ΜΕΙΩ­ΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕ­ΡΙ­ΒΑΛ­ΛΟΝ ≈ ΚΑ­ΤΑ­ΓΡΑ­ΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙ­ΚΑΙ­ΡΟ­ΤΗ­ΤΑ ή ΠΕ­ΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥ­ΤΗΝ


Ο Xρό­νος, κα­τά Μπόρ­χες, απο­τε­λεί την ου­σία της ύπαρ­ξής μας, για­τί δια­στέλ­λε­ται στο λό­γο, πα­γώ­νει στην ει­κό­να και συ­στέλ­λε­ται στον ήχο.  Συ­νε­πώς, ο Χρό­νος υπάρ­χει πραγ­μα­τι­κά μό­νο στη δια­δι­κα­σία της ανα­πνο­ής.
Αυ­τές τις άδη­λες ανα­πνο­ές κα­τα­γρά­φει ψη­φια­κά κά­θε μή­να το πε­ριο­δι­κό «Χάρ­της» που, με την στή­ρι­ξη των συ­νερ­γα­τών, των ανα­γνω­στών, των χο­ρη­γών και του εκ­δο­τι­κού κό­σμου ανε­βαί­νει, με το τεύ­χος αυ­τό, στον δεύ­τε­ρο χρό­νο κυ­κλο­φο­ρί­ας του.

————————————
Κ Α Λ Η   Χ Ρ Ο Ν Ι Α
————————————


Το θέ­α­τρο του ρα­διο­φώ­νου-Μυ­θο­λο­γία

[ AΘΗ­ΝΑ 1962-1967 ]

Κά­θε μέ­ρα, εκτός Σαβ­βά­του και Κυ­ρια­κής, από το Έθνι­κό Ίδρυ­μα Ρα­διο­φω­νί­ας (ΕΙΡ), στις 11.30’ προ με­σημ­βρί­ας, όλα στα­μα­τούν σε σπί­τια, σε γρα­φεία (στα κρυ­φά), σε δη­μό­σιες υπη­ρε­σί­ες (όχι τό­σο κρυ­φά), σε ασφαλ­το­στρώ­σεις οδών, όπου δου­λεύ­ουν τα κο­μπρε­σέρ, σε οι­κο­δο­μές, όπου ανε­βά­ζουν το σκυ­ρό­δε­μα, στα πλοία «Kλε­ο­πά­τρα», «Σε­μί­ρα­μη», «Θε­ο­δώ­ρα» με κα­πε­τά­νιο τον Αλέ­ξαν­δρο Μπά­ρα, για να ακου­στεί το επό­με­νο ημί­ω­ρο επει­σό­διο της «Πι­κρής μι­κρής μου αγά­πης», ρα­διο­φω­νι­κής σει­ράς, προ­σφο­ράς του απορ­ρυ­πα­ντι­κού Tide, τον δια­φη­μι­στι­κό λο­γα­ρια­σμό του οποί­ου έχει η εται­ρεία του Χρυ­σό­στο­μου Πα­πα­δό­που­λου ΑΔΕΛ, στον τέ­ταρ­το όρο­φο επί της οδού Κο­λο­κο­τρώ­νη 11, όπι­σθεν της Πα­λαιάς Βου­λής αφε­νός και πλα­γί­ως του εκ­δο­τι­κού οί­κου Ίκα­ρος. Πριν και με­τά την εκ­πο­μπή, δεν υπάρ­χει άλ­λο θέ­μα συ­ζή­τη­σης με­τα­ξύ γυ­ναι­κών κά­θε ηλι­κί­ας και με­τα­ξύ αν­δρών κά­ποιας ηλι­κί­ας: τι εί­χε γί­νει ως τό­τε, τι ήταν πι­θα­νό­τε­ρο να γί­νει τώ­ρα, το απορ­ρυ­πα­ντι­κό Tide ήταν το κα­λύ­τε­ρο, λεύ­και­νε τα ρού­χα, η απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά του συ­νο­ψι­ζό­ταν ως εξής: «Όταν ο Αλέ­ξης και η Βά­να συ­να­ντιού­νται, συ­γκλο­νί­ζο­νται από έντο­να συ­ναι­σθή­μα­τα και νιώ­θουν να πα­ρα­σύ­ρο­νται στη δί­νη ενός ακα­τα­νί­κη­του πά­θους. Πριν προ­λά­βουν, όμως, να ζή­σουν την αγά­πη τους, η σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ανα­τρέ­πει τα δε­δο­μέ­να και τους οδη­γεί από το όνει­ρο στη φω­τιά του μί­σους. Θα κα­τα­φέ­ρει ο έρω­τας να νι­κή­σει τα εμπό­δια ή θα συ­ντρι­βεί στη δύ­να­μη του πε­πρω­μέ­νου που αδυ­σώ­πη­το πα­ρα­μο­νεύ­ει στο δρό­μο τους; Μια ιστο­ρία όλο συ­γκί­νη­ση και πά­θος, γε­μά­τη πε­ρι­πέ­τειες, απρό­ο­πτα και ανα­τρο­πές». Αστρα­φτε­ρά τα ρού­χα που πλύ­θη­καν με Tide, αστρα­φτε­ρές, αν όχι εκτυ­φλω­τι­κές, οι αγω­νί­ες τέ­τοιας ιστό­ρη­σης.

Ο Βαγ­γέ­λης Γκού­φας (1925-2016)

Ο συγ­γρα­φέ­ας των επει­σο­δί­ων Βαγ­γέ­λης Γκού­φας έφτα­νε πά­ντα βια­στι­κός στην ΑΔΕΛ, φορ­τω­μέ­νος με τις μπο­μπί­νες της ηχο­γρά­φη­σης επό­με­νων επει­σο­δί­ων, την οποία εί­χε κά­νει μό­νος του και όδευε στον διά­δρο­μο όπου η δε­σποι­νίς Δέ­σποι­να, πί­σω από ένα ογκω­δέ­στα­το μα­γνη­τό­φω­νο και μια ογκώ­δη γρα­φο­μη­χα­νή, πα­ρα­λάμ­βα­νε το φρέ­σκο υλι­κό, και λά­βαι­νε ταυ­το­χρό­νως την εντο­λή του συγ­γρα­φέα «Γρά­φε!» Η δα­κτυ­λο­γρά­φη­ση άρ­χι­ζε και ο χώ­ρος παλ­λό­ταν από την ηχο­γρα­φη­μέ­νη βρο­ντώ­δη ή τσι­ρι­χτή φω­νή του Βαγ­γέ­λη Γκού­φα, που έπαι­ζε όλους τους ρό­λους και διέ­κο­πτε την αφή­γη­σή του με σχό­λια του εί­δους «Βά­λε εδώ υπο­γράμ­μι­ση», «Σβή­σε αυ­τό που έγρα­ψες, γρά­ψε αυ­τό που θα πω τώ­ρα». Η Δέ­σποι­να, πε­ρα­σμέ­νης νε­ό­τη­τας, πα­τού­σε ένα κου­μπί με την βα­ριά σό­λα του δε­ξιού πα­που­τσιού της, η μα­γνη­το­ται­νία γρύ­λι­ζε πη­γαί­νο­ντας πί­σω ή τρέ­χο­ντας μπρο­στά, έπρε­πε να στα­μα­τά­ει πό­τε-πό­τε τη δα­κτυ­λο­γρά­φη­ση, να βγά­ζει το φαρ­δύ μα­ντή­λι της από το φαρ­δύ συρ­τά­ρι του γρα­φεί­ου της και να σκου­πί­ζει τα δά­κρυά της. Ο Βαγ­γέ­λης Γκού­φας εί­χε υπό­ψη του την έντο­νη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή ευαι­σθη­σία της Δέ­σποι­νας και, πριν την κο­ρύ­φω­ση κά­ποιου δρα­μα­τι­κού δια­λό­γου, συμ­βού­λευε δια­κρι­τι­κώς: «Κλά­ψε εδώ για να μου πεις ότι εί­ναι κα­λό να το απλώ­σω αλ­λού».

Οι ηθο­ποιοί πρω­τα­γω­νι­στές, Στέ­φα­νος Λη­ναί­ος και Έλ­λη Φω­τί­ου, ήταν άγνω­στοι σχε­δόν με τα πραγ­μα­τι­κά ονό­μα­τά τους, επει­δή ήταν γνω­στοί από τους ρό­λους τους: ο Αλέ­ξης Φρα­γκό­που­λος από εδώ, η Βά­να Βα­σι­λειά­δη από εκεί. Αξιο­ση­μεί­ω­το ότι η Δέ­σποι­να εί­χε ορ­κι­στεί να μην απο­κα­λύ­ψει σε κα­νέ­ναν, ού­τε στον Θεό τον ίδιο, τι επρό­κει­το να συμ­βεί «πα­ρα­κά­τω», όταν ο Βαγ­γέ­λης Γκού­φας εί­χε μα­γνη­το­φω­νή­σει αρ­κε­τά προ­σε­χή επει­σό­δια και, συ­νε­πώς, ήταν η μό­νη που γνώ­ρι­ζε το μέλ­λον του έρ­γου και τη μοί­ρα των ηρώ­ων του.
Η Πι­κρή μι­κρή μου αγά­πη κυ­κλο­φό­ρη­σε σε 17 ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­να πο­λυ­σέ­λι­δα τεύ­χη σχή­μα­τος τσέ­πης. Η υπο­γρα­φή του ει­κο­νο­γρά­φου δεν δια­βά­ζε­ται, δεν απο­κλεί­ε­ται όμως να πρό­κει­ται για τον κύ­ριο Βλων, ει­δι­κό στο ρε­τούς, κα­θι­σμέ­νο στο «Δη­μιουρ­γι­κό» της ΑΔΕΛ, σε χα­μη­λό, αλ­λά φαρ­δύ σκα­μνί, επί της επι­φα­νεί­ας του οποί­ου απλω­νό­ταν ξε­χει­λω­μέ­νο από το βά­ρος του κυ­ρί­ου Βλων μα­ξι­λά­ρι, δί­χως τρύ­πες από καύ­τρες τσι­γά­ρων, οι οποί­ες προ­τι­μού­σαν το πα­ντα­λό­νι του καλ­λι­τέ­χνη, αφού η προ­σή­λω­ση στο έρ­γο του δεν του άφη­νε πε­ρι­θώ­ρια να ρί­χνει τη στά­χτη του τσι­γά­ρου του στο τα­σά­κι. Έτσι και αλ­λιώς, το τα­σά­κι ξε­χεί­λι­ζε από απο­τσί­γα­ρα. Με ξύ­στρες, μο­λύ­βια χρώ­μα­τος μαύ­ρου Faber no2, Faber HB, με γο­μο­λά­στι­χες, με μο­λύ­βια μη­χα­νι­κά, ο κύ­ριος Βλων ομόρ­φαι­νε τις φω­το­γρα­φί­ες στις μα­κέ­τες των συ­σκευα­σιών του Tide, κά­θε άλ­λου δια­φη­μι­ζό­με­νου προ­ϊ­ό­ντος και φρό­ντι­ζε με ξε­χω­ρι­στή επι­μέ­λεια τις φω­το­γρα­φί­ες μο­ντέ­λων, ώστε να εξα­φα­νί­ζο­νται ατέ­λειες του προ­σώ­που, του βλέμ­μα­τος, της κόμ­μω­σης και, πο­λύ σο­βα­ρό­τε­ρο, να αμ­βλύ­νο­νται υπο­ψί­ες γυ­μνού στή­θους ή γυ­μνών μη­ρών, όταν επρό­κει­το για δια­φή­μι­ση γυ­ναι­κεί­ων εσω­ρού­χων, όπου η φα­ντα­σία έχει ση­μα­σία και όχι το αυ­τα­πό­δει­κτο της εντο­λής τους.
Η Ιστο­ρία έχει στις δέλ­τους της το επώ­νυ­μο του κυ­ρί­ου Βλων και όχι το όνο­μά του. Ομοί­ως, αμ­φι­βά­λει αν η Δέ­σποι­να ήταν η δα­κτυ­λο­γρά­φος, άλ­λο όνο­μα ή επώ­νυ­μο δεν έχει βρε­θεί, οπό­τε η Δέ­σποι­να δεν απορ­ρί­πτε­ται. Ο Βαγ­γέ­λης Γκού­φας υπο­λο­γί­ζει πως η «Πι­κρή μι­κρή μου αγά­πη» ολο­κλη­ρώ­θη­κε σε χί­λια δια­κό­σια επει­σό­δια, χω­ρίς τις επα­να­λή­ψεις, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα από τα 925, με τα οποία ολο­κλη­ρώ­θη­κε «Το δι­καί­ω­μα να γεν­νη­θείς» στην Κού­βα. Ού­τε επι­βε­βαιώ­νει ότι με­ρι­κές αυ­το­κτο­νί­ες της πε­ριό­δου 1962-1967 οφεί­λο­νται σε απελ­πι­σμέ­νες ψυ­χές, που ζού­σαν την αγά­πη τους σαν να ήταν γλυ­κειά και με­γά­λη. Ακό­μα και πλοί­αρ­χοι, όπως δη­λώ­νει ο Αλέ­ξαν­δρος Μπά­ρας:

Aν ήμουν εγώ πλοί­αρ­χος, / ναι –si j’étais roi!– / αν ήμουν εγώ πλοί­αρ­χος / στην “Kλε­ο­πά­τρα”, τη “Σε­μί­ρα­μη”, τη “Θε­ο­δώ­ρα”, / αν ήμουν εγώ πλοί­αρ­χος / με τέσ­σε­ρα χρυ­σά γα­λό­νια / κι αν μ’ άφη­ναν στην ίδια αυ­τή γραμ­μή / τό­σα χρό­νια, / μια νύ­χτα σε­λη­νό­φεγ­γη, / στη μέ­ση του πε­λά­γου, θ’ ανέ­βαι­να στο τέ­ταρ­το κα­τά­στρω­μα / κι ενώ θ’ ακού­γου­νταν η μου­σι­κή / που θα’ παι­ζε στης πρώ­της θέ­σης τα σα­λό­νια, / με τη με­γά­λη μου στο­λή, με τα χρυ­σά μου τα γα­λό­νια / και τα χρυ­σά μου τα πα­ρά­ση­μα, / θα’ γρα­φα μιαν αρ­μο­νι­κό­τα­τη κα­μπύ­λη / από το τέ­ταρ­το κα­τά­στρω­μα μέ­σ’ στα νε­ρά, /  έτσι με τα χρυ­σά μου, /  σαν αστήρ διάτ­των / σαν ήρως ανε­ξή­γη­των θα­νά­των.



Φω­το­φο­βί­ες: Σχε­τι­κά με ωσμώ­σεις επι­στή­μης & λο­γο­τε­χνί­ας

Αμέ­σως με­τά τις γιορ­τές αρ­χί­ζουν τα προ­ε­όρ­τια της επό­με­νης επε­τεί­ου. Κα­θώς κά­θε αρ­χή απο­τε­λεί συ­νέ­χεια, συ­νε­χί­ζει να δια­χέ­ε­ται η με­λαγ­χο­λία των εορ­τών που κο­ρυ­φώ­νε­ται τις κρί­σι­μες ημέ­ρες. Η διά­χυ­ση αυ­τή, όταν δεν υπάρ­χουν πα­ρε­μπο­δι­σμοί, και η ώσμω­ση, όταν υπάρ­χουν εμπό­δια που μπο­ρούν να δια­πε­ρα­στούν όμως, κα­ταρ­γούν τη σα­φή­νεια των δια­κρί­σε­ων, όπου ανα­παύ­ε­ται μια στε­ρε­ό­τυ­πη δια­λε­κτι­κή των αντι­θέ­των. Φαί­νε­ται να αναι­ρεί­ται η αντί­θε­ση ανά­με­σα στο φως και στο σκο­τά­δι, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τα ηλιο­κε­ντρι­κά συ­στή­μα­τα πε­ρι­στρο­φής της σκέ­ψης και εξα­κο­λου­θεί να κυ­ριαρ­χεί ακό­μη και αν υπο­χω­ρούν ψευ­δαι­σθή­σεις δια­φω­τι­σμού ή της με­τα­φυ­σι­κής κρι­τι­κής του.
Πα­ρά τη στω­ι­κό­τη­τα της κα­τα­γω­γής της, η με­λαγ­χο­λία έχει ανα­δει­χθεί σε φαι­νό­με­νο της νε­ό­τε­ρης επο­χής, όπως και η αντί­στα­ση στη με­λαγ­χο­λία. «Πι­στέψ­τε με όταν λέω, όπως έχω πει προη­γου­μέ­νως, εί­πε, ότι το όλο πράγ­μα δεν δια­βά­ζε­ται, εί­ναι τρε­λό», παρ-εξη­γεί όχι στη «Με­λαγ­χο­λία της αντί­στα­σης», αλ­λά στο «Πό­λε­μος και πό­λε­μος», στο μυ­θι­στό­ρη­μά του που προη­γου­μέ­νως εί­χε με­τα­φρα­στεί στα ελ­λη­νι­κά, επί­σης από την Ιω­άν­να Αβρα­μί­δου, ο Λά­σλο Κρασ­να­χορ­κάι (László Krasznahorkai). Την προ­σο­χή ωστό­σο εδώ συ­ντο­νί­ζει κά­ποιος άλ­λος Κρασ­να­χορ­κάι, ένας Ατ­τί­λας (Attila Krasznahorkay) που δια­μη­νύ­ει το εν­δε­χό­με­νο μιας πέμ­πτης θε­με­λιώ­δους δύ­να­μης στη φύ­ση, πέ­ρα από τις γνω­στές τέσ­σε­ρις, δη­λα­δή τη βα­ρύ­τη­τα, τον ηλε­κτρο­μα­γνη­τι­σμό, την αδύ­να­μη και την ισχυ­ρή πυ­ρη­νι­κή δύ­να­μη.
Πρό­κει­ται για τον επι­κε­φα­λής επι­στη­μο­νι­κής ομά­δας στο Atomki, το Ιν­στι­τού­το Πυ­ρη­νι­κής Έρευ­νας στην Ακα­δη­μία Επι­στη­μών της Ουγ­γα­ρί­ας, απο­τε­λέ­σμα­τα πει­ρα­μά­των της οποί­ας, που δη­μο­σιεύ­τη­καν στα τέ­λη του 2019, ανα­δει­κνύ­ουν πε­ρί­πτω­ση διά­σπα­σης ατό­μου που δεν μπο­ρεί να εξη­γη­θεί σύμ­φω­να με την απο­δε­κτή θε­ω­ρία της φυ­σι­κής στοι­χειω­δών σω­μα­τι­δί­ων. Κα­τά τη σχά­ση ατό­μου του στοι­χεί­ου ήλιο που εί­χε διε­γερ­θεί, τα σω­μα­τί­δια εξέ­πε­μπαν φως σε μη προ­βλε­πό­με­νες από τη θε­ω­ρία γω­νί­ες, όπως εί­χε συμ­βεί πριν τρία χρό­νια σε πεί­ρα­μα, από την ίδια ομά­δα έρευ­νας, σχά­σης ισό­το­που του στοι­χεί­ου βη­ρύλ­λιο. Τα απο­τε­λέ­σμα­τα συ­νά­δουν με ανα­κά­λυ­ψη ενός άγνω­στου σω­μα­τι­δί­ου, στο οποίο έχει δο­θεί το όνο­μα x17.
Εφό­σον δεν πρό­κει­ται για λά­θος, με ερευ­νη­τές σε πολ­λές χώ­ρες να επι­χει­ρούν να επα­να­λά­βουν τα πει­ρά­μα­τα και με άλ­λα χη­μι­κά στοι­χεία, η ύπαρ­ξη αυ­τού του υπο­α­το­μι­κού σω­μα­τι­δί­ου υπο­δει­κνύ­ει μια πέμ­πτη θε­με­λιώ­δη δύ­να­μη που δεν εί­χε μέ­χρι στιγ­μής εντο­πι­στεί. Αν υφί­στα­ται, πρό­κει­ται για σω­μα­τί­διο που συν­δέ­ει τον ορα­τό κό­σμο με τη σκο­τει­νή ύλη, στην οποία θε­ω­ρη­τι­κά ανά­γε­ται η εξή­γη­ση «ανω­μα­λιών» σε κο­σμο­λο­γι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις που μπο­ρούν να γί­νουν με αστρο­νο­μι­κά όρ­γα­να. Ομά­δα υπό τον κα­θη­γη­τή Jonathan Feng στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Κα­λι­φόρ­νιας στο Ίρ­βαϊν έχει προ­τεί­νει θε­ω­ρία για μια πέμ­πτη «φω­το­φο­βι­κή δύ­να­μη», χω­ρίς να απο­κλεί­ε­ται το εν­δε­χό­με­νο ανα­κά­λυ­ψης και άλ­λων δυ­νά­με­ων.
Οι έρευ­νες αυ­τές εντάσ­σο­νται στην ανα­ζή­τη­ση του Ιε­ρού Δι­σκο­πό­τη­ρου στη φυ­σι­κή, κά­τι που επι­δί­ω­ξε ο Αϊν­στάιν χω­ρίς να το επι­τύ­χει, δη­λα­δή μιας «ενο­ποι­η­μέ­νης» θε­ω­ρί­ας που συ­νε­κτι­κά θα εξη­γεί τα πά­ντα, από τον σχη­μα­τι­σμό των γα­λα­ξιών έως τα κουάρκ σε υπο­α­το­μι­κό επί­πε­δο, όπου το άτμη­το (άτο­μο κα­τά τον Δη­μό­κρι­το) τέ­μνε­ται. Πρω­τό­νια και νε­τρό­νια, νου­κλε­ό­νια στον πυ­ρή­να του ατό­μου δη­λα­δή, συ­νί­στα­νται από μι­κρό­τε­ρα σω­μα­τί­δια, πρό­τει­νε στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του 1960 ο Murray Gell-Mann (Νο­μπέλ Φυ­σι­κής 1969), που τα ονό­μα­σε κουάρκ. Στις αρ­χές του 2000 υπήρ­ξε πει­ρα­μα­τι­κή επι­βε­βαί­ω­ση πε­ρί ύλης κουάρκ –κα­τά­στα­σης της ύλης τα πρώ­τα εκα­τομ­μυ­ριο­στά του δευ­τε­ρο­λέ­πτου με­τά τη Με­γά­λη έκρη­ξη– από τον Ευ­ρω­παϊ­κό Ορ­γα­νι­σμό Πυ­ρη­νι­κής Έρευ­νας (CERN) έξω από τη Γε­νεύη.

Το quark (κβαρκ) απο­τε­λεί βέ­βαια τυ­ρό­πηγ­μα στη σου­η­δι­κή και άλ­λες βό­ρειες κου­ζί­νες. Ετυ­μο­λο­γι­κά σλα­βι­κό ίσως δά­νειο στα γερ­μα­νι­κά, στην κα­θο­μι­λου­μέ­νη πα­ρα­πέ­μπει σε σκου­πί­δια. Σε βι­βλίο του, ο Μά­ρεϊ Γκελ-Μαν ση­μειώ­νει ότι ως ήχος πρώ­τα προ­έ­κυ­ψε η λέ­ξη και θα μπο­ρού­σε να γρά­φε­ται kwork. Σε μια από τις πε­ρι­στα­σια­κές επι­δρο­μές του όμως στην Αγρυ­πνία [του ή/και των] Φί­νε­γκαν του Τζέιμς Τζό­υς, σε Ανευ­λα­βή από­δο­ση και στα ελ­λη­νι­κά, στά­θη­κε στο τρί­στι­χο:

Three quarks for Muster Mark! Sure he hasn't got much of a bark
 And sure any he has it's all beside the mark.

Lewis Carroll : Φω­το­γρα­φία της πραγ­μα­τι­κής Αλί­κης (Alice Pleasance Liddell, 1852–1934) ως «ζη­τιά­νας», τρα­βηγ­μέ­νη το 1858

Έχο­ντας γυ­ρί­σει στο Δου­βλί­νο τον Οδυσ­σέα, έχο­ντας αρ­θρώ­σει το τε­λι­κό Ναι της άπι­στης γυ­ναί­κας του Μό­λι Μπλουμ, πέ­ρα­σε ένας χρό­νος χω­ρίς να γρά­ψει οτι­δή­πο­τε, πριν ο Ιρ­λαν­δός εξό­ρι­στος αρ­χί­σει τις πρώ­τες κα­τα­γρα­φές για μια ονει­ρι­κή αγρυ­πνία πριν από κη­δεία, αλ­λά και αφύ­πνι­ση από όνει­ρο ενός τα­βερ­νιά­ρη (publican, ο οποί­ος ανα­πα­ρα­γό­με­νος ως re-publican φα­ντά­ζει δη­μο­κρα­τι­κός υπο­στη­ρι­κτής ανε­ξάρ­τη­της Ιρ­λαν­δί­ας), που κα­τα­λή­γει με την αφύ­πνι­ση της γυ­ναί­κας του, όπως και όλων ημών των Φί­νε­γκαν. Βε­βαί­ως quark, που ομοιο­κα­τα­λη­κτεί με mark και bark, μπο­ρεί να εί­ναι κραυ­γή γλά­ρου, ενώ τρία quarks στην πρό­πο­ση στον Μά­στο­ρα Μαρκ ακού­γο­νται και ως τρία quarts (πε­ρί­που τρία με­τρι­κά λί­τρα), δη­λα­δή πα­ραγ­γε­λία σε μπαρ.
Ας μην ανα­συρ­θεί ο Λιού­ις Κά­ρολ, οι σύμ­μει­κτες (πορτ μα­ντό) λέ­ξεις του οποί­ου στην Αλί­κη και αρ­γό­τε­ρα προ­δια­θέ­τουν για την Αγρυ­πνία Φί­νε­γκαν. Χρή­σι­μη υπεν­θύ­μι­ση όμως εί­ναι ότι οι φυ­σι­κοί σε κουάρκ έχουν δώ­σει δια­φο­ρε­τι­κούς προσ­διο­ρι­σμούς και γεύ­σεις (quark flavors), με κουάρκ βυ­θού (bottom) και κο­ρυ­φής (top) πα­λαιό­τε­ρα να ονο­μά­ζο­νται αντι­στοί­χως «ομορ­φιά» (beauty) και «αλή­θεια» (truth). Ως ορο­λο­γία η αλή­θεια δεν ευ­δο­κί­μη­σε, αλ­λά σε πει­ρα­μα­τι­κά ερ­γα­στή­ρια επι­τα­χυ­ντές μα­ζι­κής πα­ρα­γω­γής κουάρκ βυ­θού ακό­μη απο­κα­λού­νται b ή beauty factories (ερ­γο­στά­σια ομορ­φιάς).
Όποια και αν εί­ναι η αλή­θεια της ομορ­φιάς ή η ομορ­φιά της αλή­θειας, σκο­το­φο­βί­ες και φω­το­φο­βί­ες, αν­θρω­πι­στι­κές και θε­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις πα­ρα­μέ­νουν αλ­λη­λέν­δε­τες, όσο και αν οι μεμ­βρά­νες εξει­δι­κευ­μέ­νων γνώ­σε­ων που δια­μορ­φώ­νει κά­θε πε­δίο πα­ρε­μπο­δί­ζουν την επι­κοι­νω­νία, χω­ρίς να απο­τρέ­πουν την ώσμω­ση. Η λο­γο­τε­χνία πα­ρα­μέ­νει θε­με­λιώ­δης επι­στή­μη της φύ­σης (του αν­θρώ­που). Η επι­στή­μη πα­ρα­μέ­νει θε­με­λιώ­δης λο­γο­τε­χνία της φύ­σης.


Ο Σταυ­ρός του Νό­του

Της Τες που το γέννησε

Φθι­νό­πω­ρο του 1979, δευ­τέ­ρα λυ­κεί­ου στο Πέμ­πτο Αρ­ρέ­νων Εξαρ­χεί­ων, στην Αρα­χώ­βης, το «κολ­λέ­γιο». Η πλα­τεία τό­τε στις δό­ξες της. Το Βοξ και η Ρι­βιέ­ρα που τα κα­λο­καί­ρια μας τα­ξί­δευαν σε άλ­λους κό­σμους, το Φλο­ράλ, η old school patisserie κά­τω από τη μπλε πο­λυ­κα­τοι­κία όπου Αθλη­τι­κή Κυ­ρια­κή με τον Δια­κο­γιάν­νη με συ­νο­δεία σο­κο­λα­τί­νας bitter και πα­γω­τό Σι­κά­γο, η Μα­ρο­νί­τα όπου βα­σί­λευε ο Λώ­λος, η ψυ­χή του Αστέ­ρα Εξαρ­χεί­ων, κι όπου εί­χα­με λιώ­σει τα κα­θί­σμα­τα πί­νο­ντας απα­νω­τούς φρα­πέ­δες και κα­πνί­ζο­ντας άπει­ρα τσι­γά­ρα. Απέ­να­ντι το Τσαφ, ατε­λεί­ω­τες ώρες στην υπό­γα παί­ζο­ντας μπι­λιάρ­δο ή πο­δο­σφαι­ρά­κι με ροκ πά­ντα στο background. Δί­πλα το κα­φε­νείο του Τζα­νή όπου σύ­χνα­ζαν εξαρ­χειώ­τες μά­γκες, ο Αντω­νά­κης ο ξυ­ρα­φά­κιας ή σφά­χτης αλ­λά και ο Αλέ­φα­ντος που συ­νή­θι­ζε να μας κά­νει με­τα­με­σο­νύ­κτιες δια­λέ­ξεις επί πα­ντός του επι­στη­τού. Ο Τζα­νής ήταν και το πρώ­το στέ­κι των Αναρ­χι­κών. Ήταν και ο Νι­κό­λας ο Ασι­μος, μια κα­τη­γο­ρία από μό­νος του. Ο Κά­βου­ρας, ο Με­ρα­κλής η τα­βέρ­να του Ασαρ­γιω­τά­κη, το Λη­μνια­κό. Στη Τρι­κού­πη η Στρο­φή του Μα­νά­κου. Εκεί αγο­ρά­ζα­με δί­σκους. Εκεί αγό­ρα­σα το 1975, μό­λις εί­χα μπει γυ­μνά­σιο, τον πρώ­το μου δί­σκο που ήταν το «Wish you Were Here» των Pink Floyd. Στον Μα­νά­κο ακου­μπά­γα­με το χαρ­τζι­λί­κι μας αγο­ρά­ζο­ντας δί­σκους, μό­νο ροκ, ήταν η επο­χή που όλα μα­θαί­νο­νταν από τους με­γα­λύ­τε­ρους προς τους μι­κρό­τε­ρους και όλα γι­νό­ντου­σαν απτά και πραγ­μα­τι­κά όχι από google και Facebook. Η μου­σι­κή ήταν δί­σκοι και έπρε­πε να τα αγο­ρά­σεις να τα πας με τη πρέ­που­σα αδη­μο­νία και προ­σο­χή στο σπί­τι και πα­ρέα με τους φί­λους σου να τα βά­λεις στο πι­κάπ να παί­ξουν. Ξα­νά και ξα­νά, ση­κώ­νο­ντας τον βρα­χί­ο­να με τα δά­χτυ­λα και ακου­μπώ­ντας τη βε­λό­να στο τρα­γού­δι που σε τσά­κι­ζε και ήθε­λες να το ακούς διαρ­κώς. (Επί­σης, τα κο­ρί­τσια τα πε­ρί­με­νες να σχο­λά­σουν στα Πευ­κά­κια στον Άγιο Νι­κό­λαο στην Ασκλη­πειού για να ξο­δέ­ψεις εκεί­νο το πο­λύ­τι­μο μι­σά­ω­ρο που σου διέ­θε­ταν και με­τά το βρά­δυ να τα πε­ρι­μέ­νεις υπο­μο­νε­τι­κά με­τά το μά­θη­μα των Αγ­γλι­κών για να τα περ­πα­τή­σεις σπί­τι. Δεν εί­χε ού­τε μη­νύ­μα­τα ού­τε ποστ, ού­τε κο­πά­νες πα­ρά μα­ζί. Εί­χε πα­ρου­σία). Εκεί­να τα Χρι­στού­γεν­να του 1979 πή­γα στου Μα­νά­κου να πά­ρω το «Wall» των Pink Floyd που μό­λις εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει. Μα­ζί και το «παι­δί», η ξα­δέλ­φη μου η Ελέ­νη που ήταν με­γα­λύ­τε­ρή μου και άκου­γε και πο­λύ ελ­λη­νι­κή μου­σι­κή, κυ­ρί­ως Χα­τζι­δά­κι, στον οποίο επί­σης με ει­σή­γα­γε. Όταν πλή­ρω­να, η Ελέ­νη ήρ­θε κο­ντά μου κρα­τώ­ντας ένα δί­σκο που αμέ­σως μου έκα­νε εντύ­πω­ση το εξώ­φυλ­λό του με το έντο­νο κόκ­κι­νο χρώ­μα του. «Αυ­τό εί­ναι το δώ­ρο σου μου εί­πε» και το ακού­μπη­σε στο τρα­πέ­ζι του τα­μεί­ου. Αρ­γό­τε­ρα στο σπί­τι, αφού εί­χα κά­ψει το «Wall», έβα­λα τον δί­σκο στο πι­κάπ. «Πρώ­το τα­ξί­δι έτυ­χε ναύ­λος για το νό­το... κι ο λό­γος της μες το μυα­λό σου να σφυ­ρί­ζει... η λα­μα­ρί­να η λα­μα­ρί­να όλα τα σβή­νει... μα εσύ θυ­μά­σαι τη Σμα­ρώ και τη Κα­λα­μα­ριά... τυ­φλό κο­ρί­τσι σ’ οδη­γά­ει παι­δί του Μο­ντι­λιά­νι... εκτός από τη μά­να σου κα­νείς δεν σε θυ­μά­ται... πριν δέ­κα χρό­νια με­θυ­σμέ­νη μου εί­πες σε αγα­πώ... γύ­ρι­σες και μού 'πες πως το Μάρ­τη / σ’ άλ­λους πα­ραλ­λή­λους θά­χεις μπει... κού­λι­κο στο στή­θος σου τα­τού... εί­παν πως την εί­χες αγα­πή­σει σε μια κρί­ση μαύ­ρου πυ­ρε­τού... με του κα­πε­τά­νιου τη μι­γά­δα μά­θη­μα πο­ρεί­ας νυ­κτε­ρι­νό... κά­τω στις ακτές της Αφρι­κής πά­νε χρό­νια τώ­ρα που κοι­μά­σαι... απά­νω μου έχω πά­ντο­τε στη ζώ­νη μου σφιγ­μέ­νο... μα εγώ θα σε συμ­βού­λευα κά­τι άλ­λο ν’ αγο­ρά­σεις... αφού το θέ­λεις πά­ρ' το... χό­ρε­ψε πά­νω στο φτε­ρό του καρ­χα­ρία... από παι­δί βια­ζό­μου­να μα τώ­ρα πάω κα­λιά μου... για μια στιγ­μή αν με λύ­γι­σε σή­με­ρα δεν με ορί­ζει... κα­βά­λα­γες ασέ­λω­το με δί­χως χα­λι­νά­ρι...Τί με κοι­τάς, θα σου θυ­μί­σω εγώ που μ' εί­δες, στην άμ­μο επά­νω σ’ εί­χα ανά­στρο­φα ζα­βώ­σει... εδώ κο­ντά σου χρό­νια ασά­λευ­τος να μέ­νω... μες στο τε­ρά­στιο σώ­μα του εί­χε μια αθώα καρ­διά... θεέ των μαύ­ρων το κα­λό συγ­χώ­ρε­σε Γουίλ / και δώ­σ' του εκεί που βρί­σκε­ται λί­γη απ’ την άσπρη σκό­νη... ανέ­μι­σες για μια στιγ­μή το μπο­λε­ρό... τρα­βά μπρο­στά ξο­πί­σω εμείς και μη σε μέλ­λει... ατσίγ­γα­νε κι αφέ­ντη μου με τί να σε στο­λί­σω... βάρ­κα του βάλ­του ανα­στρο­φή φτε­νή δί­χως κα­ρέ­να... πού να ξο­δευ­τή­καν τό­νοι χί­λιοι... η πλω­ριά γορ­γό­να μια βρα­διά / πή­δη­σε στο κύ­μα με­θυ­σμέ­νη... φου­ντά­ρα­με κα­ρα­μο­σά­λι στο πο­τά­μι... κι αν λεί­ψεις χί­λια χρό­νια θα σε πε­ρι­μέ­νω... που 'ναι θο­λό και κα­τα­κόκ­κι­νο σαν αί­μα... μ’ από­ψε φαρ­μά­κι κό­μπρα εί­χες στα χεί­λια... τα μά­τια σου τα κυ­βερ­νού­σε σο­ρο­κά­δα... μα ού­τε φου­στά­νι στη στε­ριά κι ού­τε μα­ντή­λι... απά στο γλυ­κο­χά­ρα­μα σε φί­λη­σε ο πνιγ­μέ­νος... μην φεύ­γεις το 'πνι­ξες μια νύ­χτα στο Λον­δί­νο... στερ­νή φο­ρά κι ανώ­φε­λα ξορ­κί­ζεις το κυ­κλώ­να... ότι αγα­πού­σα αρ­νή­θη­κα για το πι­κρό σου αχεί­λι... και σε πο­νά­ει με τη νο­τιά, όχι από αλ­λού πο­νάω... τι να σου τά­ξω ατί­θα­σο παι­δί να σε κρα­τή­σω... κα­τέ­βη­κε ο Πο­λύ­γυ­ρος και γί­νη­κε λι­μά­νι...»
Τον άκου­σα ξα­νά και ξα­νά όλον κι από τις δύο πλευ­ρές. Μπα­λά­ντες χω­ρίς ρε­φρέν, ρο­κιές, στέ­ρε­ες φω­νές να προ­φέ­ρουν τους στί­χους του Καβ­βα­δία με σε­βα­σμό σε αυ­τά τα λό­για και τη δύ­να­μή τους. Ένα μπου­ζού­κι που έμπαι­νε τα­ξι­μιά­ρι­κα σε με­ρι­κά τρα­γού­δια. Κά­θι­σα στο πιά­νο και πέ­ρα­σα τα τρα­γού­δια. Το τρα­γού­δι που μου κόλ­λη­σε πιο πο­λύ, βέ­βαια, ήταν ο «Γουί­λι» αφού εί­χε πιο έντο­να τα στοι­χεία της ροκ. Πέ­ρα­σε ο χει­μώ­νας κι ήρ­θε η επέ­τειος της 25ης Μαρ­τί­ου. Κά­νο­ντας πρό­βες για τα τρα­γού­δια που θα παί­ζα­με στη γιορ­τή του σχο­λεί­ου με την ορ­χή­στρα, με­τα­ξύ «Παι­διών της Σα­μα­ρί­νας» και «Ξα­στε­ριάς» περ­νού­σα­με και τον «Γουί­λι» και βγά­ζα­με το άχτι μας. Όταν έγι­νε η γιορ­τή εί­χα­με συ­νεν­νοη­θεί. Και στο τέ­λος κλεί­σα­με τη γιορ­τή παί­ζο­ντάς το. Έβλε­πες στα πρό­σω­πα των κα­θη­γη­τών μας όλη τη γκά­μα των συ­ναι­σθη­μά­των από την αμη­χα­νία και την απο­στρο­φή ως την απο­δο­χή και την ικα­νο­ποί­η­ση. «Ο κα­θείς και τα όπλα του.»
Με­τά άνοι­ξε το Αχ Μα­ρία στη Σο­λω­μού 20. Το σπί­τι μας τό­τε ήταν στη δι­πλα­νή πο­λυ­κα­τοι­κία. Τα βρά­δια μπο­ρού­σα να ακούω την έντα­ση από τη μου­σι­κή από το δω­μά­τιό μου. Αρ­χί­σα­με να πη­γαί­νου­με Σάβ­βα­τα. Εκεί βα­σί­λευε ο Πα­πα­κων­στα­ντί­νου και μέ­σα στα αλ­λά που τρα­γου­δού­σε ήταν το «Μα­χαί­ρι» και ο «Γουί­λι» βέ­βαια. Ο Μπου­λάς, ο Ζου­γα­νέ­λης και η Ισι­δώ­ρα Σι­δέ­ρη που τρα­γου­δού­σαν κι αλ­λά τρα­γού­δια του Μι­κρού­τσι­κου από τα Τρο­πά­ρια για φο­νιά­δες και τον κύ­κλο του Μπρέ­χτ. Έτσι πέ­ρα­σε το ´80 μα και το ´81 όταν τε­λεί­ω­σα το Λύ­κειο. Σε αυ­τό το σπί­τι της Σο­λω­μού 18, στην πο­λυ­κα­τοι­κία του Φραν­τζή. Το σπί­τι της εφη­βεί­ας και των θαυ­μά­των. Εκεί­νο το κα­λο­καί­ρι τε­λεί­ω­σε με το θαύ­μα Τε­ρέ­ζα και με­τά το κλεί­σα­με και φύ­γα­με για την Αμε­ρι­κή. Αρ­γό­τε­ρα όταν δού­λευα πια­νί­στας στις μπουάτ στη Νέα Υόρ­κη, παί­ζα­με και τις μπα­λά­ντες του Μι­κρού­τσι­κου από το Σταυ­ρό του Νό­του. Εκει γνώ­ρι­σα το έτε­ρο θαύ­μα τη Σο­φία, που έμελ­λε να γί­νει γυ­ναί­κα μου και που τρα­γου­δού­σε πο­λύ ωραία τη «Γυ­ναί­κα». Πέ­ρα­σαν τα χρό­νια ήρ­θε το «Ερω­τι­κό», η Ρό­ζα. Ο Σταυ­ρός του Νό­του όμως εί­χε πε­ρά­σει για μέ­να στη δι­σκο­θή­κη της ψυ­χής μου ανε­ξί­τη­λα και όμορ­φα, εκεί πα­ρέα με τους Pink Floyd και όλα τα αλ­λά ροκ που την συ­νέ­θε­ταν. Μα­ζί με το σπί­τι της Σο­λω­μού, την Ελέ­νη, τους φί­λους μου, τους συμ­μα­θη­τές μου, τα κο­ρί­τσια, την πλα­τεία, τον Στρέ­φη, τα Πευ­κά­κια, το Αχ Μα­ρία. Κα­λό τα­ξί­δι κύ­ριε Θά­νο. Ευ­χα­ρι­στώ.