«Το φιλί» του Νικηφόρου Λύτρα (πριν το 1878. Εθνική Πινακοθήκη). Στην παραλλαγή δεξιά, το αγόρι που φιλάει το κορίτσι έχει εξαφανιστεί και το κορίτσι απλώς ... περιμένει


Βόρεια προάστια, Αθήνα

Δύσκολη… Ζωτικής σημασίας, όμως, (νομίζω…), η αδιάλειπτη ενημέρωση για τους νέους και ανανεούμενους αποκλεισμούς και απαγορεύσεις. Ήμουν, βλέπετε, και στραβάδι ακόμα: μόλις πριν λίγες ώρες είχα φτάσει σε τούτη εδώ τη χώρα προερχόμενος από μιαν άλλη χώρα. Λιγότερο ανεπτυγμένη. Δηλαδή με λιγότερα δηλωμένα κρούσματα και θανάτους. Λιγότερα από ό,τι εδώ, υποτίθεται. (Στις φτωχές χώρες τα πολλά κρούσματα είναι πολυτέλεια, εδώ και οι πλούσιες τα τσιγκουνεύονται). Δηλαδή λιγότερο φόβο. Λιγότερες μάσκες, λιγότερα πρέπει.
Διαβάζω λοιπόν αμέσως το νέο μήνυμα στο κινητό:
– «Τι θα κάνεις τώρα;» γράφει ένα γνωστός, τον οποίο είχα ενημερώσει τηλεφωνικά πριν λίγη ώρα για την άφιξή μου στην πατρίδα.
– «Θα πάω για ένα ποτό», απαντώ.
– «Δεν άκουσες τα μέτρα; Δεν έχεις ΑΕ μου φαίνεται!».
– «Ναι, δεν έχω Ανώνυμη Εταιρία. Μια μικρή Ομόρρυθμη έχω, με πολλές αρρυθμίες τώρα τελευταία».
– «Ατομική Ευθύνη δεν έχεις!». Και το έκλεισε.
–  (;)

Σουρούπωνε στο μεταξύ. Ψιλόβρεχε. Βλέπω αφώτιστη μια φωτεινή επιγραφή: «Mille baci». Μισάνοιχτη πόρτα, μισόφωτο. Φωλιά. Μπαίνω διστακτικά, με μια ανεξήγητη αίσθηση φόβου. (Τι το ‘θελαν οι ευλογημένοι αυτό το ιταλικό όνομα! Ιταλία, η φωλιά του ιού). Τρεις κι ο κούκος, ερημιά στο μπαρ. Η μπαργούμαν με κοιτάζει καχύποπτα. Κατευθύνομαι προς την μπαργούμαν, παραγγέλνω.
Κοιτάζω γύρω μου: Ένας νεαρός σ’ ένα τραπέζι. Ωραία γκριζογάλανα μάτια. Μια κοπέλα στο διπλανό του τραπέζι. Ωραία πράσινα μάτια. Κοιτάζονται. Κάθομαι, με μια περίεργη φόβου, σ’ ένα τραπέζι. Πολύ κοντά στην είσοδο. (Καλού κακού). Τo ποτό μου φθάνει αμέσως. Η σερβιτόρα ζητά να πληρωθεί αμέσως. (Καλού κακού;). Πληρώνω.

Ο νεαρός σηκώνεται ξαφνικά και πάει στο τραπέζι της κοπέλας. Κάτι της ζητάει, δεν μπορώ να ακούσω. Αναπτήρα; (Θυμήθηκα την παλιά απαγόρευση). Θα πάει έξω; Θα πάνε έξω; Η κοπέλα τού δίνει ένα πλαστικό μπουκαλάκι. (Λαγνεία τέχνας κατεργάζεται, σκέφτομαι). Καθαρίζει τα χέρια του με υγρό από το μπουκαλάκι. Κάτι λένε μεταξύ τους, δεν μπορώ να ακούσω. Ο νεαρός κάθεται στο τραπέζι της. Απέναντί της. Φλυαρούν σιγανά. Σε μια στιγμή βγάζουν σχεδόν ταυτόχρονα τις μάσκες. Σηκώνονται όρθιοι. Στάση ανυπόμονης προσμονής. Περιμένω να δω το φιλί -ωραία. Ο νεαρός βάζει αποφασιστικά το χέρι στην τσέπη και βγάζει ένα μαντιλάκι. Της το δίνει. Παίρνει και αυτός ένα. Καθαρίζουν επιμελώς τα χείλη τους, τις μύτες τους, τις μούρες του. Με παίρνει η μυρωδιά του οινοπνεύματος. Απότομα. Σαν μια ξαφνική μπάτσα.

Ξαφνικά ένας θόρυβος: Δυο μπάτσοι μπαίνουν φουριόζοι στο μαγαζί. Αποπνέουν μια αδιόρατη αίσθηση φόβου. Κατευθύνονται προς την μπαργούμαν. Προλαβαίνω και φεύγω απαρατήρητος. (Καλού κακού!).

*

Σε πολλές πόλεις, όχι σε όλες (ακόμα)

Ανοιξιάτικη λιακάδα. Στεγνώνει στο παγκάκι μετά την πρωινή βροχή. Καπνίζει. Ο αστυνομικός τον πλησιάζει.
–  Έχετε άδεια μετακίνησης;
–  …
–  Δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί κανείς έξω χωρίς άδεια. Μένουμε σπίτι, δεν το ξέρετε;
–  …
–  Πηγαίνετε αμέσως σπίτι σας. Πού μένετε;
–  Εδώ μένω.
Είπε. Και έδειξε αφηρημένα τα στρωσίδια πάνω στα χαρτόκουτα, κάτω από τη μαρκίζα.

Το όργανο τον κοίταξε με ζήλεια και τρυφερότητα.