ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ / ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ

Διεθνής επείγουσα ανάγκη


του Άνχελ Μπόλιγκαν (βλ. συνέντευξή του στον Άρη Μαλανδράκη στο επόμενο τεύχος)

Προσεχώς



Για τα επόμενα τεύχη του
Χάρτη, ετοιμάζονται τα αφιερώματα:
————————
Ελένη Βακαλό
(επιμ. Μαρία Κακαβούλια-Άντεια Φραντζή)
Ν.Δ. Καρούζος (επιμ. Γιώργος-'Ικαρος Μπαμπασάκης)
Μαρία Κυρτζάκη
(επιμ. Γιώργος Βέης-Αθηνά Βογιατζόγλου)
Γιάννης Κοντός (επιμ. Γιώργος Βέης-Δημήτρης Κοσμόπουλος)
Μαντώ Αραβαντινού (επιμ. Άντεια Φραντζή)
Ηλίας Λάγιος (επιμ. Δημήτρης Κοσμόπουλος)
Mάτση Χατζηλαζάρου (επιμ. Άντεια Φραντζή)
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
(επιμ. Γιώργος Βέης)

Ο καθαρισμός του χάρτη



Αυτό που με πληγώνει το εξαφανίζω από τους χάρτες μου. Οι τόποι στους οποίους σκόνταψα, έπεσα, εκεί όπου με πρόσβαλαν, με έθιξαν, με πόνεσαν, σταμάτησαν να υφίστανται για μένα. Κατ' αυτό τον τρόπο έσβησαν κάμποσες μεγαλουπόλεις και μια επαρχία. Οι χάρτες το αποδέχονται αυτό με κατανόηση: νοσταλγούν τα λευκά κενά, πρόκειται για την ευτυχισμένη παιδική τους ηλικία. Μερικές φορές, όποτε αναγκάστηκα να εμφανιστώ σε αυτούς τους ανύπαρκτους τόπους (προσπαθώ να μην καλλιεργώ μέσα μου τα τραύματα), έγινα ένα μεγάλο μάτι που κινείται σαν πνεύμα σε μια πόλη φαντασμάτων. Αν συγκεντρωνόμουν περισσότερο, θα μπορούσα εύκολα να χώσω την παλάμη μου μέσα στο συμπαγές μπετόν, θα μπορούσα να διασχίσω τους πλέον πολυσύχναστους δρόμους μέσα από τις σειρές των αυτοκινήτων, ανέγγιχτη, αλώβητη, αθόρυβη. Δεν το έκανα, σεβάστηκα τους κανόνες του παιχνιδιού των κατοίκων αυτών των πόλεων. Και προσπάθησα να μην τους αποκαλύψω τους τόπους της αυταπάτης όπου έχουν οι καημένοι, οι σβησμένοι, κολλήσει. Θα τους χαμογελάω και θα κουνάω με κατανόηση το κεφάλι σε καθετί που λένε. Δεν θέλω να τους περάσω την ιδέα πως δεν υφίστανται.

Όλγκα Τόκαρτσουκ, Πλάνητες, μτφρ. Α. Δ. Ιωαννίδου, Καστανιώτης 2020

Οι αποχαιρετισμοί του Ignacio Sanchez Arriaga

«Φεύγω, μάνα, βγαίνω στο δρόμο, εκεί όπου πέφτουν οι σφαίρες βροχή, εκεί όπου προβάλει αυγή, με ρόδα στα χέρια, με πλούτη στο φως, μπροστά γονατίζει ο πάσα λαός, σηκώνει το βλέμμα, υψώνει φωνή, Λευτεριά για λίγο πάψε να χτυπάς με το σπαθί, τώρα σίμωσε και κοίτα του αγώνα την ορμή, ηχούν οι σάλπιγγες, καμπάνες βροντερές, δονείται σύγκορμη η χώρα πέρα ως πέρα κι απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των ηρώων τα ιερά, περπατώντας η Δόξα μονάχη μελετά τα λαμπρά παληκάρια και στην κόμη στεφάνι φορεί, το χρέος, μάνα, με καλεί».

«Περίμενε, παιδί μου, να φας κάτι, να έχεις δυνάμεις, μη φύγεις νηστικός, ένα ποτήρι γάλα τουλάχιστον, μια φέτα ψωμί με λάδι και ζάχαρη. Φόρεσε το σακάκι σου γιατί κάνει κρύο τέτοια ώρα, μου πονούν τα πόδια μου, ο καιρός θα χαλάσει, κράτα και ομπρέλα να μη βραχείς. Πάρε λεφτά από το συρτάρι του κομού, αχρείαστα ας είναι, μπορεί να σου χρειαστούν. Οι γκρίζες κάλτσες που έβαλες δεν πάνε με το πανταλόνι ούτε με τα μαύρα παπούτσια σου, αλλά αφού ντύθηκες έτσι, δεν πειράζει. Μόνο πες μου τι ώρα θα γυρίσεις για να έχω το φαϊ ζεστό να φάμε παρέα. Πες μου την ώρα, θα σε περιμένω, δεν πρόκειται να φάω αν δεν έρθεις».

«Εγώ είμαι, Ελεονόρα. Ξέρω πως με περίμενες τέτοια ώρα. Ερόδισ’ η ανατολή και ξημερώνει η δύση, γλυκοχαράζουν τα βουνά κι ο αυγερινός τραβιέται, παν’ οι λεβέντες στη μάχη, θα γυρίσω σου λέω να μην είσαι μονάχη. Ήρθα λοιπόν, αγάπη μου γλυκιά, τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά κι η άνοιξη προβάλει. Κατέβα να μ’ ανοίξεις, τα μαλλιά σου να μη ρίξεις σκάλα ν’ ανεβώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ. Φυσάει στον κόσμο, μυρίζει βροχή, μπροστά μας καινούρια αρχή. Δεν ξέρω τι ώρα θα γυρίσω. Αν αργήσω, φάε. Φάε με τον πατέρα σου.»

«Να πας! Να πας! Έλα να κλείσω την πόρτα. Πάμε στην πίσω αυλή, κανείς δεν θα μας καταλάβει. Είπα στον πατέρα μου πως πάω στο φούρνο, δώσε μου λεφτά να αγοράσω μια φρατζόλα, δεν μπορώ να γυρίσω με άδεια τα χέρια μου. Ή μάλλον, πήγαινε εσύ στο φούρνο, αγόρασε μια φρατζόλα, θα σε περιμένω να την φέρεις, θα κρατήσω την πόρτα ανοιχτή. Από τη βιασύνη μου, δεν πήρα το πορτοφόλι του πατέρα μου. Πήρα όμως αυτό που μου ζήτησες. Δεν πρόκειται να το αναζητήσει, δεν θυμάται κιόλας πού μπορεί να το είχε βάλει. Εξάσφαιρο, όπως σου το είπα. Φτάνει να κάνεις τη δουλειά σου. Και μισό κουτί σφαίρες να το έχεις στην τσέπη σου. Θα στα δώσω μετά, όταν θα φέρεις την φρατζόλα. Η μητέρα μου θα καθυστερήσει, έχει πάει στην αδερφή της που είναι άρρωστη. Έφυγε την αυγή. Ένας γνωστός, που ξέρει τα μπλόκα, την πήγε ως τη δημοσιά και μας ειδοποίησε πως πέρασε το κάρο στην ώρα του να την πάρει. Τώρα θα έχει φτάσει. Είπε πως θα γυρίσει το απόγευμα και να μη την περιμένουμε για το μεσημεριανό. Είπε να φάμε και να μη την περιμένουμε. Μαγειρεύω χορτόσουπα, η μητέρα βρήκε φρέσκα χόρτα, φτάνουν για τρία πιάτα φαϊ. Να πας λοιπόν. Να πας οπωσδήποτε! Εδώ έχουμε ησυχία, ωστόσο ακούμε τους πυροβολισμούς. Καλύτερα είναι πας από τους μέσα δρόμους. Ο γείτονας είπε πως δεν υπάρχει κίνδυνος από τους μέσα δρόμους. Τα μαγαζιά έχουν κατεβάσει τα ρολά τους, αλλά βρίσκεις να αγοράσεις, αν πεις το σύνθημα no pasarán. Και ο γείτονας είπε το σύνθημα. Έτσι πήγε η μητέρα μου και βρήκε χόρτα. Τόσο φρέσκα σαν να τα είχαμε κόψει από τον κήπο μας στο χωριό».

—————————— » « ——————————

Υστερόγραφο: Έτσι, με το εξάσφαιρο στο χέρι, ο Ignacio Sanchez Arriaga στάθηκε στο οδόφραγμα των νεκρών αλόγων. Παρίστανε πως ήταν έτοιμος να πυροβολήσει. Δεν ειναι γνωστό αν πέρασε απέναντι, εκεί όπου η Λευτεριά τον καλούσε. Είναι βέβαιο πως η μητέρα του τον περίμενε, εκείνη τη μέρα έμεινε νηστική. Είναι βέβαιο πως η Ελεονώρα κατέβασε την κατσαρόλα με την χορτόσουπα από τη φωτιά και σερβίρισε τον πατέρα της. Έφαγε λίγο και εκείνη. Δεν είχε λογαριάσει καλά, ένα ρηχό πιάτο περίσσευε, το κράτησε για τη μητέρα της. Και το βράδυ, όταν η μητέρα της επέστρεψε, λίγο πριν από την απαγόρευση κυκλοφορίας, είπε στην Ελεονώρα πως είχε αγοράσει μια φρατζόλα ψωμί, αφού ο φούρνος ήταν ανοιχτός και δεν ακούγονταν πυροβολισμοί. «Καλά έκανες», είπε η Ελεονώρα, «να έχουμε ψωμί, το πρωί αγόρασα και εγώ μια φρατζόλα». Στη φωτογραφία που είδε το φως της δημοσιότητας, η ηρωική πράξη του Ignacio Sanchez Arriaga δεν έχει απαθανατιστεί. Να υποθέσουμε ότι πέρασε απέναντι, φωνάζοντας το σύνθημα no pasarán.

Περί της εν ύπνω κομψότητος


24 Απριλίου 18 ..

ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΕΧΩ ΑΝΑΦΕΡΘΕΙ ξανά, με άλλη ευκαιρία, σ' έναν συγγενή μου που ήταν μύωπας και οφθαλμίατρος, και ψάρευε μ' ένα κοινό καλάμι αλλά με κιάλια. Η μυωπία τού επέβαλλε μια διακριτική μετριοπάθεια ως προς τα γούστα και τις προθέσεις του. Οπότε, ήταν σχολαστικός. Εγώ κληρονόμησα απ' αυτόν τη μανία του για την καθαρότητα. Είναι διπλή ευχαρίστηση να βλέπεις και να βλέπεις καλά. Το μικροσκόπιο είναι ο νόμιμος φακός μου. Το χειμώνα, που έτρεχα στο παράθυρο του σαλονιού για να παρακολουθήσω μέσα απ' τα τζάμια τη βασανισμένη ζωή των ανθρώπων κάτω απ' το χιόνι, ετοίμαζα έγκαιρα το παρατηρητηριό μου. Καθάριζα τα τζάμια τόσο προσεκτικά, ώστε στο τέλος ήταν σαν να μην υπήρχαν. Οι μύγες, που αγνοούν την εφεύρεση του γυαλιού, έρχονταν απ' το δρόμο για να σκοτωθούν στο παραθυρό μου. Τις έβλεπα να πεθαίνουν σωρηδόν, η μία μετα την αλλη, θέλοντας να παρατείνουν τη ζωή τους με μια κίνηση μάταιη και αισθαντική. Ο χειμώνας τις εξόντωνε πάνω στα αστραφτερά μου τζάμια, που ήταν σαν ενέδρα στο δρόμο τους. Κι εγω, πίσω απ' τα τζάμια, τις έβλεπα να πεθαίνουν.

1η Νοεμβρίου 18 ..

ΔΕΝ ΞΕΡΩ αν πρέπει να μείνω ή να φύγω. Το μόνο που δε με φοβίζει σ' αυτόν τον αποχωρισμό, είναι η πνευματική εξουσιοδότηση που μου αφη σε η μητέρα μου. Μ' έβλεπε ως έναν άνθρωπο που δε θα γνωρίζε την αποτυχία. Περίμενε τόσο πολλα από μένα, ώστε φοβάμαι να φύγω και ν' αφήσω τη δουλειά μου μισοτελειωμένη. Είμαι όλη της η αισιοδοξία. Είμαι ο εκλεκτός εντεταλμένος της για να εκδικηθεί αυτόν τον κόσμο όπου την ανάγκασαν να ζει οι άνδρες, επειδή, όπως όλες οι τέλειες ισπανίδες μάνες μας, δε γνώρισε στη ζωή της άλλα πετράδια εκτός απ' το μολύβι της μελαγχολίας όταν το όνειρό της έφευγε σαν το νερό που χυνεις πάνω στη γερμένη πέτρα του απογεύματος.

[ Αποσπάσματα από το ομώνυμο βιβλίο του Υποκόμη ντε Λασκάνο Τέγκι (1925), μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης (εκδ. Οpera 2020) ]

Κοινωνικές αποστάσεις


του Άνχελ Μπόλιγκαν (βλ. συνέντευξή του στον Άρη Μαλανδράκη στο #22)