Έχω αφήσει το λουρί στο σπίτι. Δεν μου αρέσει ο ήχος της πλαστικής λαβής όταν κτυπάει στους σκουριασμένους κρουνούς και στα ραγισμένα πεζοδρόμια. Ίσως ραγίζουν ακόμη περισσότερο, μπορεί και να αντηχεί αυτό το περίεργο κροτάλισμα κάτω, στους υπόνομους, να προκαλεί κάθε βράδυ την άλλη πόλη να ανέβει. Δεν το προτιμώ το λουρί, κάποτε πιάνεται στις ρίζες των μισο-ξεθαμμένων ακακιών, και μένω εκεί δαγκώνοντας με μανία να κοπεί.
Νιώθω ελεύθερος απόψε. Είμαι ώρα τώρα κουρνιασμένος εδώ, ξύνω τη φαγούρα μου ενώ κοιτάω τα φευγαλέα φώτα των αμαξιών τους τα ευθυτενή, παρωπίδες που τους προστατεύουν από τον φόβο των πλασμάτων της νύχτας. Σαν εμένα· σαν την λιτοντυμένη γυναίκα, καρφωμένη στη γωνιά, με το φωτισμένο τετράγωνο που γράφει γύρω απ΄ τα μαλλιά της, έτσι όπως κάποτε σκύβει, σχεδόν σε ορθή γωνία πριν ξαναγίνει κολώνα στον τοίχο· σαν τον κουρελιάρη κύριο που λιώνει με κάθε ανατολή, χωνάκι παγωτό που πέταξαν στον χώρο στάθμευσης. Θέλω να πάω να τον γλύψω, μα τρομάζω μη μάθω γι’ αυτόν που τον πέταξε.
Σηκώνομαι διστακτικά να προχωρήσω βαθύτερα στις γειτονιές επάνω στην Αλφάμα. Δεν μου αρέσει που προκαλώ φόβο στους κλεισμένους που κοιτάνε από τα παράθυρα. Όχι επειδή ανησυχώ γι’ αυτούς, δέκα φορές πιο άγριοι είναι από εμένα, το κρύβουν με μολύβια που γράφουν και με μουσικές που παίζουν στα ραδιόφωνα. Δεν μου αρέσει γιατί ο ίδιος εγώ δεν τους ρώτησα τι μαγειρεύουν και δεν ζήτησα φίλεμα για να απομακρυνθώ γρήγορα. Φεύγω πάντα έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν μένω. Αποχωρώ κάθε φορά που με κοιτάνε εκείνα τα μαζεμένα φρύδια, κάθε στάση μου με το πίσω πόδι επάνω είναι για τα μάτια τους ένα μίασμα, μια επίθεση στο λιγδερό κατεστημένο τους.
Φεύγω συνεχώς, ναι, γιατί με κυνηγάει η μυρωδιά. Από μέσα κι απ’ έξω, απ’ τις κουζίνες και τα σκυβαλοδοχεία, κι απ’ τις γλωσσούδες τις εξατμίσεις, ένα μίγμα τόσο αμφιλεγόμενο, τόσο ακατάτακτο, που σε κάνει να θέλεις να τρέξεις μακριά από την πόλη, να βρεις ένα πάρκο έξω, να ξαπλώσεις χάμω και να κλαις για ώρες, να κλαις για όσα άφησες στο σπίτι εκείνο που δεν θες να ξαναπάς, να κλαις για το παιδί που το αλλάξανε και δεν σ’ αγαπάει πια, να κλαις για την πόρνη που σε χάιδεψε σαν πέρναγες και δεν τρόμαξε καθόλου. Να κλάψεις ωσότου δεν θα ακούγεσαι, όταν πια δεν θα έχει απομείνει τίποτα παρά το κουφάρι σου, και στα κιτρινισμένα κόκκαλα, στη θέση του μεδουλιού βλαστήσουν δηλητηριώδη μανιτάρια, να αναδύουν εκείνη την παράξενα ελκυστική μυρωδιά των χαμένων χρόνων που γαύγιζες χαρούμενος για την επανάστασή τους κουνώντας την ουρά, την ώρα που σε κλώτσαγε ο αρχηγός τους.

Δεν θέλω να αγγίξει κανείς τα μανιτάρια, να τα μυρίζονται θέλω οι μοναχικοί περαστικοί, έτσι, για να υποψιάζονται. Θα επιστρέψω σπίτι τώρα. Αρκετή ώρα έμεινα έξω