Καθόμαστε απέναντι, ο βλάκας με κοιτά, είναι χαρούμενος, είμαι αγανακτισμένος, του τραβάω τα αυτιά, με κοιτά ενοχλημένος, τον φτύνω, γελά ειρωνικά, σκουπίζεται, αρχίζω να βρίζω, να λέω πως η βλακεία του είναι αιτία μεγάλων δεινών, πως το ένα, πως το άλλο, με κοιτά με απορία, του βγάζω τα μάτια, παίρνει από την τσέπη του άλλα δυο, με ευκολία τα τοποθετεί στις άδειες κόγχες, μου χαμογελά ευγενικά, κοιτάω δεξιά, αριστερά, δεν με βλέπει κανείς, τον σκοτώνω, πέφτει κάτω, ξανασηκώνεται αμέσως, φρέσκος-φρέσκος σα να ξύπνησε πριν από λίγο, απελπίζομαι, γελά, μου χτυπά φιλικά τον ώμο, τον κοιτώ έτοιμος να ξαναορμήσω, αυτός λέει: «Ρε που έμπλεξα, είσαι και αγενής και αφελής», αυτό μου λέει, κάνει πως φεύγει, προσπαθώ να σηκωθώ να τον κυνηγήσω, μου λείπουν τα πόδια, τα χέρια, το κεφάλι, το σώμα, τον ακούω χλατς, χλουτς να με τρώει κι όμως διατηρώ ακέραιες τις αισθήσεις μου, ζητάω βοήθεια, μαζεύεται κόσμος πολύς, δεν με βλέπουν, ουρλιάζω Βοήθεια, θέλουν να με βοηθήσουν αλλά δεν ξέρουν που ακριβώς είμαι, ο βλάκας έχει τελειώσει το γεύμα του κι έρχεται και αυτός για βοήθεια, είναι ο μόνος που ξέρει που βρίσκομαι κάθε στιγμή από το 1821 και μετά, οι άλλοι εντυπωσιάζονται από τις ικανότητές του, οι περισσότεροι τον χειροκροτούν, τον σηκώνουν στα χέρια, τον ραίνουν με λουλούδια, είναι ένας σωτήρας, ένας νέος ήρωας.