Πριν λί­γες μέ­ρες έφυ­γε σιω­πη­λά και σε­μνά ο συγ­γρα­φέ­ας, με­τα­φρα­στής κα δη­μο­σιο­γρά­φος Θα­νά­σης Γε­ωρ­γιά­δης – τον λέ­γα­με «Βού­δα» για την τε­ρά­στια πο­λυ­γνω­σία του. Ήταν δέ­κα βι­βλιο­θή­κες μα­ζί, πλη­θω­ρι­κός, αθό­ρυ­βος κι ευ­γε­νής. Τρυ­φε­ρός και δια­κρι­τι­κός – ένα σπουρ­γί­τι. Συ­νερ­γα­στή­κα­με επί αρ­κε­τά χρό­νια στις εφη­με­ρί­δες Θεσ­σα­λο­νί­κη, Μα­κε­δο­νία και, πιο στε­νά, στο πε­ριο­δι­κό Παν­σέ­λη­νος - για μέ­να υπήρ­ξε ένας θη­σαυ­ρός, όχι μό­νο για­τί ήταν ακά­μα­τος, επι­νοη­τι­κός και εγ­γύ­η­ση σε ότι έγρα­φε, αλ­λά για­τί ήταν και ο επι­κε­φα­λής διορ­θω­τής του πε­ριο­δι­κού. Ένας σπά­νιος φι­λό­λο­γος. Εί­χε με­τα­φρά­σει πά­ρα πολ­λούς από τους αρ­χαί­ους Έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς, (όχι μό­νο τους τρα­γι­κούς) συ­νέ­γρα­ψε την εγκυ­κλο­παί­δεια του Πο­ντια­κού Ελ­λη­νι­σμού, την ιστο­ρία των αρ­χαί­ων Θρα­κών, και αρ­κε­τά, πο­λύ κα­λά, δι­κά του μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και ποι­ή­μα­τα. Ερ­γά­στη­κε επί χρό­νια σε εκ­δο­τι­κούς οί­κους, με τε­λευ­ταίο τους «Νέ­ους Ορί­ζο­ντες». Δυ­στυ­χώς πο­τέ δεν απέ­κτη­σε την φή­μη και την απο­δο­χή που του άξι­ζαν. Ίσως ήταν και ένα βα­σι­κό στοι­χείο του χα­ρα­κτή­ρα του να δου­λεύ­ει και να προ­σφέ­ρει αθό­ρυ­βα, απο­φεύ­γο­ντας την δη­μο­σιό­τη­τα. Απ’ όσο θυ­μά­μαι δεν υπήρ­χε άν­θρω­πος που να μην τον συ­μπα­θεί – πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο εμείς, στις εφη­με­ρί­δες, στα πε­ριο­δι­κά και στους λο­γο­τε­χνι­κούς κύ­κλους της Θεσ­σα­λο­νί­κης που τον αγα­πού­σα­με πο­λύ και εντε­λώς ανε­πι­φύ­λα­κτα. Ήταν σπά­νια πε­ρί­πτω­ση αν­θρώ­που και λα­μπρού μυα­λού – κά­θε Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο πή­γαι­νε με την γυ­ναί­κα του την Γε­ωρ­γία στην Νι­κή­τη της Χαλ­κι­δι­κής, στο εξο­χι­κό του, να τα­ΐ­σει τις γά­τες. Εί­χαν αρ­κε­τές γά­τες εκεί, που τους πε­ρί­με­ναν - τα τε­λευ­ταία χρό­νια που τον βρή­καν οι ασθέ­νειες τού έλε­γα συ­χνά να πά­με για κα­νέ­να τσί­που­ρο (όταν συ­νερ­γα­ζό­μα­σταν το κά­να­με συ­χνά) αλ­λά το απέ­φευ­γε υπα­κού­ο­ντας στις συμ­βου­λές των για­τρών. Έσβη­σε δύ­σκο­λα, πε­ριο­ρι­σμέ­νος στο σπί­τι. Άφη­σε πο­λύ με­γά­λο και ση­μα­ντι­κό έρ­γο και απ’ όσο ξέ­ρω, του­λά­χι­στον δύο ανέκ­δο­τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Η πα­ρέα του, η κα­λο­σύ­νη του, το μυα­λό του, η απί­στευ­τη ενερ­γη­τι­κό­τη­τα του Θα­νά­ση Γε­ωρ­γιά­δη μας έχει σφρα­γί­σει όλους – όποιον τον γνώ­ρι­ζε. Υπήρ­ξε Βού­δας. Πραγ­μα­τι­κός, βα­θύς σο­φός, αυ­τήν την επι­πό­λαια επο­χή. Ένα γλυ­κύ θη­ρίο της προ­σφο­ράς. Τον αγα­πού­με πά­ντα, τον θυ­μό­μα­στε πά­ντα, σε συ­να­ντή­σεις με άλ­λους φί­λους. Εί­ναι πά­ντα πα­ρών στις πα­ρέ­ες μας. Γειά σου, φί­λε Θα­νά­ση. Οψό­με­θα, ως συ­νή­θως.


Ο Θα­νά­σης Γε­ωρ­γιά­δης (1944-2022) γεν­νή­θη­κε στους Γε­ωρ­για­νούς Ημα­θί­ας. Σπού­δα­σε ελ­λη­νι­κή και αγ­γλι­κή φι­λο­λο­γία. Επί δε­κα­ε­τί­ες ερ­γα­ζό­ταν ως επι­με­λη­τής εκ­δό­σε­ων. Με­τέ­φρα­σε πε­ρισ­σό­τε­ρα από τρια­κό­σια έρ­γα, συ­νερ­γά­στη­κε με πο­λυά­ριθ­μα έντυ­πα και δι­ηύ­θυ­νε την έκ­δο­ση λο­γο­τε­χνι­κών πε­ριο­δι­κών. Εξέ­δω­σε τις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές Η αντι­θε­τι­κή όσο και ισό­με­ρη βιο­λο­γία της Ελι­σά­βετ Π. Γε­ωρ­γιά­δου (1983), Ο μέ­γας διά­κο­σμος (1984), Ύπνοι και θά­να­τοι (1989), Ωδές 1-4 (1991), Μι­κρή γε­ω­γρα­φία (2000), τα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα Αλέ­ξαν­δρος (1996), Αλέ­ξαν­δρος -Ο Θεί­ος Γνό­φος (2001), το μυ­θι­στό­ρη­μα Το βι­βλίο του Ιορ­δά­νη Γα­βρά (2001), τα ιστο­ρι­κά με­λε­τή­μα­τα Η αρ­χαία Μα­κε­δο­νία κα­τά τον Στρά­βω­να (1991), Θρά­κη και Θρά­κες στην αρ­χαιό­τη­τα (1998), Πε­ρί­πλους Ευ­ξεί­νου (2001).