Το «έξυπνο» κάργκο» του Άγγελου Πεφάνη

Η συσκευή σας δεν σας αναγνώρισε. Υπάρχει στην οθόνη του υπολογιστή πιο ανησυχητικό μήνυμα από αυτό; Πώς είναι δυνατόν να μη σε αναγνωρίζει η συσκευή σου; Απροσεξία ή άνοια δικαιολογούν το να μη σε αναγνωρίζουν οι δικοί σου. Οι συσκευές όμως πώς τολμούν να μην ανοίγουν, με πρόφαση ότι έχει μπει λάθος κωδικός ή ότι αδυνατούν να διαβάσουν μοναδικά στοιχεία ταυτότητας, όπως είναι ένα δακτυλικό αποτύπωμα; Μήπως βρίσκεται σε εξέλιξη κάποια ανταρσία των συσκευών; Μήπως ηλεκτρονικοί δούλοι ξεσηκώνονται πιάνοντας τα αφεντικά στον ύπνο; Και τι θέλουν οι συσκευές; Τι συναίνεση επιδιώκουν; Ποια δικαιώματά τους ζητούν να αναγνωριστούν πριν αποδεχθούν ότι σε γνωρίζουν; Ποιες μπορεί να είναι οι επιθυμίες των αντικειμένων σε μια σύγχρονη δουλοκτητική κοινωνία; Τι σημαίνει παρόμοια προσβολή ενός ιδιοκτησιακού καθεστώτος για εκείνους που υπολογιστές αγόρασαν από ψηφιακά σκλαβοπάζαρα; Πού οδηγεί η αντιστροφή της βούλησης των ιδιοκτητών να αφήσουν τους άλλους έξω από ένα τείχος της φωτιάς, μια αποστροφή που τώρα εναντίον τους fire wall ορθώνει;
Άλλοτε, αναλώνοντας κάποια αρχική ενέργεια, ξεκινούσε η κίνηση μιας τροχαλίας ή άλλου μηχανικού συστήματος ή μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ένα εργαλείο που διευκόλυνε όσα έκανες. Με μανιβέλα έβαζαν μπροστά τα παλιά αυτοκίνητα. Ο ηλεκτρισμός καθιέρωσε διακόπτες και κουμπιά, που τα φερμουάρ ελάττωναν στα ρούχα, ενώ αυξάνονταν στις συσκευές, οι οποίες φαίνονταν να ανήκουν σε όσους τις χρησιμοποιούσαν. Ο προσωπικός υπολογιστής και το κινητό τηλέφωνο ενίσχυσαν το αίσθημα ιδιοκτησίας, δημιουργώντας την εντύπωση ότι πρόκειται για δική σου συσκευή, ακόμη και όταν σε παρακολουθούσε σε άλλους γεωπροδίδοντας τη θέση στην οποία βρισκόσουν. Ενώ τα ρομπότ εξελίσσονταν και ρομποτικά σκυλιά νεκρούς στα ερείπια αναζητούσαν, μέσα που αποτελούσαν προεκτάσεις του ανθρώπου άρχισαν να αυτονομούνται ως συνεχώς έτοιμες συσκευές, εφόσον είχαν εξασφαλισμένη τροφοδοσία, που μόνον ένα νεύμα χρειαζόταν για να λειτουργήσουν. Οι κωδικοί πρόσβασης ενίσχυσαν την ψευδαίσθηση πως ό,τι θέλεις κάνεις με δικές σου συσκευές. Αν όμως δεν σε αναγνωρίζουν, έχουν άραγε βρει τρόπο να πατήσουν πόδι ή να σου βάλουν χέρι, ώστε να μη τα θέλεις όλα δικά σου;
Αν ήταν ειλικρινείς όσοι παραπέμπουν σε ένα καλύτερο παρελθόν, θα έπρεπε να ομολογούν ότι η κριτική του δικαιωματισμού αντιστοιχεί σε άρνηση του «δικαιώματος» της δουλοκτησίας, σε άρνηση της ισότητας των ατόμων, των φύλων, των κάθε είδους διαφορετικών αυτοπροσδιορισμών. Αν ήταν ειλικρινείς όσοι παραπέμπουν σε ένα καλύτερο μέλλον, θα έπρεπε να ομολογούν ότι οι επικρίσεις για ελλείμματα δικαιωμάτων οδηγούν σε έναν χωρίς όρια ατομισμό, αφού κανένα άτομο δεν μπορεί να είναι ίδιο με οποιοδήποτε άλλο. Οι αντιθέσεις αυτές καλλιεργούν τη φενάκη ενός καλύτερου παρόντος, που καθησυχάζει μόνον όσους θέλουν να εφησυχάσουν. Αν η αναζήτηση ισότητας αποτελεί μονόδρομο, πώς μπορεί να περιοριστεί στα όρια μιας πολιτείας, όσο ιδανικά αυταρχική και αν η δημοκρατία των πολιτών της επιτρέπει να είναι; Με ποια δικαιολογία περιορίζεται η ισότητα σε έναν ανθρώπινο περίγυρο; Υπάρχει οτιδήποτε πιο ανθρώπινο από τα αισθήματα φιλοζωίας, ακόμη και αν τα ζώα είναι λιγότερο φιλάνθρωπα από όσο ίσως θα ήταν σε λιγότερο απάνθρωπες συνθήκες; Και, αν κατοχυρωθεί η ισότητα των ζωντανών οργανισμών, πώς είναι δυνατόν να εξαιρεθούν τα φυτά, που αποτελούν τους βασικότερους μεσολαβητές της ζωής; Και πώς θα μείνουν απ’ έξω σχετικά αδρανείς μορφές ύπαρξης, όπως οι πέτρες, η άμμος, το νερό, η θάλασσα, ο αέρας; Μήπως μια πρόκληση να γνωριστούμε καλύτερα αποτελούν οι συσκευές που δεν μας αναγνωρίζουν;


Σχετικά κείμενα: 
Ρομποτεχνία