«Τα κορίτσια»: ρολόγια

«Τα κορίτσια»: ρολόγια




Χαλα­σμέ­νο ρο­λόι έχω γί­νει, λέ­ει η μη­τέ­ρα μου. Δεν ξέ­ρω πό­τε κοι­μά­μαι και πό­τε ξυ­πνώ. Θέ­λει να βλέ­πει τι ώρα εί­ναι, όταν ανοί­γει τα μά­τια της. Αυ­τό συμ­βαί­νει πολ­λές φο­ρές στη διάρ­κεια της νύ­χτας και της ημέ­ρας. Γι’ αυ­τό έχει στο κο­μο­δί­νο της ένα πα­λιό ξυ­πνη­τή­ρι. Όταν όμως το φέρ­νει πιο κο­ντά, πέ­φτει. Έχουν χα­λα­ρώ­σει τα δο­ντά­κια που κρα­τούν τη μπα­τα­ρία. Τό­τε με φω­νά­ζει να ρω­τή­σει για­τί δεν λει­τουρ­γεί. Ξα­να­βά­ζω τη μπα­τα­ρία στη θέ­ση της. Οι δεί­κτες αρ­χί­ζουν να γυ­ρί­ζουν πά­λι. Δεν θέ­λει να της πά­ρω άλ­λο ρο­λόι. Αφού δου­λεύ­ει. Ού­τε εγώ θέ­λω άλ­λη μη­τέ­ρα. Αφού αυ­τή λει­τουρ­γεί.

Πα­ρα­μέ­νουν άν­θρω­ποι οι άν­θρω­ποι όταν πε­θαί­νουν; Πα­ρα­μέ­νουν ρο­λό­για τα ρο­λό­για; Ακό­μη και αν δεν έχει μεί­νει κα­νείς να δει τι ώρα εί­ναι; Τι γί­νο­νται οι ώρες που κα­νείς δεν βλέ­πει; Πού πά­νε τα ρο­λό­για όταν πε­θαί­νουν; Σε εκ­κρε­μό­τη­τα μέ­νουν όσα εί­ναι εκ­κρε­μή. Ρο­λό­για που κρέ­μο­νται, από κα­δέ­νες κρέ­μο­νται ή με σχοι­νιά από τον λαι­μό των κρε­μα­σμέ­νων. Ξε­κούρ­δι­στα μέ­νουν όσα κουρ­δί­ζο­νται στο χέ­ρι. Υπάρ­χουν και εκεί­να που δεν θέ­λουν κούρ­ντι­σμα. Ανά πά­σα στιγ­μή μπο­ρεί να έρ­θει ο θά­να­τος και πρέ­πει να εί­ναι έτοι­μα να τον υπο­δε­χθούν.

Πε­θαί­νο­ντας τα ρο­λό­για στα­μα­τούν. Τί­πο­τε δεν με­τρά. Μό­νον οι φω­το­γρα­φί­ες ξε­θω­ριά­ζουν. Τον χώ­ρο, όχι τον χρό­νο, υπο­λο­γί­ζουν ρο­λό­για που δεν λει­τουρ­γούν. Τι ρό­λος και αυ­τός ρο­λόι να εί­σαι, που κά­θε ώρα με­τρά, αντί να με­τράς όπο­τε θέ­λεις και όποια ώρα προ­τι­μάς. Το ρο στο ρο­λόι πρέ­πει να δυ­σκό­λευε τον Δη­μο­σθέ­νη. Δεν μπο­ρού­σε να συγ­χρο­νι­στεί με την επο­χή του. Με θο­ρύ­βους συ­ντο­νί­ζο­νται ρο­λό­για που λει­τουρ­γούν. Πώς συ­ντο­νί­ζο­νται αναρ­χι­κά ρο­λό­για που σιω­πούν; Ρο­λό­για με δώ­δε­κα αριθ­μούς, αν έχουν στα­μα­τή­σει, σω­στή ώρα δεί­χνουν δύο φο­ρές το 24ω­ρο. Να το πά­ρω, ρώ­τη­σε μία από τις κυ­ρί­ες που φρό­ντι­ζε τη θεία μου, όταν δεν θα χρεια­ζό­ταν πια ρο­λόι. Ήταν ένα ακί­νη­το εκ­κρε­μές. Μπο­ρεί να το έστει­λε στην οι­κο­γέ­νειά της στη Γε­ωρ­γία να δρο­σί­ζε­ται στις σκιές λη­σμο­νη­μέ­νων προ­γό­νων.

Διά­βα­σα ότι βρή­καν μια σπη­λιά στο φεγ­γά­ρι, ίσως κα­τάλ­λη­λη για δια­βί­ω­ση. Προ­σφέ­ρει κά­λυ­ψη από κο­σμι­κή ακτι­νο­βο­λία, μι­κρούς με­τε­ω­ρί­τες και με­γά­λες δια­φο­ρές θερ­μο­κρα­σί­ας με­τα­ξύ ημέ­ρας και νύ­χτας στην επι­φά­νεια της σε­λή­νης. Η εί­σο­δος βρί­σκε­ται στη Θά­λασ­σα της Γα­λή­νης, μια πε­διά­δα από λά­βα, όπου για πρώ­τη φο­ρά προ­σε­λη­νώ­θη­καν άν­θρω­ποι. Σε 125 μέ­τρα υπο­λο­γί­ζε­ται η κά­θο­δος έως το δά­πε­δο της σπη­λιάς, με 45 μέ­τρα πλά­τος και μή­κος 80 μέ­τρα. Κα­ταρ­ρά­κτες από χα­λα­ρά συ­ντρίμ­μια θα προη­γού­νται όσων κα­τε­βαί­νουν. Από σπη­λιές στη γη ξε­μύ­τι­σαν οι πρό­γο­νοί μας. Τώ­ρα σπη­λιές ψά­χνου­με για να κρυ­φτού­με σε άλ­λα ου­ρά­νια σώ­μα­τα, αν χρεια­στεί.

Εδώ η γη χο­ντραί­νει. Η διάρ­κεια της ημέ­ρας έτσι κι αλ­λιώς με­γα­λώ­νει λό­γω της βα­ρυ­τι­κής έλ­ξης της σε­λή­νης. Επι­πλέ­ον, με όσα η κερ­δο­φο­ρία της εκ­βιο­μη­χά­νι­σης προ­κα­λεί, έχου­με πο­λύ ζε­στα­θεί. Λιώ­νουν οι πά­γοι στη Γροι­λαν­δία και την Ανταρ­κτι­κή. Πε­ρισ­σό­τε­ρο νε­ρό συ­γκε­ντρώ­νε­ται σε θά­λασ­σες κο­ντά στον ιση­με­ρι­νό. Το πά­χος αυ­τό επι­βρα­δύ­νει την πε­ρι­στρο­φή του πλα­νή­τη και η ημέ­ρα επι­μη­κύ­νε­ται. Πρό­κει­ται για χι­λιο­στά του δευ­τε­ρο­λέ­πτου, αρ­κε­τά όμως για να απορ­ρυθ­μί­σουν την πλο­ή­γη­ση μέ­σω δο­ρυ­φό­ρων, ηλε­κτρο­νι­κές συ­ναλ­λα­γές και οτι­δή­πο­τε προ­ϋ­πο­θέ­τει ακρι­βή χρο­νο­μέ­τρη­ση.

Ακού­γε­ται άδι­κο να κα­τη­γο­ρούν τη γη ότι χο­ντραί­νει, ενώ ασκεί­ται. Συ­νε­χώς πε­ρι­στρέ­φε­ται γύ­ρω από τον ήλιο. Τι ζωή και αυ­τή σε επου­ρά­νιο γυ­μνα­στή­ριο να ξη­με­ρο­βρα­διά­ζε­σαι, για να θε­ω­ρεί­σαι ελ­κυ­στι­κή. Ρω­τά κα­νείς για τις επι­πτώ­σεις; Πού εί­ναι οι δι­καιω­μα­τι­στές, όταν χρειά­ζο­νται; Και τι δί­αι­τα η γη να κά­νει; Πώς να ξε­φορ­τω­θεί τό­σα κι­λά, που προ­σθέ­τουν οι άν­θρω­ποι; Τι πει­ρά­ζει αν η γη εί­ναι χο­ντρή, αν η γη εί­ναι επί­πε­δη; Έχουν δει τα μού­τρα τους στον κα­θρέ­φτη όλοι αυ­τοί οι κρι­τές του σω­μα­τό­τυ­που της σφαί­ρας, με την ευ­στρο­φία της οποί­ας πα­ρι­στά­νουν τους ευ­κί­νη­τους;

Στις σπη­λιές εί­ναι άχρη­στα τα ηλια­κά ρο­λό­για. Επι­κοι­νω­νία δεν υπάρ­χει στον κά­τω κό­σμο. Κα­νείς δεν ξέ­ρει τι ώρα εί­ναι. Ού­τε όσοι ει­κο­νο­γράμ­μα­τα σχη­μα­τί­ζουν στους βρά­χους, υπα­κού­ο­ντας σε κιρ­κά­διους ρυθ­μούς. Αν δεν κυ­νη­γούν ή δεν ζω­γρα­φί­ζουν, όρ­θιοι οι άντρες υπο­κρί­νο­νται ότι γε­μί­ζουν τον χώ­ρο. Όπου υπάρ­χει φω­τιά, με­γά­λες σκιές ρί­χνουν στα τοι­χώ­μα­τα της σπη­λιάς. Οι γυ­ναί­κες όμως κρυ­φά με­τρούν τον χρό­νο. Γί­νο­νται ρο­λό­για που με­τρούν τη ζωή, από τη γέν­νη­ση έως τον θά­να­το.

Δεν βρί­σκω στο δω­μά­τιό της τη μη­τέ­ρα μου. Με το μπα­στού­νι της κα­τά­φε­ρε να φτά­σει στην κου­ζί­να. Θα φύ­γω και θα με ψά­χνεις, λέ­ει γε­λώ­ντας. Τί­πο­τε δεν εί­ναι πιο ατε­λεί­ω­το από την αρ­χή του τέ­λους. Από κά­θε πλευ­ρά το κα­λο­καί­ρι πε­ρι­κυ­κλώ­νει τον χει­μώ­να.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

«Τα κο­ρί­τσια»: μα­θη­μα­τι­κά της ηλι­κί­ας / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της (hartismag.gr)
«Τα κο­ρί­τσια»: κρυ­πτο­γρα­φή­σεις / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της (hartismag.gr)
«Τα κο­ρί­τσια»: φω­το­γρα­φί­ες / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της (hartismag.gr

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: