Άλισντερ Γκρέυ (1934-2019)

Άλισντερ Γκρέυ (1934-2019)


Δύο ημέ­ρες πριν ολο­κλη­ρω­θεί το 2019 πέ­θα­νε ένας σπου­δαί­ος συγ­γρα­φέ­ας στην αγ­γλι­κή γλώσ­σα και ζω­γρά­φος, που επί­σης συν­δύ­α­ζε τις δύο αυ­τές τέ­χνες ως βι­βλιο­ποιός, όπως θα τον απο­κα­λού­σα, ο Άλισ­ντερ Γκρέυ (Alasdair Gray). Μό­νον κά­ποια μα­κρο­σκε­λή «Επει­σό­δια από τη νε­α­νι­κή ζωή ενός για­τρού του Δη­μό­σιου Ορ­γα­νι­σμού Υγεί­ας της Σκω­τί­ας», που εί­ναι ο υπό­τι­τλος του βρα­βευ­μέ­νου μυ­θι­στο­ρή­μα­τός του «Χα­μέ­να κορ­μιά» (Poor Things, 1992 / Νε­φέ­λη, 2001) – τα οποία δεν θα ξάφ­νια­ζαν τη Μαί­ρη Σέλ­λεϋ ή τον Λιού­ις Κά­ρολ – έχουν με­τα­φρα­στεί από τον Δη­μή­τρη Βαρ­δου­λά­κη στα ελ­λη­νι­κά.

Τε­λειώ­νο­ντας το 1957 τη σχο­λή κα­λών τε­χνών, όπου μπή­κε αν και του έλει­παν απα­ραί­τη­τα πι­στο­ποι­η­τι­κά, ο Γκρέυ απο­δέ­χθη­κε ανά­θε­ση (αμι­σθί πλην εξό­δων) να ζω­γρα­φί­σει τοι­χο­γρα­φί­ες σε εκ­κλη­σία στη γε­νέ­τει­ρά του Γλα­σκό­βη, από όπου πο­τέ δεν απο­μα­κρύν­θη­κε πα­ρά μό­νον όταν η οι­κο­γέ­νειά του εκ­κε­νώ­θη­κε στη διάρ­κεια του Β΄ Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου. «Έδει­ξα τον Θεό», έχει πει, με τον τρό­πο που τον ανα­φέ­ρει αρ­χί­ζο­ντας η «Γέ­νε­σις» – πνεύ­μα Θε­ού επε­φέ­ρε­το επά­νω του ύδα­τος – «όχι σαν κά­ποιο πε­ρι­στέ­ρι όπως απει­κο­νί­ζε­ται κά­ποιες φο­ρές, αλ­λά πιο πο­λύ σαν τον Σού­περ­μαν». Έχο­ντας πά­ψει να χρη­σι­μο­ποιεί­ται, το κτή­ριο κα­τε­δα­φί­στη­κε το 1970. Ήταν η κα­λύ­τε­ρη και με­γα­λύ­τε­ρη τοι­χο­γρα­φία μου, δή­λω­σε ο Γκρέυ, που συ­νέ­χι­σε να σκη­νο­γρα­φεί και να κά­νει τοι­χο­γρα­φί­ες: σε συ­να­γω­γή, σε εκ­κλη­σία, σε ιδιω­τι­κές κα­τοι­κί­ες, σε κα­τα­στή­μα­τα, στην ορο­φή πο­λι­τι­στι­κού κέ­ντρου και στην εί­σο­δο σταθ­μού του Με­τρό στη Γλα­σκό­βη, όταν πια εί­χε γί­νει γνω­στός.
Έγρα­ψε ποι­ή­μα­τα (με συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση το 2010) και θε­α­τρι­κά έρ­γα, για το ρα­διό­φω­νο, την τη­λε­ό­ρα­ση και τη σκη­νή. Η υπό­θε­ση κά­ποιων από αυ­τά απο­τέ­λε­σε πυ­ρή­να πε­ζο­γρα­φη­μά­των του. Πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, μια συλ­λο­γή σχε­δόν εί­κο­σι θε­α­τρι­κών έρ­γων πε­ρι­λαμ­βά­νει τη «Σπη­λιά του Πο­λύ­φη­μου», που εί­χε γρά­ψει σε ηλι­κία εν­νέα ετών. Ενώ ακό­μη ήταν στη σχο­λή κα­λών τε­χνών, εί­χε αρ­χί­σει να γρά­φει ένα μυ­θι­στό­ρη­μα, με τί­τλο «Πορ­τρέ­το του καλ­λι­τέ­χνη ως νε­α­ρού Σκω­τσέ­ζου», που πα­ρα­πέ­μπει στον Τζέιμς Τζό­υς. Ιστο­ρί­ες στην πρώ­τη συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των του, που ονο­μά­ζε­ται «Απί­θα­νες ιστο­ρί­ες, ως επί το πλεί­στον» (Unlikely Stories, Mostly, 1983), εί­ναι εμπνευ­σμέ­νες από τον Κάφ­κα ή τον μύ­θο του Προ­μη­θέα ή έναν στί­χο του Έζ­ρα Πά­ουντ ή αφη­γού­νται τη δη­μιουρ­γία μιας «πα­γκό­σμιας γλώσ­σας» (multiverbal logopandocy).

Σε ηλι­κία 46 ετών εξέ­δω­σε το πρώ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα, «Λά­ναρκ: Μια ζωή σε τέσ­σε­ρα βι­βλία» (Lanark, 1981). Το μυ­θι­στό­ρη­μα ξε­κι­νά με το Τρί­το Βι­βλίο και ακο­λου­θούν τα άλ­λα τρία, ενώ επί­σης υπάρ­χουν Πρό­λο­γος και Επί­λο­γος – τέσ­σε­ρα κε­φά­λαια πριν τε­λειώ­σει το μυ­θι­στό­ρη­μα, κα­θώς εί­ναι «πο­λύ ση­μα­ντι­κός» για να μπει στο τέ­λος – στον οποίο ο συγ­γρα­φέ­ας εξη­γεί ότι θα ήθε­λε να δια­βα­στεί με μια ορι­σμέ­νη σει­ρά το βι­βλίο του, αλ­λά να απο­τε­λέ­σει αντι­κεί­με­νο σκέ­ψης με κά­ποια άλ­λη. Στον επί­λο­γο υπάρ­χει κα­τά­λο­γος «λο­γο­κλο­πών» του συγ­γρα­φέα, κά­ποιες από τις οποί­ες πα­ρα­πέ­μπουν σε βι­βλία που δεν υπάρ­χουν. Στη σχε­δόν 600 σε­λί­δων αφή­γη­ση πα­ραλ­λη­λί­ζο­νται και εμπλέ­κο­νται δύο κό­σμοι: Μια με­τα­πο­λε­μι­κή Γλα­σκό­βη του 1950, όπου με­γα­λώ­νει ένας νέ­ος καλ­λι­τέ­χνης, και μια επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας δυ­στο­πία, που ονο­μά­ζε­ται Ανευ­χα­ρι­στώ (Unthank). «Ο κό­σμος βελ­τιώ­νε­ται μό­νον από αν­θρώ­πους που κά­νουν συ­νη­θι­σμέ­νες δου­λειές και αρ­νού­νται να εκ­φο­βι­στούν», λέ­ει ο γιος του πρω­τα­γω­νι­στή ενώ εκεί­νος πε­θαί­νει.

Όπως όλα τα έρ­γα αυ­τού του ασύ­γκρι­του βι­βλιο­ποιού, που έχουν τύ­χει δι­κής του επι­μέ­λειας – σε από­γνω­ση των εκ­δο­τών λό­γω κό­στους – το μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο με σχέ­δια του και άλ­λες τυ­πο­τε­χνι­κές πα­ρεμ­βο­λές σε ύφος σχε­δόν κω­μι­κο­γρα­φί­ας (όπως ονο­μά­ζω τα κό­μικς), το οποίο χα­ρα­κτη­ρί­ζει την ει­κα­στι­κή δου­λειά του, που φαί­νε­ται πιο λα­μπε­ρή σε αντί­γρα­φα πα­ρά στο πρω­τό­τυ­πο. Θε­με­λιώ­δης αντί­φα­ση της κω­μι­κο­γρα­φί­ας εί­ναι η από­δο­ση του φα­ντα­στι­κού ρε­α­λι­στι­κά, κα­θη­συ­χά­ζο­ντας έτσι ίσως, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να κα­θι­στώ­ντας την “πραγ­μα­τι­κό­τη­τα” μια συ­χνά απο­κρου­στι­κή φα­ντα­σί­ω­ση και εν­δε­χο­μέ­νως εν­θαρ­ρύ­νο­ντας αντι­στά­σεις ενα­ντί­ον της. Το ύφος αυ­τό εν πολ­λοίς χα­ρα­κτη­ρί­ζει και το συγ­γρα­φι­κό έρ­γο του Γκρέυ, που δεν ήταν ένας συγ­γρα­φέ­ας με πα­ράλ­λη­λες ει­κα­στι­κές ενα­σχο­λή­σεις, ού­τε ένας ζω­γρά­φος που επί­σης έγρα­φε, αλ­λά ένας πράγ­μα­τι δι­φυ­ής καλ­λι­τέ­χνης, όπως με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο ο Νί­κος Εγ­γο­νό­που­λος.

Ασφα­λώς ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νη εί­ναι η αυ­το­βιο­γρα­φία του, που τι­τλο­φο­ρεί­ται «Μια ζωή σε ει­κό­νες» (A Life in Pictures, 2010). Εκ­κε­ντρι­κή τυ­πο­γρα­φία και σε­λι­δο­ποί­η­ση σω­μα­το­ποιούν «Το βι­βλίο των προ­λό­γων» (The Book of Prefaces, 2000), μια προ­σω­πι­κή αν­θο­λο­γία, με εκτε­νή σχό­λια του, ει­σα­γω­γι­κών κει­μέ­νων σε έρ­γα με­γά­λων συγ­γρα­φέ­ων τεσ­σά­ρων εθνών (Αγ­γλί­ας, Ιρ­λαν­δί­ας, Σκω­τί­ας και Ηνω­μέ­νων Πο­λι­τειών), που συ­νο­ψί­ζει την αγ­γλό­γλωσ­ση λο­γο­τε­χνία από το 675 πε­ρί­που έως το 1920, κα­τα­λη­κτι­κή ημε­ρο­μη­νία που δεν θέ­τει ζη­τή­μα­τα πνευ­μα­τι­κών δι­καιω­μά­των. Μια ονει­ρι­κού τύ­που σύγ­χυ­ση προ­κα­λεί η ανά­μει­ξη φα­ντα­σί­ας και ρε­α­λι­σμού στο έρ­γο του Γκρέυ, ενώ φί­λοι του συ­χνά εμ­φα­νί­ζο­νται σε ει­κα­στι­κές απο­τυ­πώ­σεις. Τα πρό­σω­πα επι­βα­τών σε συρ­μούς του Με­τρό στη Γλα­σκό­βη έχουν γί­νει πρό­σω­πα Απο­στό­λων στον «γά­μο στην Κα­νά», ένα έρ­γο που δια­σώ­ζε­ται μό­νον σε αντί­γρα­φα. Άφη­σα πο­λύ και­ρό το πρω­τό­τυ­πο για φω­το­τυ­πί­ες, έχει εξη­γή­σει ο Γκρέυ, και, όταν πή­γα να το πά­ρω, το μα­γα­ζί δεν υπήρ­χε.
Πριν συ­μπλη­ρώ­σει τα 18, εί­χε πε­θά­νει η μη­τέ­ρα του, η οι­κο­γέ­νεια της οποί­ας με­τα­κι­νή­θη­κε στη Σκω­τία από την Αγ­γλία, λό­γω δί­ω­ξης του πα­τέ­ρα της για συν­δι­κα­λι­στι­κή δρά­ση. Της άρε­σε η μου­σι­κή, ιδί­ως η όπε­ρα, και ερ­γα­ζό­ταν σε μια απο­θή­κη ρού­χων. Έχο­ντας τραυ­μα­τι­στεί στον Α΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, ο πα­τέ­ρας του δού­λευε σε ερ­γο­στά­σιο που έκα­νε κου­τιά, ενώ αρ­γό­τε­ρα σε οι­κο­δο­μι­κές ερ­γα­σί­ες. Του άρε­σε να περ­πα­τά σε πε­ριο­χές με λό­φους και συ­νέ­βα­λε στη δη­μιουρ­γία ένω­σης ξε­νώ­νων για νέ­ους στη Σκω­τία. Πά­σχο­ντας από χρό­νιο έκ­ζε­μα και ντρο­πα­λός, ο Γκρέυ βρέ­θη­κε ερω­τι­κά απο­κλει­σμέ­νος. Το 1961 πα­ντρεύ­τη­καν με την Inge Sørensen, νε­α­ρή νο­σο­κό­μα από τη Δα­νία, έκα­ναν έναν γιο και χώ­ρι­σαν έπει­τα από οκτώ χρό­νια. Το 1991 πα­ντρεύ­τη­καν με την Morag McAlpine, που πέ­θα­νε το 2014. «Γέ­ροι ερω­τευ­μέ­νοι» (Old Men in Love, 2007) λέ­γε­ται το τε­λευ­ταίο του μυ­θι­στό­ρη­μα, ενώ πριν πε­θά­νει εξέ­δω­σε «δια­κο­σμη­μέ­νες και εξαγ­γλι­σμέ­νες» εκ­δο­χές σε πρό­ζα της Κό­λα­σης και του «Κα­θαρ­τη­ρί­ου» από τη Θεία Κω­μω­δία του Δά­ντη.
Με­τά την αρ­χι­κή απο­μό­νω­ση, ο Άλισ­ντερ Γκρέυ ανα­δεί­χθη­κε σε κο­ρυ­φαία φυ­σιο­γνω­μία μιας ανα­γέν­νη­σης των γραμ­μά­των και των τε­χνών στη Σκω­τία. Χα­ραγ­μέ­νη τώ­ρα σε δη­μό­σιο κτή­ριο στο Εδιμ­βούρ­γο, η αγα­πη­μέ­νη του προ­τρο­πή «Να δου­λεύ­εις λες και ζεις στα πρώ­τα χρό­νια μιας κα­λύ­τε­ρης χώ­ρας» (Work as if you live in the early days of a better nation) επι­τεί­νει την ανά­γκη βα­θύ­τε­ρης διε­ρεύ­νη­σης της σχέ­σης “πο­λι­τι­σμού” και “εθνι­κι­σμού”. Φα­μπια­νής μάλ­λον από­κλι­σης σο­σια­λι­στής ως προς τις πο­λι­τι­κές του πε­ποι­θή­σεις, ο Γκρέυ υπήρ­ξε υπέρ­μα­χος της πο­λι­τι­κής αυ­το­νο­μί­ας της Σκω­τί­ας. Οι από­ψεις του πε­ρί ανε­ξαρ­τη­σί­ας συ­νο­ψί­ζο­νται στη μπρο­σού­ρα «Για­τί οι Σκω­τσέ­ζοι θα έπρε­πε να κυ­βερ­νούν τη Σκω­τία» (Why Scots Should Rule Scotland, 1992). «Οι ιστο­ρί­ες μου επι­χει­ρούν να απο­πλα­νή­σουν τον ανα­γνώ­στη με­ταμ­φιε­σμέ­νες σε θο­ρυ­βώ­δη ψυ­χα­γω­γία, ενώ απο­τε­λούν προ­πα­γάν­δα για έναν δη­μο­κρα­τι­κό, κρά­τους προ­νοί­ας σο­σια­λι­σμό και ένα ανε­ξάρ­τη­το κοι­νο­βού­λιο της Σκω­τί­ας. Τα εξώ­φυλ­λα και οι ει­κο­νο­γρα­φή­σεις –ιδί­ως οι ερω­τι­κές– σχε­διά­ζο­νται με την ίδια υψη­λή σκο­πι­μό­τη­τα», πα­ρα­τη­ρεί σε συ­νέ­ντευ­ξή του.
Δια­κε­κρι­μέ­νοι με­τέ­πει­τα συγ­γρα­φείς από τη Σκω­τία, όπως η πε­ζο­γρά­φος Ali Smith, που τον συ­νέ­κρι­νε με τον Ουί­λιαμ Μπλέικ, έχουν δια­κη­ρύ­ξει το πό­σο απε­λευ­θε­ρω­τι­κό υπήρ­ξε το πα­ρά­δειγ­μα του έρ­γου του, που δη­μιουρ­γεί την εντύ­πω­ση ότι συγ­γρα­φι­κά μπο­ρείς να κά­νεις τα πά­ντα. Πει­ρα­μα­τι­κός στη μορ­φή και πα­ράλ­λη­λα κοι­νω­νι­κός και πο­λι­τι­κός συγ­γρα­φέ­ας, με καυ­στι­κό χιού­μορ και ευ­ρη­μα­τι­κή πλο­κή εμπλέ­κο­ντας δια­φο­ρε­τι­κά εί­δη αφή­γη­σης, ο Γκρέυ κι­νή­θη­κε σε πολ­λα­πλές κλί­μα­κες υπο- υπερ- και στυ­γνού ρε­α­λι­σμού, ανα­δια­τάσ­σο­ντας τα όρια της αγ­γλι­κής γλώσ­σας.
Ο Γκρέυ έκα­νε το το­πι­κό οι­κου­με­νι­κό. Έβα­λε τη Γλα­σκό­βη και τη Σκω­τία στον χάρ­τη της φα­ντα­σί­ας, στον πα­γκό­σμιο ιστό της λο­γο­τε­χνί­ας. Η Γλα­σκό­βη εί­ναι μια με­γα­λο­πρε­πής πό­λη, λέ­ει ένας χα­ρα­κτή­ρας στο μυ­θι­στό­ρη­μα «Λά­ναρκ». Και συ­νε­χί­ζει: Για­τί σπα­νί­ως το βλέ­που­με αυ­τό; Για­τί κα­νείς δεν φα­ντά­ζε­ται ότι ζει εδώ … σκε­φτεί­τε τη Φλω­ρε­ντία, το Πα­ρί­σι, το Λον­δί­νο, τη Νέα Υόρ­κη. Κα­νείς από όσους τις επι­σκέ­πτο­νται για πρώ­τη φο­ρά δεν εί­ναι ξέ­νος, κα­θώς ήδη τις έχει επι­σκε­φτεί σε πί­να­κες, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, βι­βλία ιστο­ρί­ας και ται­νί­ες. Αλ­λά, αν μια πό­λη δεν έχει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί από έναν καλ­λι­τέ­χνη, ού­τε οι ίδιοι οι κά­τοι­κοι της δεν ζουν εκεί στη φα­ντα­σία τους.

Μάλ­λον πρέ­πει να υπεν­θυ­μι­στεί ότι το Νέο Λά­ναρκ ήταν πρό­τυ­πο βιο­μη­χα­νι­κό χω­ριό που ιδρύ­θη­κε το 1786 ως έδρα βαμ­βα­κουρ­γί­ας, με κα­τα­λύ­μα­τα ερ­γα­τών, στις όχθες του πο­τα­μού Κλάιντ, από τους κα­ταρ­ρά­κτες του οποί­ου προ­ερ­χό­ταν η υδραυ­λι­κή ενέρ­γεια. Ανα­λαμ­βά­νο­ντας το 1800 τη διοί­κη­ση, ο Ρό­μπερτ Όου­εν, γα­μπρός του βιο­μή­χα­νου, προ­χώ­ρη­σε σε κοι­νο­βια­κή ανα­διορ­γά­νω­ση, δη­λα­δή σε ένα πεί­ρα­μα ου­το­πι­κού σο­σια­λι­σμού, όπως ονο­μά­στη­κε, που υπήρ­ξε υπό­δειγ­μα για συ­νε­ται­ρι­στι­κές πρω­το­βου­λί­ες αρ­γό­τε­ρα. Έχο­ντας δια­σω­θεί από κα­τε­δά­φι­ση, το Νέο Λά­ναρκ ανα­κη­ρύ­χθη­κε μνη­μείο πα­γκό­σμιας κλη­ρο­νο­μιάς της UNESCO στη Σκω­τία και σταθ­μός στην ευ­ρω­παϊ­κή δια­δρο­μή βιο­μη­χα­νι­κής κλη­ρο­νο­μιάς.

Επι­στρέ­φο­ντας στη βιο­μη­χα­νία της συ­νεί­δη­σης, που συ­γκρο­τούν η λο­γο­τε­χνία και άλ­λες τέ­χνες, θυ­μί­ζω ότι ο Will Self, ο πε­ζο­γρά­φος με το βου­λη­σιαρ­χι­κά πιο πε­ριαυ­το­λό­γο όνο­μα στην αγ­γλι­κή λο­γο­τε­χνία, εί­χε απο­κα­λέ­σει τον Άλισ­ντερ Γκρέυ «ίσως τον πιο σπου­δαίο εν ζωή» συγ­γρα­φέα στο αρ­χι­πέ­λα­γος των βρε­τα­νι­κών νή­σων. Ο ίδιος εί­χε πε­ρι­γρά­ψει τον εαυ­τό του ως «έναν χο­ντρό, με γυα­λιά, αρ­χή φα­λά­κρας, όλο και πιο γέ­ρο, πε­ζό, στη Γλα­σκό­βη».

Επί­ση­μο σάιτ: http://​www.​ala​sdai​rgra​y.​info

Σχε­τι­κά κεί­με­να του συγ­γρα­φέα

George Economou (1934-2019) https://​www.​har​tism​ag.​gr/​hartis-​6/​sti​gmat​a/​george-​eco​nomo​u-​1934-​2019

Bloom dead: άγ­χος & επιρ­ροή https://​www.​har​tism​ag.​gr/​hartis-​11/​sti​gmat​a/​bloom-​dead-​agxos-​epirroh

Μπόρ­χες: Το βι­βλίο των κα­τά φα­ντα­σί­αν συγ­γρα­φέ­ων https://​www.​har​tism​ag.​gr/​hartis-​8/​afi​erwm​a/​to-​biblio-​twn-​kata-​fan​tasi​an-​syg​graf​ewn


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: