Σκούπα, κλειδιά, κερί: Samuel van Hoogstraten

μην αφή­σεις τα κλει­διά αν φύ­γεις
μη σκου­πί­σεις, μη σβή­σεις το κε­ρί
– άφη­σε κλει­δω­μέ­να όλα να κα­ούν

Σκούπα, κλειδιά, κερί: Samuel van Hoogstraten

Ο πί­να­κας ήταν αναρ­τη­μέ­νος τε­λευ­ταί­ος σε μια έκ­θε­ση στην Ουά­σιγ­κτον. Έπει­τα θα πή­γαι­νε Πα­ρί­σι και Δου­βλί­νο. Δα­νει­σμέ­νος από το Λού­βρο άλ­λω­στε... Έρ­γο του Samuel van Hoogstraten (Σά­μου­ελ φαν Χό­οχ­στρα­τεν, 1627-1678). Ακό­μη και Χού­γκ­στρα­τεν το έχω δει γραμ­μέ­νο. Εφό­σον δεν πρό­κει­ται για οφθαλ­μα­πά­τη. Ή trompe d’oeil, μια δε­ξιο­τε­χνία που τον διέ­κρι­νε. Κοι­τά­ζο­ντας νε­κρή του φύ­ση, ο αυ­το­κρά­το­ρας ανα­φώ­νη­σε: Εί­ναι ο πρώ­τος ζω­γρά­φος που με εξα­πά­τη­σε. Προ­χώ­ρη­σε σε «κα­τά­σχε­ση» του πί­να­κα, προ­σφέ­ρο­ντας ως αντί­δω­ρο χρυ­σή αλυ­σί­δα και με­τάλ­λιο, που εμ­φα­νί­ζε­ται σε έρ­γα του αρ­γό­τε­ρα. Πολ­λοί αμ­φι­βάλ­λουν ότι εί­χε προ­νό­μια ζω­γρά­φου της αυ­λής στη Βιέν­νη. Θε­ω­ρούν ότι πα­ρα­πο­μπές στο με­τάλ­λιο απλώς επι­βε­βαιώ­νουν τη γνω­στή φι­λαυ­τία του.
Ο πα­τέ­ρας του αρ­γυ­ρο­χό­ος. Του δί­δα­ξε σχέ­διο και χα­ρα­κτι­κή. Η οι­κο­γέ­νεια Μεν­νο­νί­τες που εγκα­τα­στά­θη­καν στο Ντόρ­ντρε­χτ. Εκεί όπου υπέ­γρα­ψαν ομο­λο­γία πί­στε­ως οι Ανα­βα­πτι­στές και έγι­νε μυ­στι­κή σύ­να­ξη υπέρ της ανε­ξαρ­τη­σί­ας. Η πα­λαιό­τε­ρη πό­λη στα μέ­ρη της Ολ­λαν­δί­ας. Με­τα­τρά­πη­κε σε νη­σί από πλημ­μύ­ρα το 1421, με δέ­κα χι­λιά­δες νε­κρούς, έλε­γαν. Αλ­λά μπο­ρεί να ήταν λι­γό­τε­ροι από 200, σύμ­φω­να με νε­ό­τε­ρους ιστο­ρι­κούς. Τον 18ο αιώ­να η πό­λη υπο­σκε­λί­στη­κε από το Ρό­τερ­νταμ. Στο καρ­να­βά­λι, η πό­λη απο­κα­λεί­ται Ooi-en Ramsgat, τρύ­πα προ­βα­τί­νας και κρια­ριού. Οι κά­τοι­κοι Προ­βα­το­κέ­φα­λοι. Υπάρ­χει θρύ­λος ότι, για να απο­φύ­γουν τη φο­ρο­λο­γία, εί­χαν ντύ­σει άντρα ένα πρό­βα­το, που όμως άρ­χι­σε να βε­λά­ζει.
Δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κε σε λο­γο­τε­χνι­κούς κύ­κλους. Όπως συ­χνά συμ­βαί­νει με δι­φυ­είς καλ­λι­τέ­χνες, οι ει­κα­στι­κοί τον θε­ω­ρού­σαν κα­λύ­τε­ρο ποι­η­τή, οι συγ­γρα­φείς κα­λύ­τε­ρο ζω­γρά­φο. Το 1650 κυ­κλο­φό­ρη­σε η Όμορ­φη Ρο­ζα­λίν, πρώ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα. Εί­χε μα­θη­τεύ­σει στο ατε­λιέ του Ρέ­μπραντ στο Άμ­στερ­νταμ πριν φύ­γει για Βιέν­νη. Μα­ζί του πή­γε να μεί­νει νε­ό­τε­ρος αδελ­φός του. Επί­σης ζω­γρά­φος, που πέ­θα­νε εκεί. Επι­σκέ­φτη­κε τη Ρώ­μη, τη Νά­πο­λη, τη Γερ­μα­νία. Στο Λον­δί­νο και στη Χά­γη ερ­γά­στη­κε με­τά τον γά­μο του. Με γυ­ναί­κα από επι­φα­νή οι­κο­γέ­νεια του Ντόρ­ντρε­χτ. Εκ­διώ­χθη­κε από την κοι­νό­τη­τα των Μεν­νο­νι­τών. Προ­σχώ­ρη­σε στην ανα­γνω­ρι­σμέ­νη Προ­τε­στα­ντι­κή εκ­κλη­σία. Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες πα­ραγ­γε­λί­ες που εί­χε ήταν για προ­σω­πο­γρα­φί­ες. Έγι­νε συ­ντο­νι­στής του Νο­μι­σμα­το­κο­πεί­ου. Η γυ­ναί­κα του πέ­θα­νε λί­γο με­τά τον δι­κό του θά­να­το. Τον επό­με­νο χρό­νο στο σπί­τι τους έγι­νε πλει­στη­ρια­σμός «πολ­λών λα­μπρών έρ­γων».
Λί­γους μή­νες πριν από τον θά­να­τό του, ένας άλ­λος αδελ­φός του, βι­βλιο­πώ­λης στο Ρό­τερ­νταμ, εξέ­δω­σε την πραγ­μα­τεία –χω­ρι­σμέ­νη σε εν­νέα κε­φά­λαια, ένα για κά­θε Μού­σα– «Ει­σα­γω­γή στην υψη­λή σχο­λή της τέ­χνης της ζω­γρα­φι­κής ή του ορα­τού κό­σμου». Απο­τε­λεί ση­μα­ντι­κή πη­γή για τον Ρέ­μπραντ, με πολ­λές επι­κρί­σεις για τον να­του­ρα­λι­σμό του. Πί­να­κες, χα­ρα­κτι­κά και σχέ­δια της πρώ­ι­μης πε­ριό­δου του φαν Χό­οχ­στρα­τεν εί­χαν λαν­θα­σμέ­να απο­δο­θεί στον δά­σκα­λό του. Δεν υπήρ­ξε δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση της πραγ­μα­τεί­ας.

Mην πά­ρεις κλει­διά μα­ζί σου
τα ίχνη προ­σε­κτι­κά κα­θά­ρι­σε
πί­σω σου σβή­σε όσα μεί­νουν

Σύμ­φω­να με επι­με­λη­τές της έκ­θε­σης, ο πί­να­κας, λά­δι σε καμ­βά, ζω­γρα­φί­στη­κε με­τα­ξύ 1654 και 1662. Ο τί­τλος εί­ναι Άπο­ψη εσω­τε­ρι­κού χώ­ρου (View of an Interior). Τον 19ο αιώ­να ονο­μα­ζό­ταν Οι πα­ντό­φλες (Les pantoufles, The Slippers). Κυ­ριαρ­χεί η απου­σία υπο­κει­μέ­νου. Ο πί­να­κας φαί­νε­ται άδειος. Μή­πως χρειά­ζε­ται να προ­στε­θεί κά­τι στο «ντε­κόρ»; Για να μοιά­ζει με πί­να­κα του Vermeer ή του de Hooch. Για να πά­ψει να θε­ω­ρεί­ται νε­ό­τε­ρη απο­μί­μη­ση. Ένας συλ­λέ­κτης έβα­λε να προ­σθέ­σουν στον πί­να­κα σκυ­λά­κι. Ένας άλ­λος μο­νό­γραμ­μα του Pieter de Hooch, με ημε­ρο­μη­νία 1658. Ένας τρί­τος κο­ρι­τσά­κι που κά­θε­ται. Αρ­γό­τε­ρα αφαι­ρέ­θη­καν οι προ­σθέ­σεις.
Η προ­ο­πτι­κή κα­τευ­θύ­νει το μά­τι. Βά­θος πε­δί­ου. Κά­θε μο­τί­βο πα­ρα­χω­ρεί τη θέ­ση του εγκι­βω­τί­ζο­ντας τα επό­με­να. Το πλαί­σιο του πί­να­κα. Πε­ρι­βλή­μα­τα από δύο πόρ­τες. Δύο πί­να­κες στον τοί­χο. Δια­φο­ρε­τι­κά πλα­κά­κια στο δά­πε­δο. Φως και σκιές εναλ­λάσ­σο­νται. Ο πί­να­κας που εν μέ­ρει φαί­νε­ται εντός του πί­να­κα απει­κο­νί­ζει Πα­τέ­ρα που νου­θε­τεί την κό­ρη του (Caspar Netscher, 1655). Πρό­κει­ται για πα­ραλ­λα­γή έρ­γου του Gerard Ter Borch με τί­τλο, σή­με­ρα, Ευ­γε­νής συ­νο­μι­λία. Στα τέ­λη του 18ου αιώ­να, γαλ­λι­κό χα­ρα­κτι­κό του έρ­γου φέ­ρει τον τί­τλο Η πα­τρι­κή νου­θε­σία, κα­θώς πί­στευαν ότι έδει­χνε κα­θι­σμέ­νο πα­τέ­ρα να επι­πλήτ­τει την όρ­θια κό­ρη του. Λό­γω όμως της ηλι­κί­ας αυ­τού που κά­θε­ται, με­τα­γε­νέ­στε­ροι ιστο­ρι­κοί τέ­χνης βλέ­πουν συν­διαλ­λα­γή επί­δο­ξων ερα­στών, εί­τε πρόκειται για συ­ζή­τη­ση πε­ρί αρ­ρα­βώ­να εί­τε πρό­κει­ται για πρό­τα­ση πε­λά­τη προς πόρ­νη.

Mή­πως έφυ­γες πά­ρα πο­λύ βια­στι­κά;
μή­πως σε πρό­λα­βαν, χρό­νος ή θά­να­τος;
ας μη θέ­λεις να πεις, ξέ­ρεις που πας;

Πού πή­γε η κυ­ρία του σπι­τιού, της ήσυ­χης αυ­τής αστι­κής κα­τοι­κί­ας, αφή­νο­ντας σκού­πα, κλει­διά, ρι­χτά­ρι στην κρε­μά­στρα, ένα σβη­σμέ­νο κε­ρί, ένα κλει­στό βι­βλίο στο τρα­πέ­ζι και τις πα­ντό­φλες στη μέ­ση του δια­δρό­μου; Μή­πως κρύ­βε­ται σε κά­ποια εσω­τε­ρι­κή εσο­χή χω­ρίς να εί­ναι μό­νη; Μή­πως πρό­κει­ται για πα­ρά­νο­μη ερω­τι­κή συ­νά­ντη­ση; Μή­πως πρό­κει­ται για ηθι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου αλ­λη­γο­ρία αμέ­σως κα­τα­νοη­τή στην επο­χή της, που πα­ρα­πέ­μπει σε όσα ίσως υπαι­νίσ­σε­ται ο πί­να­κας εντός του πί­να­κα; Πί­σω από ποιες ανα­λύ­σεις κρύ­βο­νται οι τε­χνο­κρι­τι­κοί; Πού κρύ­βο­νται οι ζω­γρά­φοι; Πού κρύ­βο­νται οι θε­α­τές;

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: