[ 1529, Μπερναντίνο δε Σααγκούν ]

O Φραγκισκανός μοναχός Μπερναντίνο δε Σααγκούν (1499-1590) έφτασε το 1529 στη «Νέα Ισπανία» (Μεξικό) με αποστολή την διδασκαλία των λατινικών στο Αυτοκρατορικό Κολέγιο του Αγίου Σταυρού στο Τλατελόλκο. Μαθητές του ήταν γιοι της ιθαγενούς αριστοκρατίας. Στο δωδεκάτομο έργο του Γενική Ιστορία των Πραγμάτων της Νέας Ισπανίας, αποτέλεσμα μελέτης και έρευνας στις επαρχίες του Μεξικού επί τριάντα χρόνια, συγκέντρωσε και διέσωσε τις αρχαίες φωνές, τις γιορτές των Ινδιάνων, τις ιεροτελεστίες τους, τους θεούς τους, τις αφηγήσεις για τις κινήσεις του χρόνου και των άστρων, τους μύθους, τα φάρμακα και καταπότια, τις ιστορίες του μακρινού παρελθόντος και τα γεγονότα της κατάκτησης της χώρας. Βεβαιώνεται ότι έγιναν τρία χειρόγραφα του έργου. Επτά χρόνια πριν τον θάνατο του Σααγκούν, ο βασιλιάς Φίλιππος Β’ διέταξε να εξαφανιστούν εκείνα τα χειρόγραφα, ώστε να μην απομείνει ούτε πρωτότυπο, ούτε αντίγραφο, επειδή τέτοια έργα διέδιδαν την ειδωλολατρία και προκαλούσαν το κοινό αίσθημα, αφού αποδείκνυαν πως οι Ινδιάνοι ήταν άνθρωποι παρόλο που δεν ήταν χριστιανοί. Στο πόνημα με τον τίτλο Φλωρεντινός Κώδικας, ο Σααγκούν εξηγεί πως οι σκύλοι, είδος γηγενών ισπανικών μπουλντόγκ, καταδίωκαν τους οπλισμένους ιθαγενείς όπως τα πρόβατα, έτσι που οι στρατιώτες δεν είχαν λόγο να χρησιμοποιήσουν ασπίδες, ούτε βέλη. Οι σκύλοι βάδιζαν επικεφαλής και αρκούσε μία και μόνη εντολή ώστε να ορμήσουν εναντίον του εχθρού, που κατατρόμαζε από τις αιμοδιψείς ματιές τους και τα εκκωφαντικά γρυλίσματά τους. Κανένας δεν γλίτωνε από τα δόντια τους, ούτε κανένας ήταν καλύτερος από τον Μπεθερίλιο.
Είναι θεμιτή η υποψία πως ο Δομήνικος Θεοτολόπουλος αρνήθηκε να προσθέσει ένα σκύλο στον πίνακά του «Το όνειρο του Φίλιππου Β’», δικαιολογούμενος ότι σε κανένα έργο του δεν είχε εμφανίσει σκύλο και συνεπώς δεν είχε δοκιμάσει ποτέ να ζωγραφίσει αυτόν τον σύντροφο του ανθρώπου. Εξάλλου, κανένας σκύλος δεν συνόδευε τον Φίλιππο Β’, που επισκεπτόταν κάθε Σαββατοκύριακο το πάνθεον Ελ Εσκοριάλ, σχεδιασμένο για την αιώνια ανάπαυσή του και έριχνε τους καλύτερους ύπνους στο φέρετρό του. Η παραγγελία του ήταν να κάνουν εξήντα χιλιάδες δεήσεις στο όνομά του, όταν έφευγε από το θρόνο του για μόνιμη εγκατάστασή του στο φέρετρο, σε αυτόν τον σύντροφο του ανθρώπου.

1668 και 1795 (Αϊτή- Κούβα)

Οι απόγονοι του σκύλου Λεονθίκο, εκατόν πενήντα πέντε χρόνια αργότερα, έχουν κυριεύσει την Αϊτή και άλλα νησιά. Εκείνοι οι μολοσσοί έχουν πολλαπλασιαστεί και κυκλοφορούν σε αγέλες, κατασπαράζοντας αγριογούρουνα, ενώ διεκδικούν από τους πειρατές την περιοχή. Κάθε νύχτα ακούγονται τα ουρλιαχτά τους από το δάσος και οι πειρατές κοιμούνται με τον τρόμο στην ψυχή. Ευτυχώς, η Γαλλία έστειλε φορτίο με δηλητήριο. Θανατώνονται λοιπόν μερικά άλογα και τα κουφάρια τους σκορίζονται παντού με το δηλητήριο στην κοιλιά τους. Με αυτό τον τρόπο έλαβε τέλος η μάστιγα των αδέσποτων σκύλων σε εκείνη την περιοχή.
Εκατόν τριάντα χρόνια αργότερα, τα σκυλιά της Κούβας ήταν περιζήτητα. Με αυτά, οι Γάλλοι έπιασαν πολλούς μαύρους φυγάδες στα βουνά της Αϊτής, ενώ μερικά τέτοια σκυλιά ήταν αρκετά για να εξολοθρεύσουν τους Ινδιάνους με λίγες δαγκωνιές. Έτσι λοιπόν, οι Άγγλοι γαιοκτήμονες της Κούβας στέλνουν από το Λονδίνο στην Κούβα σκυλιά για το καλό των κατοίκων και την ασφάλεια του νησιού. Οι πιο πολιτισμένες κι εξευγενισμένες χώρες της Ευρώπης, λένε οι Άγγλοι γαιοκτήμονες, καταδιώκουν με άλογα τον εχθρό. Γιατί λοιπόν να μην χρησιμοποιήσουν σκυλιά για να ξετρυπώσουν τα λημέρια των φυγάδων, εφόσον οι μαύροι είναι πιο άγριοι και από τα σκυλιά; Το καράβι που μεταφέρει τέτοιο φορτίο ποδίζει στην Τζαμάικα. Αδειάζουν εν ριπή οφθαλμού οι δρόμοι, οι πόρτες κλείνουν ερμητικά. Σαράντα Κουβανοί ανιχνευτές στέκονται στη γραμμή, κάτω από το φως των δαυλών. Ο καθένας κρατά, αλυσοδεμένα στη μέση του, τρία τεράστια σκυλιά. Μερικά μοιάζουν με τα ελληνικά μπουλντόγκ, μια ράτσα που έχει πια εξαφανιστεί, ιδιαίτερα αγαπητή όμως στον Σουλτάνο Μωάμεθ Δ’, απαραβίαστη η θέλησή του, καθώς ο ένας και μοναδικός Θεός ορίζει.