Η προσευχή

Μικρό παιδί μ’ έμαθε η μάνα μου την προσευχή. Κάθε βράδυ γονατίζαμε μπροστά στα εικονίσματα και αντιμετώπιζα το θείον: «Παναγίτσα μου, να φυλάς τον μπαμπά μου, τη μαμά μου, κι εμένα να με κάνεις καλό παιδί».

Μετά, να χούντα, να Αριστερά, να Πολυτεχνείο, πάει η προσευχή, πάει κι η μάνα, πάνε όλα. Τώρα, όμως, στην ώριμη και μεστή ηλικία των σαράντα πέντε ήρθε και πάλι η προσευχή, άγρια και βάρβαρη, έτσι όπως της αξίζει, πρωί και βράδυ. Εικονίσματα δεν έχουμε, αλλά και πάλι γονατίζω, σταυρώνω τα χέρια σφιχτά και βγαίνει η παράκληση, πρωί και βράδυ, όχι Παναγίτσα μου, πια, αυτή είναι αθώα. Η έκκληση τώρα είναι στ’ αφεντικό, απ’ ευθείας στην κορφή: Θεέ μου, να πεθάνει ο πατέρας μου, να πεθάνει ο πατέρας μου, να πεθάνει ο πατέρας μου, σαν Ινδικό μάντρα, όσο πιο πολλές φορές το πεις, διάολε, μία θα πιάσει.

Κι άσε τον Φρόυντ να κουρεύεται με τα Οιδιπόδειά του. Δος μοι γαν και γίνομαι Οιδίποδας οικειοθελώς στη στιγμή.


Υπαρξιακό

Ε, καλά, σαράντα πέντε χρόνια τώρα το έχω εμπεδώσει, ανήκω στα θήλεα. Μπούκλες έκανε τα μαλλιά μου η μάνα μου, με όμορφες οργάντζες και μουσελίνες μ’ έντυνε, με κούκλες έπαιζα, σε Θηλέων πήγα, τ’ αγόρια με κoίταζαν και τα κοίταζα επί ποινή καταχερισμού. Καλά, ξέρω, παραπλανητικά θα μπορούσαν να είναι όλα αυτά, αλλά, στήθος έβγαλα, γιο γέννησα, στα θήλεα ανήκω.
Μέχρι που αρθρώθηκε η επιθυμία του πατέρα, από τηλεφώνου.
– Να πάρεις τηλέφωνο τη συμβολαιογράφο, πες της ότι είσαι γιος μου.
Τον διακόπτω.
– Κόρη σου είμαι, μπαμπά.
Και ο κεραυνός.
– Α, ναι, μακάρι να ήσουνα...
Να σου ξαναχέσω Φρόυντ και Οιδίποδα μαζί!