Διακόσια χρόνια γεωχωρικά διακυβεύματα. Σύγχρονος γόρδιος δεσμός;

Όρος Rushmore. Τρεις από τους τέσσερεις μεγάλους ιστορικούς προέδρους των ΗΠΑ εργάστηκαν ως τοπογράφοι σε νεανική ηλικία: ο Γεώργιος Ουάσιγκτον το 1749 σε ηλικία μόλις 17 ετών, ο Θωμάς Τζέφερσον το 1773 σε ηλικία 30 ετών και ο Αβραάμ Λίνκολν το 1833 σε ηλικία 24 χρονών. Πηγή: Wikipedia.
Όρος Rushmore. Τρεις από τους τέσσερεις μεγάλους ιστορικούς προέδρους των ΗΠΑ εργάστηκαν ως τοπογράφοι σε νεανική ηλικία: ο Γεώργιος Ουάσιγκτον το 1749 σε ηλικία μόλις 17 ετών, ο Θωμάς Τζέφερσον το 1773 σε ηλικία 30 ετών και ο Αβραάμ Λίνκολν το 1833 σε ηλικία 24 χρονών. Πηγή: Wikipedia.

Δώδεκα κείμενα στον Χάρτη, κατά το επετειακό 2021, μαζί με το παρόν δέκατο τρίτο (25 μέχρι 36, 2021 και 37, 2022) γράφτηκαν για να αναδείξουν ένα θέμα, το οποίο δεν απασχολεί το κύριο ρεύμα των ιστορικών αφηγήσεων και αναστοχασμών, σχετικών με τους δύο τελευταίους αιώνες ζωής της χώρας· ίσως γιατί θεωρείται ελάσσονος σημασίας, περιθωριακό, μπορεί και άγνωστο. Το θέμα είναι η προβληματική συλλογική μας σχέση με τον γεωχώρο: μοναδικά παρεκκλίνουσα ―αν όχι εκτός― του ευρωπαϊκού παραδείγματος. Μια σχέση άγονη, που σέρνεται ατελέσφορα από το 1821. Πρόκειται για τα ‘γεωχωρικά διακυβεύματα’ τα σχετικά με την αποτύπωση, τεκμηρίωση, απεικόνιση και διαχείριση του γεωχώρου, τα οποία δημιούργησαν ―από τότε― μια νοσηρή σχέση κράτους–κοινωνίας που μοιάζει σήμερα με ‘γόρδιο δεσμό’· το δείχνουν οι σχετικές περιπέτειες πολιτών που καταγράφει ―ως παράνοια πλέον― η δημοσιογραφική επικαιρότητα...

Τα δώδεκα προηγούμενα κείμενα κάλυψαν το θέμα από το 1821 μέχρι τον Μεσοπόλεμο. Mε το παρόν ολοκληρώνεται η επόμενη περίοδος μέχρι την προτελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα· το υπόλοιπο διάστημα απαιτεί μια μεγαλύτερη χρονική απόσταση για να προσεγγιστεί. Από τα κείμενα προκύπτει ένα παράδοξο: η τεχνολογία ―εν γένει― και συγκεκριμένα τα ‘γεωχωρικά διακυβεύματα’ δεν αποτέλεσαν ύλη προς μεταφορά και εμπέδωση ανάμεσα στα πρότυπα (όπως π.χ. οι ιδέες, τα συντάγματα, οι τρόποι και άλλα) που μεταφέρθηκαν από τη Δύση για να συνθέσουν το είδος του κράτους που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα. Η έλλειψη αυτή δεν ολοκληρώνει την εικόνα ενός δυτικού ―και φιλελεύθερου― κράτους, όπως το περιγράφει το ρεύμα των ιστορικών αφηγήσεων, εφόσον τα πρότυπα που μεταφέρθηκαν (περισσότερο από τη Γαλλία, τη Βρετανία και την Αμερική) ήταν μερικά και μάλιστα εκείνα που καλλιέργησαν στους Έλληνες περισσότερο την κουλτούρα του ‘λέγειν’ και ‘νομοθετείν’. Δεν μεταφέρθηκαν τα δύσκολα (όπως τα τεχνολογικά) που προάγουν την κουλτούρα και την κλίση προς το ‘πράττειν’ και ‘εφαρμόζειν’· εκείνα τα οποία συναρθρούμενα με τα πρώτα συνθέτουν τις κανονικότητες του δυτικού κράτους. Σε μια χώρα χωρίς προσλαμβάνουσες από την πρώτη βιομηχανική επανάσταση, με σοβαρές αδυναμίες στη δεύτερη και με παραμορφωτικές υστερήσεις στην τρίτη, δεν έγινε εφικτή η μεταφορά ευρωπαϊκών και αμερικανικών τεχνολογικών αναπτυξιακών προτύπων, όπως συνέβη με τα άλλα, των ιδεών. Και επειδή τα τεχνολογικά πρότυπα αδυνατούσαν να δημιουργηθούν ενδογενώς δεν υπήρξε πλήρης βάση για την ανάπτυξη ορθολογικής σκέψης, παραγωγικής νοοτροπίας και πρακτικής αποτελεσματικότητας στη σχέση κράτους και κοινωνίας. Έτσι επικράτησαν η ασάφεια, ο εμπειρισμός, η προχειρότητα, η αταξία, η αναβλητικότητα και τα παρόμοια. Τα ελλείμματα της τεχνολογίας και οι συνέπειές τους είναι αποταγμένα από το κύριο ρεύμα των αφηγήσεων των 200 χρόνων του επετειακού έτους. Μήπως άραγε ―ελαφρύνοντας κάπως τους συλλογισμούς― η απόταξη των ‘γεωχωρικών διακυβευμάτων’ να οφείλεται στο ότι η Ελλάδα δεν είχε π.χ. τοπογράφους ανάμεσα στους μεγάλους διαμορφωτές της πορείας της; Όπως ήταν οι τρεις από τους τέσσερις πατέρες του αμερικανικού έθνους Ουάσιγκτον, Τζέφερσον και Λίνκολν στα χρόνια της νεότητάς τους; Ή στο ότι δεν μας έτυχε βασιλιάς ο Λεοπόλδος για να ιδρύσει χαρτογραφική υπηρεσία ταυτόχρονα με την εισαγωγή συντάγματος, όπως το έκανε στο Βέλγιο, επίσης νέο κράτος της Ευρώπης το 1831;

Σε αυτό το έλλειμμα του επετειακού έτους λοιπόν, έρχεται να περιπλανηθεί, ως ―ας πούμε― αγάπης αγώνας άγονος ή/και όνειρο θερινής νυκτός, η ενότητα των δώδεκα μικρών κειμένων, συν το παρακάτω δέκατο τρίτο, τα οποία φιλοξένησε ο Χάρτης για τις περιπέτειες των ‘γεωχωρικών διακυβευμάτων’ της χώρας, τα οποία την ταλανίζουν από το 1821 μέχρι την εποχή μας.

Απεικόνιση της τοπογραφικής αποτύπωσης του Πεδίου του Άρεως μεταξύ του στρατοπέδου του Ιππικού, της Σχολής Ευελπίδων και δύο μεγάλων ρεμάτων νοτίως της περιοχής ‘Κυψέλη’. Στο βιβλίο του Αναστάσιου Κατσιμήδη ‘Στρατιωτική Τοπογραφία (1903) από άσκηση των Ευελπίδων στο μάθημα της τοπογραφίας. Πηγή: Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ. Επεξεργασία: CartoGeoLab ΑΠΘ.
Απεικόνιση της τοπογραφικής αποτύπωσης του Πεδίου του Άρεως μεταξύ του στρατοπέδου του Ιππικού, της Σχολής Ευελπίδων και δύο μεγάλων ρεμάτων νοτίως της περιοχής ‘Κυψέλη’. Στο βιβλίο του Αναστάσιου Κατσιμήδη ‘Στρατιωτική Τοπογραφία (1903) από άσκηση των Ευελπίδων στο μάθημα της τοπογραφίας. Πηγή: Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ. Επεξεργασία: CartoGeoLab ΑΠΘ.


Στα γεγονότα που συσσωρεύονται σε έξι δεκαετίες, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, δηλαδή στις ‘τρίτη’ και ‘τέταρτη’ χαρτογραφικές περιόδους (1880-1910 και 1910-40), σημαντικό ρόλο έπαιξε η στρατιωτική τάξη της χώρας προσανατολίζοντας και ελέγχοντας καθοριστικά τα ‘γεωχωρικά διακυβεύματα’, με την ευθύνη βέβαια των πολιτικών ηγεσιών της. Τα γεγονότα σημειώθηκαν και εξελίχθηκαν σε συγκεκριμένες δεκαετίες των δύο περιόδων κατά τις οποίες υπουργοί των Στρατιωτικών υπήρξαν ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες, με μακρές θητείες ―σε σχέση με τις συνήθως βραχείες έως βραχύτατες της εποχής. Ο Χαρίλαος Τρικούπης ηγείτο του στρατιωτικού υπουργείου ενενήντα εννέα μήνες την περίοδο 1882-90· σχεδόν το 83% της πρώτης δεκαετίας της ‘τρίτης χαρτογραφικής περιόδου’, με παλινδρομήσεις σχετικά με την αντιμετώπιση των ‘γεωχωρικών διακυβευμάτων’. Είναι η δεκαετία από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας μέχρι την ίδρυση της πρώτης στο κράτος ειδικής στρατιωτικής μονάδας (Γεωδαιτική Αποστολή – Γεωδαιτικό Απόσπασμα), υπό την καθοδήγηση Aυστριακών γεωδαιτών-χαρτογράφων αξιωματικών, για τη σύνταξη ‘κτηματικού χάρτη’, κατά την επίσημη διατύπωση. Οι διάρκειες των υπουργικών θητειών θα μειωθούν αισθητά κατά τη δεκαετία 1890-1900 στο μέσον της οποίας η στρατιωτική μονάδα θα ονομαστεί Χαρτογραφική Υπηρεσία (1895). Μετά από τις πρώτες εργασίες προετοιμασίας της χαρτογράφησης ―από το 1889 μέχρι τη διακοπή τους το 1897― η τετραετής υπουργική θητεία του Γεωργίου Θεοτόκη στις αρχές του 20ού αιώνα (1905-09) μπορεί να δικαιολογήσει το ποιοτικό άλμα που θα κάνει τότε η Χαρτογραφική με τη μαθητεία των αξιωματικών της στη Βιέννη και την παραγωγή των χαρτών της εκεί, στο καισαροβασιλικό στρατιωτικό Γεωγραφικό Ινστιτούτο.

Ο Γιάννος Παπαρρόδου αξιωματικός της ΓΥΣ και διακεκριμένος χιονοδρόμος, τριγωνομετρεί κατά τον Μεσοπόλεμο. Ήρωας της ΓΥΣ, έπεσε μαχόμενος (μόνος) τον κατακτητή στις 15.4.1941. Πηγή: Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού.
Ο Γιάννος Παπαρρόδου αξιωματικός της ΓΥΣ και διακεκριμένος χιονοδρόμος, τριγωνομετρεί κατά τον Μεσοπόλεμο. Ήρωας της ΓΥΣ, έπεσε μαχόμενος (μόνος) τον κατακτητή στις 15.4.1941. Πηγή: Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού.

Στην ‘τέταρτη χαρτογραφική περίοδο’ (1910-40) η ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου κυριαρχεί στο υπουργείο των Στρατιωτικών (1910-15 και 1917-20) με θητείες παρόμοιες εκείνων του Τρικούπη: ενενήντα τέσσερις μήνες, σχεδόν το 76% της πρώτης δεκαετίας της περιόδου. Τότε θα συμβούν σημαντικά γεγονότα στον πυρήνα των ‘γεωχωρικών διακυβευμάτων’ (χαρτογραφήσεις και κτηματολόγιο). Θα αναδειχτεί η οργανωτική και επιχειρησιακή υπεροχή της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας ―φάνηκε με τις εργασίες της στη Μικρά Ασία― έναντι άλλων συναφών πολιτικών υπηρεσιών του κράτους, αλλά και της σχετικής (μη στρατιωτικής) εκπαίδευσης· αυτές θα πληρώσουν τις αμέλειες, αμηχανίες, συγχύσεις, ακαταλληλότητες και ανταγωνισμούς, μεγεθυμένες από τον διχασμό και τη διχόνοια. Το έδειξαν άλλωστε οι τοπογραφικές καχεξίες και στις επείγουσες προσπάθειες για αγροτικές μεταρρυθμίσεις το 1917 και σε εκείνες για την εγκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ένα αιώνα μετά το 1821 και μέχρι το 1940, η θητεία των υπουργών των Στρατιωτικών κυμαίνεται από έναν έως μερικούς μήνες μέχρι λιγότερο από έναν χρόνο, με δύο μικρές εξαιρέσεις ―1923-24 και το 1933-35. Στη δύση της ‘τέταρτης χαρτογραφικής περιόδου’ σημειώνεται η θητεία στο υπουργείο Στρατιωτικών του Ιωάννη Μεταξά, σχεδόν πενήντα πέντε μήνες (1936-41), το 46% της τελευταίας δεκαετίας της περιόδου. Η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (ΓΥΣ), όπως μετονομάστηκε η ιστορική Χαρτογραφική Υπηρεσία το 1926, ήταν έτοιμη για τη μαζική παραγωγή χαρτών καλύπτοντας τις ανάγκες του Αλβανικού μετώπου, όπως έγινε για τους Βαλκανικούς Πολέμους και ―επί τόπου― στη Μικρά Ασία· όχι όμως για το ‘άτυχο’ 1897.

Μετά το 1925 η εικόνα του πλαισίου των ‘γεωχωρικών διακυβευμάτων’ του κράτους έχει παγιωθεί με επισπεύδοντες και επηρεάζοντες συναφείς επιχειρησιακούς κυβερνητικούς πόλους: τον στρατιωτικό, των δημοσίων έργων και τον αγρογεωργικό. Ο στρατιωτικός κυριαρχούσε με τη ΓΥΣ· δυσανάλογα μικρότεροι περί τα ‘γεωχωρικά’ οι ρόλοι των δύο άλλων πόλων (και όπως μετεξελίχθηκαν) ουσιαστικά μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα. Μετά το 1940 οι ‘χαρτογραφικές περίοδοι’ της Ελλάδας δύσκολα μπορούν να οριστούν, όπως οι τέσσερεις μετά το 1821. Μάλλον ακολουθούν τη μεταπολεμική εξέλιξη της ΓΥΣ (βλ. βιβλιογραφική αναφορά Δ. Λοΐσιου), έχοντας κεφαλαιοποιήσει τις ποιοτικές τεχνογνωστικές εμπειρίες από τη συνεργασία με τη Βιέννη την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα και το εντυπωσιακό έργο στη Μικρά Ασία, μαζί με τα τραύματα της Καταστροφής. Η πεντάχρονη διοίκηση του Δημητρίου Πετρίτη (1925-30) ―συνταγματάρχης Πεζικού διοίκησε την αποστολή της Χαρτογραφικής στη Μικρά Ασία― παρουσιάζει αξιόλογο έργο· το συνέχισε και η εξάχρονη μεθοδική διοίκηση του Οδυσσέως Μαρούλη (1930-36)· και οι δύο πρώτοι διοικητές της ΓΥΣ εκ της σχολής των υπαξιωματικών. Υπήρξε όμως και μια ‘απώλεια’: από τότε οι χάρτες χάνουν τη γοητεία της επωνυμίας των συντελεστών τους, που τη βλέπουμε στις αρχές του 20ού αιώνα και στη Μικρά Ασία, ως αποτέλεσμα της βιεννέζικης εμπειρίας. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, την Κατοχή και την εμφύλια δοκιμασία, η ΓΥΣ ανασυγκροτείται στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης της χώρας και των νέων συμμαχιών της. Η καταστροφή του ενός στα τρία βάθρα του τριγωνομετρικού δικτύου, η απώλεια του εξοπλισμού και των αριθμητικών αρχείων της επέβαλαν επίπονες επαναμετρήσεις επί του πεδίου με νέες προδιαγραφές και υλικά μέσα. Ακολούθησαν μείζονες εργασίες που ολοκληρώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ένα από τα μεγάλα προγράμματα της ΓΥΣ ήταν τότε η σύνταξη του βασικού χάρτη της χώρας σε κλίμακα 1 εκ. χάρτη/500 μέτ. εδάφους (1:50.000) που άρχισε το 1952 και ολοκληρώθηκε το 1966, με τη χρήση αεροφωτογραφιών. Η περίοδος 1960-90, που ολοκληρώνεται με την επέτειο των 100 χρόνων της ―το 1989― οδηγεί την ιστορική ΓΥΣ στην ωριμότητα, επιστημονική και παραγωγική. Εκσυγχρονίζεται όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων και θεσμικών υποχρεώσεών της, και αποκτώνται εμπειρίες διεθνών δράσεων και συνεργασιών με ακαδημαϊκή υποστήριξη· οι αξιωματικοί της άρχισαν από το 1959-60 να μετεκπαιδεύονται στο ΕΜΠ, αποκτώντας και το δίπλωμα του αγρονόμου και τοπογράφου μηχανικού.

Το 1962, κατά την τέταρτη κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή (1961-63) γίνεται ένα άλμα στα ‘γεωχωρικά διακυβεύματα’ της χώρας: μετά από πρόταση της Υπηρεσίας Περιφερειακής Ανάπτυξης Πελοποννήσου (ΥΠΑΠ) με έδρα στην Πάτρα, ανατέθηκε στη ΓΥΣ ―διοικητής ο Κωνσταντίνος Πετρίτης (1961-67), γιος του διοικητή του Μεσοπολέμου― το αναπτυξιακό δημόσιο έργο της χαρτογράφησης της Πελοποννήσου και των νήσων Κεφαλληνίας, Ιθάκης, Ζακύνθου και Κυθήρων. Την απόφαση, προϋπολογισμού 3.000.000 δραχμών, υπέγραψε ο αρμόδιος υφυπουργός Συντονισμού Ιωάννης Μπούτος και στο ποσό προστέθηκαν 2.800.000 δραχμές για την αγορά και χρήση από τη ΓΥΣ μεγάλου φωτογραμμετρικού αναγωγικού οργάνου «...ανήκοντος κατά την κυριότητα στην ΥΠΑΠ, εις ην δέον όπως παραδοθεί υπό της ΓΥΣ μετά την αποπεράτωσιν του εις αυτήν ανατιθέμενου έργου». Το συνολικό κόστος ―αντίστοιχο σήμερα των περ. 1.540.000 ευρώ― προέρχονταν από εθνικούς πόρους δημοσίων επενδύσεων και προέβλεπε παραγωγή νέων φύλλων χάρτη κλίμακας 1 εκ. χάρτη/250 μέτ. εδάφους. Μετά 130 χρόνια από τον χάρτη των Γάλλων του Dépôt του 1832 η Πελοπόννησος θα απεικονίζονταν για πρώτη φορά σε οκτώ φορές μεγαλύτερη κλίμακα. Καμία άλλη δημόσια υπηρεσία της χώρας δεν ήταν σε θέση να αναλάβει και να εκτελέσει τέτοιο έργο. Μπορούσαν όμως να το εποπτεύσουν ‘εκπρόσωποι’ των υπουργείων Δημοσίων Έργων και Γεωργίας, και ‘εκπρόσωπος’ της ΔΕΗ, ονομαστικά ορισμένος... (η προσφιλής παράδοση των ‘εκπροσώπων’ στην ελληνική δημόσια διοίκηση). Το έργο ολοκληρώθηκε το 1989 καλύπτοντας τη χώρα με νέο πυκνό τριγωνομετρικό δίκτυο, από έξι εκατοντάδες σημεία Α΄ και Β΄ τάξης μέχρι είκοσι πέντε χιλιάδες σημεία Γ΄ και Δ΄, εξασφαλισμένο με όλους τους απαραίτητους γεωδαιτικούς και τοπογραφικούς ελέγχους. Επεκτάθηκε όμως και σε κάτι πολύ σημαντικότερο, με χρηστική αναπτυξιακή αξία: στη διεύρυνση του έργου του 1962 με τη χαρτογράφηση του χερσαίου συνόλου (σχεδόν) της χώρας απεικονίζοντάς την σε ένδεκα χιλιάδες συστηματικά διανεμημένα φύλλα (ή τοπογραφικά διαγράμματα, κατά την ορολογία της ΓΥΣ) κλίμακας 1 εκ. χάρτη/50 μέτ. εδάφους, προερχόμενα από αεροφωτογραμμετρική διαδικασία. Πρόκειται για τα προβολικά παραμετροποιημένα φύλλα του χάρτη ‘1:5000’ ―τα ‘πεντάρια της ΓΥΣ’ στην τοπογραφική jargon― σε κάθε ένα από τα οποία απεικονίζεται εδαφική επιφάνεια 1,5 Χ 3 πρώτων λεπτών της μοίρας, κατά το γεωγραφικό πλάτος και μήκος, με διαφορετικές φυσικές διαστάσεις, ανάλογα με τη γεωγραφική θέση τους. Τα ‘πεντάρια’ έχουν ψηφιοποιηθεί από τη ΓΥΣ και αποτελούν σήμερα πηγή εσόδων για την ιστορική υπηρεσία, που άλλωστε δεν απολαμβάνει υψηλούς προϋπολογισμούς, παρά την τεχνογνωσία και τις δυνατότητες παραγωγής έργου που διαθέτει. Η ΓΥΣ γνωρίζει καλά το αντικείμενό της, θα εξοπλιστεί και εξελιχθεί σε όλους τους παραγωγικούς τομείς των χαρτογραφήσεων, με δικά της μέσα, ολοκληρώνοντας μια εικοσαετία ωριμότητας το 1980. Τότε, καλά προετοιμασμένη, εισέρχεται στη νέα εποχή της ψηφιακότητας που αρχίζει παγκόσμια τη δεκαετία του ’80. Θα αναπτυχθεί μέχρι σήμερα σε οργανισμό παραγωγής και απόδοσης τεχνογνωσίας, χωρίς να αγνοεί παράλληλα τη μελέτη και ανάδειξη της ιστορικής της κληρονομιάς, με σύγχρονο και εξωστρεφή τρόπο.

Απόσπασμα φύλλου 1:5000, ΓΥΣ, 1971. Γεωργιούπολη Αποκορώνου Χανίων, 1971. Πηγή: Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού.
Απόσπασμα φύλλου 1:5000, ΓΥΣ, 1971. Γεωργιούπολη Αποκορώνου Χανίων, 1971. Πηγή: Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού.


Τι έγινε όμως είκοσι χρόνια μετά το 1962, όταν στις αρχές του 1980, κατά την πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου (1981-85), δημόσιες (μη στρατιωτικές) υπηρεσίες του ελληνικού κράτους επιχείρησαν παρέμβαση στα ‘γεωχωρικά διακυβεύματα’ της χώρας; Η Επιχείρηση Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης (ΕΠΑ) της δεκαετίας του ’80, ρυθμιστική παρέμβαση του τότε υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος Αντώνη Τρίτση (1981-84), περιλάμβανε ανάμεσα στα άλλα και ένα τοπογραφικό–χαρτογραφικό σκέλος: τη δημιουργία χαρτογραφικών υποβάθρων, προβολικά παραμετροποιημένων και συστηματικά διατεταγμένων φύλλων, σε ‘τεράστια’ κλίμακα για τα ελληνικά δεδομένα 1 εκ. χάρτη/10 μέτ. εδάφους (1:1000)· τη σειρά των φύλλων συμπλήρωναν (για περιορισμένες εκτάσεις) και κάποια φύλλα κλίμακας 1 εκ./20 μέτ. (1:2000). Τα ‘χιλιάρια της ΕΠΑ’, κατασκευάστηκαν με φωτογραμμετρικές (κυρίως) και τοπογραφικές μεθόδους, για να υποστηρίξουν αφενός τα γενικά πολεοδομικά σχέδια της χώρας (περ. εξήντα αστικών κέντρων και διακοσίων πενήντα κωμοπόλεων) και αφετέρου τις οριοθετήσεις περ. ένδεκα χιλιάδων οικισμών με πληθυσμό μικρότερο των δύο χιλιάδων κατοίκων. Το έργο του σκέλους αυτού της ΕΠΑ ―έστω όχι πάντα ποιοτικό, κατά τους συντελεστές της πολεοδόμησης― συσσώρευσε χαρτογραφικό υλικό, το οποίο συνδυαζόμενο με το προηγούμενο της ΓΥΣ (τα φύλλα–χάρτη 1:5000) δημιουργούσε προϋποθέσεις ανάπτυξης ενός συστήματος χαρτογραφικής απεικόνησης της χώρας, σε μεγάλη κλίμακα (ψηφιακά επεξεργασμένο και αφομοιωμένο) προς δημόσιο όφελος. Αυτό δεν έγινε και τα φύλλα της ΕΠΑ, ως χαρτογραφική ύλη, αρχειοθετήθηκαν τελικά στους δήμους. Στις μεγάλες πυρκαγιές της Ηλείας του 2007, οι Κύπριοι πυροσβέστες χρησιμοποιούσαν τουριστικούς χάρτες του εμπορίου για το έργο τους... ―ελέγχεται αν η αγορά τους έγινε από περίπτερα.

Οι χάρτες της ΕΠΑ ήταν και αυτοί ‘άτυχο’ έργο του προγονικού ‘γεωχωρικού διακυβεύματος’, όπως και τα όποια προγενέστερα έργα χαρτογράφησης από πολιτικό τομέα του κράτους. Ο σχεδιασμός του ακολούθησε τις πιέσεις της ‘συγκυρίας ισχύος’ των επισπευδόντων· χωρίς ολοκληρωμένη αντίληψη για το συγκεκριμένο αντικείμενο και τις προοπτικές του, ως συστήματος. Σε αυτά ίσως να βάρυναν και οι ‘σκιάσεις’ που προσέδιδε μια προσωπική ‘ιδιότυπη επιφύλαξη’ του υπουργού, απέναντι στον κλάδο των μηχανικών που θα το αναλάμβανε. Ο επιχειρησιακός πραγματισμός επέβαλε ασφυκτικά χρονικά όρια εκτέλεσης του έργου (ο Τρίτσης είχε επίγνωση του βραχύβιου της θητείας του) τα οποία επιβάρυναν ο εμπειρισμός και η αλαζονεία των σχεδιαστών του τοπογραφικού–χαρτογραφικού σκέλους. Ήταν μερικοί από τους λόγους που αυτό το σκέλος της ΕΠΑ έμεινε τελικά ανολοκλήρωτο, αναξιοποίητο σε βάθος χρόνου και κυρίως αποταγμένο· και οι χάρτες φαντάσματα... Μπορεί και να συνέβαλαν τα ελλείμματα τεχνογνωσίας σε αντικείμενο που δεν ήταν καθιερωμένο στην πράξη. Επιπλέον υπήρξε άγνοια της ανάγκης ανεξάρτητου ποιοτικού ελέγχου ―ευρωπαϊκή πρακτική σε παρεμφερή δημόσια έργα― και έλλειψη προοπτικής ενός βιώσιμου συστήματος, βελτιούμενου και επικαιροποιούμενου για μελλοντική αξιοποίηση του πλήθους των χαρτών που παρήγαγε η χαρτογραφική επιχείρηση. Η δυνατότητα ευρύτερης αξιοποίησης των ‘χιλιαριών της ΕΠΑ’ είτε δεν έγινε αντιληπτή είτε δεν ενδιέφερε· δεν εμπεδώθηκε από την τεχνική κοινότητα της χώρας και τη διοίκηση. Επιβαρυντικό παράγοντα αποτέλεσε και η αντίδραση που υπέστη συνολικά η ΕΠΑ από τους σχετιζόμενους με το κύριο αντικείμενό της, την πολεοδόμηση. Αν και αποτελεί έναν ―ούτως ή άλλως― σταθμό στην τοπογραφική και χαρτογραφική ιστορία της χώρας, το χαρτογραφικό σκέλος της ΕΠΑ πέρασε εφαπτομενικά, χωρίς να αποδώσει τα αποτελέσματα που θα ήταν δυνατόν να υπάρξουν. Το έργο, το οποίο προέβλεπε ―για πρώτη φορά εκτός στρατιωτικού περιβάλλοντος― τη συστηματική χαρτογράφηση αστικών περιοχών σε σειρά οργανωμένων φύλλων μεγάλης κλίμακας, απαξιώθηκε ενώ σε συνδυασμό με το έργο της ΓΥΣ θα μπορούσε να ωφελήσει σημαντικά τη χώρα. Από την άλλη, η ΕΠΑ ήταν η πρώτη μεγάλη ευκαιρία για έναν ιστορικό κλάδο μηχανικών (των τοπογράφων) να αναδυθεί και ανελιχθεί στο γενικό πανόραμα των επιστημών μηχανικού στην Ελλάδα, αφού είχε παραμείνει αφανής στην εξέλιξη των ιστορικών ‘γεωχωρικών διακυβευμάτων’, τουλάχιστον από το 1917. Η ΕΠΑ προστέθηκε στον χορό των χαμένων ευκαιριών μετά το 1821 για την οργάνωση μιας βιώσιμης πολιτικής δημόσιας χαρτογράφησης, σε συνεργασία με την ΓΥΣ· αυτή τουλάχιστον προσπορίζεται όφελος από τη διάθεση των ‘πενταριών’ της ―και σε ψηφιακή μορφή.

Φύλλο 1:1000, Διεύθυνση Χαρτογραφήσεων ΥΠΕΧΩΔΕ, 1982. Καλαμαριά, Θεσσαλονίκης. Πηγή: CartoGeoLab ΑΠΘ.
Φύλλο 1:1000, Διεύθυνση Χαρτογραφήσεων ΥΠΕΧΩΔΕ, 1982. Καλαμαριά, Θεσσαλονίκης. Πηγή: CartoGeoLab ΑΠΘ.


Όλα επιβεβαιώνουν ―τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα― τα ιστορικά χαρακτηριστικά και τις ιδιομορφίες της χαρτογραφικής διαδρομής των ‘γεωχωρικών διακυβευμάτων’ της χώρας από το 1821 και ιδιαίτερα μετά από τη συγκρότηση του κράτους. Φαίνεται ότι, από την αρχή, τα θέματα της χαρτογραφίας και των χαρτών ακύρωναν τις όποιες προσπάθειες για τη συγκρότηση ενός κανονικού ευρωπαϊκού κράτους, χωρίς αστερίσκους, εκκρεμότητες και ιδιαιτερότητες σχετικά με τη γεωχωρική διευθέτηση, μέχρι σήμερα. Οι γενεσιουργές αιτίες παραμένουν· οι δύο αιώνων συγχύσεις, περί των θεμάτων αυτών, είναι ίδιες και έχουν δημιουργήσει ένα ανεξήγητο είδος δυσανεξίας (κυρίως) για τη χαρτογράφηση. Όλα περιπλέκονται ατάκτως, ακόμα περισσότερο στο ψηφιακό περιβάλλον, γιατί δεν λύθηκαν ποτέ στο παρελθόν και κακοφόρμισαν. Όπως και η μεταμοντέρνα σύγχυση σε πολλούς περί ‘χαρτογραφίας’ και ‘γεωγραφικής πληροφορίας’, παρά τις σαφήνειες των διεθνώς έγκυρα καθιερωμένων. Μετά από 200 χρόνια, τα μεγάλα κενά στην ιστορία των θεμάτων αυτών οδήγησαν τα πατρογονικά ‘γεωχωρικά διακυβεύματα’ σε ένα γόρδιο δεσμό που ταλαιπωρεί τη σχέση κράτους και πολιτών. Ποιος θα τον λύσει τελικά; Και άραγε με τον ‘αλεξάνδρειο’ τρόπο, αν δεν υπάρχει άλλος τόσους αιώνες μετά; Εν μέσω μάλιστα τεχνητής νοημοσύνης ―αλλά με πολλές απορίες για την άλλη...



Χρησιμοποιήθηκαν ως βιβλιογραφία

Ε. Λιβιεράτος. Χαρτογραφικές Περιπέτειες της Ελλάδας 1821-1919. Αθήνα, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, 2009. ISBN 978-960-201-194-2.
Δ. Λοΐσιος. Λεύκωμα αφιέρωμα στα 130 Χρόνια από την Ίδρυση της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Αθήνα, ΓΥΣ, 2020.

Ε. Λιβιεράτος. Χώρας Χαρτών Γράφειν. Με αφορμή τα 130 χρόνια της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Θεσσαλονίκη, Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ, 2020. ISBN 978-960-243-722-3.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: