Kατάδεσμοι οι χάρτες στο νέο κράτος;

O τετράφυλλος χάρτης της Ελλάδας του Lapie (1826), αποτέλεσε βασικό αντίγραφο μετέπειτα χαρτογράφων. Ο χάρτης εκτείνεται προς τα βόρεια μέχρι τον Όλυμπο και τα Ιωάννινα και στο Αιγαίο μέχρι την Νάξο. Περιλαμβάνει στη δυτική πλευρά εννέα ένθετες επιπεδογραφίες (Βουθρωτό και δίαυλος Κέρκυρας, Ναβαρίνο, Πάργα, Μεθώνη, Αθήνα, Ναύπλιο, Κόρινθο, Κορώνη, Μεσολόγγι).    Πηγή: Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ.
O τετράφυλλος χάρτης της Ελλάδας του Lapie (1826), αποτέλεσε βασικό αντίγραφο μετέπειτα χαρτογράφων. Ο χάρτης εκτείνεται προς τα βόρεια μέχρι τον Όλυμπο και τα Ιωάννινα και στο Αιγαίο μέχρι την Νάξο. Περιλαμβάνει στη δυτική πλευρά εννέα ένθετες επιπεδογραφίες (Βουθρωτό και δίαυλος Κέρκυρας, Ναβαρίνο, Πάργα, Μεθώνη, Αθήνα, Ναύπλιο, Κόρινθο, Κορώνη, Μεσολόγγι). Πηγή: Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ.

Το ιδιαί­τε­ρο γαλ­λι­κό χαρ­το­γρα­φι­κό εν­δια­φέ­ρον για τον ελ­λα­δι­κό χώ­ρο των αρ­χών του 19ου αιώ­να εντάσ­σε­ται στο ευ­ρύ­τε­ρο πε­ρι­βάλ­λον των χαρ­το­γρα­φή­σε­ων συν­δε­δε­μέ­νων με τους πο­λέ­μους του Να­πο­λέ­ο­ντα μέ­χρι το 1815, της γε­ω­πο­λι­τι­κής της Γαλ­λί­ας με­τά το Συ­νέ­δριο της Βιέν­νης και του εν­δια­φέ­ρο­ντός της για την Επα­νά­στα­ση του 1821 και την ίδρυ­ση νέ­ου ελ­λη­νι­κού κρά­τους. Οι μο­νό­φυλ­λοι χάρ­τες της Πε­λο­πον­νή­σου του Bocage (1801, 1808), ο δε­κα­πε­ντά­φυλ­λος και τε­τρά­φυλ­λος του Lapie (1822, 1826) και οι δύο χάρ­τες ει­κο­σιέ­να φύλ­λων του Αυ­στρια­κού Weiss (1823, 1829) ―ακτο­γραμ­μι­κά πα­ρό­μοιοι των γαλ­λι­κών― ανή­κουν γε­νε­α­λο­γι­κά στην ημι-επι­στη­μο­νι­κή πε­ρί­ο­δο της χαρ­το­γρα­φί­ας του 17ου και 18ου αιώ­να. Για κά­ποιους (των Bocage και Lapie) ανα­φέ­ρε­ται η χρή­ση από τους Έλ­λη­νες κα­τά την Επα­νά­στα­ση του 1821. Από το 1828 και μέ­χρι τα μέ­σα του 19ου αιώ­να οι Γάλ­λοι γε­ω­γρά­φοι μη­χα­νι­κοί του Dépôt de la guerre εκτε­λούν την πρώ­τη επι­στη­μο­νι­κή χαρ­το­γρά­φη­ση του νέ­ου ελ­λη­νι­κού κρά­τους επί του πε­δί­ου, σε αγ­χω­τι­κές συν­θή­κες φυ­σι­κού και αν­θρω­πο­γε­νούς πε­ρι­βάλ­λο­ντος. Ο Peytier εί­ναι το ση­μα­ντι­κό πρό­σω­πο της επι­χεί­ρη­σης, ένας καλ­λιερ­γη­μέ­νος στρα­τιω­τι­κός χαρ­το­γρά­φος, γνω­στό­τε­ρος στην Ελ­λά­δα για τα ζω­γρα­φι­κά του σχέ­δια εμπνευ­σμέ­να από την εξά­χρο­νη δύ­σκο­λη πα­ρα­μο­νή του στη χώ­ρα.

Ει­δι­κά για τους χάρ­τες της επο­χής του ’21, για τους οποί­ους το εν­δια­φέ­ρον εί­ναι αυ­ξη­μέ­νο, η σχέ­ση ομοιό­τη­τας με­τα­ξύ των ημι-επι­στη­μο­νι­κών χαρ­τών δια­φό­ρων χαρ­το­γρά­φων έχει ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία. Δη­μιουρ­γεί μια σει­ρά ερω­τη­μά­των για τον τύ­πο, βαθ­μό και τους λό­γους της ομοιό­τη­τας, στα οποία οι απα­ντή­σεις συ­νή­θως πα­ρα­κάμ­πτουν τη χαρ­το­γρα­φι­κή ανά­λυ­ση. Στην επι­στή­μη της χαρ­το­γρα­φί­ας, η συ­ζή­τη­ση πε­ρί ομοιο­τή­των (και η χαρ­το­γρα­φι­κή συ­γκρι­τι­κή) γί­νε­ται με τον δια­χω­ρι­σμό της ολό­τη­τας του χάρ­τη στα δύο θε­με­λιώ­δη συ­νι­στώ­ντα μέ­ρη του: το γε­ω­με­τρι­κό και το θε­μα­τι­κό. Ο δια­χω­ρι­σμός διευ­κο­λύ­νει την ανά­γνω­ση, ανά­λυ­ση και ερ­μη­νεία των πα­λαιών χαρ­τών, ως κα­τ’ εξο­χήν πο­λύ­πλο­κων οπτι­κών τεκ­μη­ρί­ων. Κύ­ριο στοι­χείο του γε­ω­με­τρι­κού μέ­ρους εί­ναι η ακτο­γραμ­μή, που δια­μορ­φώ­νει τη βα­σι­κή μορ­φή του χάρ­τη· τα το­πω­νύ­μια εί­ναι κα­θο­ρι­στι­κά του θε­μα­τι­κού του πε­ριε­χο­μέ­νου. Ο δια­χω­ρι­σμός διευ­κο­λύ­νει τη χαρ­το­γρα­φι­κή ανά­γνω­ση, ανά­λυ­ση και τις τυ­πο­λο­γι­κές κα­τα­τά­ξεις των χαρ­τών και φθά­νει μέ­χρι χρο­νο­λο­γή­σεις των συ­νι­στώ­ντων με­ρών τους, οι οποί­ες δεν ταυ­τί­ζο­νται πά­ντα. Για την πε­ρί­πτω­ση των ημι-επι­στη­μο­νι­κών χαρ­τών της επο­χής του ’21, η μορ­φο­λο­γι­κή πει­ρα­μα­τι­κή μας ανά­λυ­ση της ακτο­γραμ­μής πε­ριο­χής με με­γά­λα ιστο­ρι­κά συμ­φρα­ζό­με­να, όπως εί­ναι η Αρ­γο­λι­κή χερ­σό­νη­σος, έδει­ξε απρό­σμε­νες ομοιό­τη­τες και δια­φο­ρές χαρ­τών. Με εύ­λο­γες απο­κλί­σεις, η ακτο­γραμ­μή στον χάρ­τη του Weiss του 1823 προ­σο­μοιά­ζει με την ακτο­γραμ­μή των χαρ­τών του Bocage (του 1801 και 1808), η οποία εί­ναι ανό­μοια των πα­ρό­μοιων με­τα­ξύ τους χαρ­τών του Lapie (του 1822 και 1826). Αντί­θε­τα, η ακτο­γραμ­μή στον χάρ­τη του Weiss του 1829 εί­ναι πα­ρό­μοια με εκεί­νες των δύο χαρ­τών του Lapie. Η ανά­λυ­ση της Αρ­γο­λι­κής ακτο­γραμ­μής στον επι­στη­μο­νι­κό χάρ­τη Peytier/Dépôt του 1832 έδει­ξε (ανα­με­νό­με­νη) ανο­μοιό­τη­τα με την ακτο­γραμ­μή των ημι-επι­στη­μο­νι­κών χαρ­τών. Έκ­πλη­ξη απο­τε­λεί η ομοιό­τη­τά της με τον χάρ­τη του 1707 των Βε­νε­τών μη­χα­νι­κών στην Πε­λο­πόν­νη­σο ―με εξαί­ρε­ση την Ύδρα, φα­νε­ρά εκτός χαρ­το­γρα­φι­κής ύλης της βε­νε­τι­κής χαρ­το­γρά­φη­σης. Η σύ­γκρι­ση των χαρ­τών της επο­χής του ’21, ως προς τα το­πω­νύ­μια (θε­μα­τι­κή συ­νι­στώ­σα) οδη­γεί σε με­γα­λύ­τε­ρη δια­σπο­ρά απο­κλί­σε­ων με­τα­ξύ χαρ­τών, ακό­μη και των ιδί­ων χαρ­το­γρά­φων. Οι χάρ­τες, π.χ., του Weiss δια­φέ­ρουν το­πω­νυ­μι­κά όχι μό­νο με­τα­ξύ τους, αλ­λά και με τους χάρ­τες των Bocage και Lapie με τους οποί­ους προ­σο­μοιά­ζουν ακτο­γραμ­μι­κά. Για άλ­λη μια φο­ρά απο­δει­κνύ­ε­ται ότι η συ­γκρι­τι­κή με­λέ­τη των χαρ­τών απαι­τεί ιδιαί­τε­ρη τε­χνο­γνω­σία.

Οι τρεις ομαδοποιήσεις της μορφής της ακτογραμμής στους χάρτες της Αργολικής χερσονήσου. Α: Bocage (1801, 1808), Weiss (1823). Β: Lapie (1822, 1826), Weiss (1829). Γ: Βενετών (1707), Peytier (1832). Επεξεργασία: CartoGeoLab ΑΠΘ, 2021.
Οι τρεις ομαδοποιήσεις της μορφής της ακτογραμμής στους χάρτες της Αργολικής χερσονήσου. Α: Bocage (1801, 1808), Weiss (1823). Β: Lapie (1822, 1826), Weiss (1829). Γ: Βενετών (1707), Peytier (1832). Επεξεργασία: CartoGeoLab ΑΠΘ, 2021.

Από τους τρεις ση­μα­ντι­κό­τε­ρους χαρ­το­γρά­φους ημι-επι­στη­μο­νι­κών χαρ­τών της επο­χής του ’21, ο Lapie (1777-1850) εί­ναι αναμ­φί­βο­λα ο πα­ρα­γω­γι­κό­τε­ρος και πλέ­ον γνω­στός διε­θνώς για το ευ­ρύ­τα­το έρ­γο του· ακο­λου­θεί­ται από τον πα­λαιό­τε­ρο και γνω­στό­τε­ρο στην Ελ­λά­δα Bocage και από τον μάλ­λον άγνω­στο Weiss (1791-1858) ―το όνο­μα ακού­στη­κε σχε­τι­κά πρό­σφα­τα στην Ελ­λά­δα και διε­θνώς. Τον χάρ­τη της Ελ­λά­δας του Lapie του 1826 ανα­φέ­ρει ο Κα­πο­δί­στριας στον Λο­βέρ­δο για το χαρ­το­γρα­φι­κό πρό­τυ­πο που ζη­τού­σε (σε με­γα­λύ­τε­ρη κλί­μα­κα) ως μέ­ρος της γαλ­λι­κής συν­δρο­μής στο έρ­γο του. Απει­κο­νί­ζει τον χώ­ρο που θα κα­λύ­ψει τε­λι­κά το νέο ελ­λη­νι­κό κρά­τος, αλ­λά επι­πλέ­ον τη Θεσ­σα­λία και μέ­ρος της Ηπεί­ρου, σε κλί­μα­κα 1 εκ. στον χάρ­τη να αντι­στοι­χεί σε 4 χλμ. στο έδα­φος. Ο Lapie χρη­σι­μο­ποί­η­σε δε­δο­μέ­να και πλη­ρο­φο­ρί­ες από σχε­τι­κές συλ­λο­γές των δια­κε­κρι­μέ­νων στρα­τιω­τι­κών Guilleminot (πρέ­σβη στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη) και Tromelin και τους προσ­διο­ρι­σμούς γε­ω­γρα­φι­κού στίγ­μα­τος τό­πων (πλά­τος και μή­κος) των πλοιάρ­χων Gauttier και Smith. Αλ­λά και από τα­ξι­διω­τι­κά και οδοι­πο­ρι­κά κεί­με­να στον ελ­λα­δι­κό χώ­ρο των Pouqueville, Gell (1777-1836) και Dodwell (1767-1832) της πρώ­της δε­κα­ε­τί­ας του 19ου αιώ­να ―εκ­δό­θη­καν λί­γο πριν Επα­νά­στα­ση του 1821. Τον ίδιο χάρ­τη χρη­σι­μο­ποιεί και ο ση­μα­ντι­κός κλα­σι­κός φι­λό­λο­γος Müller (1797-1840) για να ανα­πτύ­ξει επί χάρ­του την πε­ρί των Δω­ριέ­ων ιστο­ρία, στα βό­ρεια τμή­μα­τα της Ελ­λά­δας, με ση­μα­ντι­κές γε­ω­γρα­φι­κές συμ­πτώ­σεις το­πο­θε­σιών όπως απει­κο­νί­ζο­νται από τον Lapie. Για τα νό­τια τμή­μα­τα ο Müller ανα­φέ­ρει τους αρ­χαιο­ελ­λη­νι­στές Gell και Dodwell χρη­σμο­ποιώ­ντας τον πα­λαιό­τε­ρο χάρ­τη του Bocage εντο­πί­ζο­ντας όμως πε­ρισ­σό­τε­ρες απο­κλί­σεις. Ο χάρ­της του Lapie, του 1826 μάλ­λον λει­τούρ­γη­σε και ως έν­δει­ξη της υπέρ των ιδε­ών του Κα­πο­δί­στρια και Λο­βέρ­δου γαλ­λι­κής γε­ω­πο­λι­τι­κής δυ­νη­τι­κό­τη­τας, την επο­χή του ’21, για πιο εκτε­τα­μέ­να βό­ρεια σύ­νο­ρα του νέ­ου ελ­λη­νι­κού κρά­τους. Ίσως τη συμ­με­ρί­στη­κε και η Ρω­σία, αλ­λά η (από την αρ­χή) αμε­τα­κί­νη­τη βρε­τα­νι­κή γε­ω­πο­λι­τι­κή θέ­ση υπέρ των συ­νό­ρων στη Στε­ρεά ήταν τό­σο ισχυ­ρή ώστε τε­λι­κά θα την ακο­λου­θή­σουν Γαλ­λία και Ρω­σία υπο­γρά­φο­ντας το πρω­τό­κολ­λο του 1830.

Ο ημι-επι­στη­μο­νι­κός χάρ­της του Weiss του 1829 εκ­δό­θη­κε στη Βιέν­νη ένα χρό­νο με­τά το Ναυα­ρί­νο και την άφι­ξη του Κα­πο­δί­στρια στην Ελ­λά­δα· εί­ναι σα­φώς ένας δια­φο­ρε­τι­κός χάρ­της από τον χει­ρό­γρα­φο του 1823. Και οι δύο απει­κο­νί­ζουν το γνω­στό ―από τις αρ­χές του 16ου αιώ­να― γε­ω­γρα­φι­κό πα­ρά­θυ­ρο των οθω­μα­νι­κών εδα­φών στην Ευ­ρώ­πη σε κλί­μα­κα 1 εκ. στον χάρ­τη να αντι­στοι­χεί σε περ. 6 χλμ. στο έδα­φος (ένα­ντι των 8 και 4 χλμ. των χαρ­τών του Lapie του 1822 και 1826). Ο αυ­στρια­κός χάρ­της του 1829 εί­ναι ακτο­γραμ­μι­κά σχε­δόν πα­νο­μοιό­τυ­πος των χαρ­τών του Lapie και εν­δε­χο­μέ­νως στό­χευε στην υπο­στή­ρι­ξη της αυ­στρια­κής γε­ω­πο­λι­τι­κής οπτι­κής για το ελ­λη­νι­κό ζή­τη­μα, την οποία συ­ζη­τού­σαν τό­τε οι ευ­ρω­παϊ­κές Δυ­νά­μεις. Άλ­λω­στε, στο κεί­με­νο που υπο­γρά­φει ως Τ το 1828, ο Tromelin ―με τις πα­λιές βρε­τα­νι­κές εμπει­ρί­ες του― ανα­φέ­ρε­ται ρη­τά στην αντι­κα­τά­στα­ση της Ρω­σί­ας από την Αυ­στρία στην τριά­δα των προ­στά­τι­δων Δυ­νά­με­ων του ελ­λη­νι­κού κρά­τους.

Ο Eugène Peytier (1793-1864) σε σχέδιο του Jouas, 1925. (Πηγή: Wikipedia Commons)
Ο Eugène Peytier (1793-1864) σε σχέδιο του Jouas, 1925. (Πηγή: Wikipedia Commons)

O Peytier, ο τρί­τος Γάλ­λος που άφη­σε το χαρ­το­γρα­φι­κό του απο­τύ­πω­μα στην επο­χή του ’21, έφθα­σε τον Μάιο 1828 και τέ­θη­κε στην υπη­ρε­σία του Κα­πο­δί­στρια για τη χαρ­το­γρά­φη­ση της χώ­ρας. Όμως, αντί να αρ­χί­σει το έρ­γο του, πε­ριο­ρί­στη­κε αμέ­σως σε τρί­μη­νη κα­ρα­ντί­να σε γαλ­λι­κά κα­ρά­βια στην Αί­γι­να λό­γω των αυ­στη­ρών μέ­τρων της κα­πο­δι­στρια­κής κυ­βέρ­νη­σης για την αντι­με­τώ­πι­ση της επι­δη­μί­ας πα­νώ­λης· ένα μή­να πριν, με εστία την Ύδρα, έπλη­ξε τα νη­σιά του Αρ­γο­σα­ρω­νι­κού και δια­δό­θη­κε στην Πε­λο­πόν­νη­σο. Τον Αύ­γου­στο, με­τά την κα­λο­και­ρι­νή ύφε­ση της επι­δη­μί­ας, ο Peytier επι­χεί­ρη­σε επί τρί­μη­νο γε­ω­δαι­τι­κές και το­πο­γρα­φι­κές ερ­γα­σί­ες πε­δί­ου· από την Κο­ριν­θία και με­τά στην Αρ­γο­λί­δα, με υπό­δει­ξη του Κα­πο­δί­στρια, αλ­λά τε­χνι­κές δυ­σκο­λί­ες και η ανα­ζω­πύ­ρω­ση της επι­δη­μί­ας δεν επέ­τρε­ψαν με­γά­λες επι­δό­σεις. Ο Peytier άρ­χι­σε να συ­νερ­γά­ζε­ται με τμή­μα της Expédition, ενώ πα­ρέ­με­νε επι­σή­μως στην υπη­ρε­σία του Κα­πο­δί­στρια. Σύ­ντο­μα εντά­χθη­κε στην επι­χεί­ρη­ση χαρ­το­γρά­φη­σης της Πε­λο­πον­νή­σου για λο­γα­ρια­σμό του Dépôt και όχι πλέ­ον της ελ­λη­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης. Εντο­λή των γαλ­λι­κών στρα­τιω­τι­κών αρ­χών ήταν η γρή­γο­ρη το­πο­γρα­φι­κή απο­τύ­πω­ση και έτσι ορ­γα­νώ­θη­κε ει­δι­κή μο­νά­δα χαρ­το­γρά­φη­σης στη στρα­τιά του Maison και η προ­μή­θεια των ανα­γκαί­ων ορ­γά­νων· ανά­με­σά τους το θε­ο­δό­λι­χο Gambey. Τον Μάρ­τιο 1829 άρ­χι­σαν οι ερ­γα­σί­ες απο­τύ­πω­σης με με­τρο­τρά­πε­ζες και τον πο­λυ­πράγ­μο­να Barthélemy επι­κε­φα­λής πέ­ντε δι­με­λών το­πο­γρα­φι­κών ομά­δων. Η κλί­μα­κα απο­τύ­πω­σης ήταν 1 εκ. στην πι­να­κί­δα να αντι­στοι­χεί σε 100 και 200 μέτ. στο έδα­φος για τις κα­τοι­κη­μέ­νες πε­ριο­χές και τα πε­ρί­χω­ρα και σε 500 μέτ. για τις υπό­λοι­πες εκτά­σεις· η ισα­πο­χή των υψο­με­τρι­κών κα­μπύ­λων ορί­στη­κε αντί­στοι­χα σε 10 και 25 μέτ. Χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν οι αστρο­νο­μι­κοί προσ­διο­ρι­σμοί των πλοιάρ­χων Gautier και Smith σε ακτές και νη­σιά και το­πο­γρα­φή­θη­καν αρ­χι­κά οι πε­ριο­χές των δια­δρο­μών με­τα­ξύ των κύ­ριων κα­τοι­κη­μέ­νων πε­ριο­χών. Ακο­λού­θη­σε η απο­τύ­πω­ση των πο­τα­μιών και η κα­τα­γρα­φή πο­λυ­θε­μα­τι­κών στα­τι­στι­κών δε­δο­μέ­νων. Τον Μάιο 1829 έγι­ναν, κυ­ρί­ως από τον Peytier, γε­ω­δαι­τι­κές ερ­γα­σί­ες τρι­γω­νι­σμού στην Αρ­γο­λί­δα και με­τά στις δύ­σκο­λες πε­ριο­χές της Αρ­κα­δί­ας και της ορει­νής Ηλεί­ας. Όμως το έρ­γο των Γάλ­λων το­πο­γρά­φων δυ­σκό­λε­ψε η εμπλο­κή του (στρα­τιω­τι­κού) προ­γράμ­μα­τος του Dépôt με εκεί­νο της Expédition. Επι­πλέ­ον, οι με­γά­λες εδα­φι­κές ανω­μα­λί­ες και η δια­σπο­ρά των Γάλ­λων το­πο­γρά­φων δεν επέ­τρε­πε την επι­χει­ρη­σια­κή αλ­λη­λο­κά­λυ­ψή τους. Σε όλες αυ­τές τις αντι­ξο­ό­τη­τες ήρ­θαν να προ­στε­θούν σο­βα­ρά προ­βλή­μα­τα υγεί­ας και οι επι­πτώ­σεις των εμ­φύ­λιων δει­νών που τα­λά­νι­ζαν τη ζωή των Ελ­λή­νων της επο­χής. Η χαρ­το­γρά­φη­ση δια­κό­πη­κε και ο θά­να­τος χτύ­πη­σε τους χαρ­το­γρά­φους απο­δε­κα­τί­ζο­ντας δύο από τις πέ­ντε ομά­δες της απο­τύ­πω­σης. Από τους οκτώ ενα­πο­μεί­να­ντες, μό­νο δύο ήταν πλέ­ον ικα­νοί για ερ­γα­σία· οι άλ­λοι σο­βα­ρά άρ­ρω­στοι ―και ο Peytier― ή ανί­κα­νοι να συ­νε­χί­σουν. Η μι­κρή ομά­δα ήταν πλέ­ον σε απο­σύν­θε­ση· ενι­σχύ­θη­κε στο τέ­λος του έτους με με­ρι­κά επι­πλέ­ον μέ­λη και η ερ­γα­σία προ­χώ­ρη­σε με με­τρή­σεις και υπο­λο­γι­σμούς. Οι εκ­πτώ­σεις από τον αρ­χι­κό προ­γραμ­μα­τι­σμό ήταν ανα­πό­φευ­κτες. Λό­γω των αρ­νη­τι­κών συν­θη­κών δό­θη­καν νέ­ες οδη­γί­ες από το Dépôt και η χαρ­το­γρά­φη­ση θα συ­νέ­χι­ζε πλέ­ον μό­νο με την απο­τύ­πω­ση κα­τά τις δια­δρο­μές με­τα­ξύ κα­τοι­κη­μέ­νων πε­ριο­χών, στο πρό­τυ­πο της αντί­στοι­χης γαλ­λι­κής επι­χεί­ρη­σης στην Ισπα­νία· τώ­ρα με τρι­γω­νι­σμό σε κά­πως κα­λύ­τε­ρες συν­θή­κες. Για την συ­ντό­μευ­ση της ερ­γα­σί­ας, η ακρι­βέ­στε­ρη αλ­λά χρο­νο­βό­ρα υψο­μέ­τρη­ση για τη χά­ρα­ξη ισο­ϋ­ψών κα­μπύ­λων αντι­κα­τα­στά­θη­κε από τον πα­λαιό τρό­πο σχε­δί­α­σης του εδα­φι­κού ανα­γλύ­φου.

Τον Ια­νουά­ριο 1830 η Expédition επέ­στρε­ψε στη Γαλ­λία έχο­ντας ολο­κλη­ρώ­σει το έρ­γο της στην Πε­λο­πόν­νη­σο. Το γαλ­λι­κό εκ­στρα­τευ­τι­κό σώ­μα πα­ρέ­μει­νε χω­ρίς πλέ­ον εμπλο­κές ρό­λων και το Dépôt επι­τά­χυ­νε τις ερ­γα­σί­ες ενι­σχύ­ο­ντας τα τμή­μα­τα χαρ­το­γρά­φη­σης. Οι απώ­λειες και αντι­κα­τα­στά­σεις προ­σω­πι­κού ήταν συ­νε­χείς το πρώ­το εξά­μη­νο του έτους. Έν­δε­κα ενερ­γοί το­πο­γρά­φοι εί­χαν βά­σεις στην Πά­τρα, Κό­ριν­θο, Επι­τά­λιο, Άρ­γος· δύο ασθε­νείς με τον Barthélemy πα­ρέ­με­ναν στο αρ­χη­γείο στη Με­θώ­νη. Ο Peytier με δύο έμπει­ρους γε­ω­γρά­φους μη­χα­νι­κούς συ­νέ­χι­ζε τον τρι­γω­νι­σμό. Τον Ιού­λιο όλα σχε­δόν τα μέ­λη της ομά­δας ήταν εμπύ­ρε­τα, με απώ­λειες έναν νε­κρό και έναν επα­να­πα­τρι­σθέ­ντα. Τραυ­μα­τι­σμοί και κα­κου­χί­ες ακο­λου­θού­σαν τις ερ­γα­σί­ες μέ­χρι το φθι­νό­πω­ρο και στο τέ­λος της χρο­νιάς οι Barthélemy και Peytier ―εί­χε ήδη ολο­κλη­ρώ­σει τον τρι­γω­νι­σμό― απο­σπά­σθη­καν στο έρ­γο της επι­τρο­πής εδα­φι­κού προσ­διο­ρι­σμού και χά­ρα­ξης των συ­νό­ρων· μα­ζί δύο αξιω­μα­τι­κοί από τη Βρε­τα­νία και Ρω­σία, οι Baker και Scalon. Τον Απρί­λιο 1831 συ­νε­χί­στη­καν οι ερ­γα­σί­ες πε­δί­ου. Σχε­δόν όλοι οι το­πο­γρά­φοι εί­χαν προ­βλή­μα­τα υγεί­ας και η πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση στη χώ­ρα χει­ρο­τέ­ρευε. Επι­θέ­σεις λη­στών, προ­κλή­σεις και απει­λές από κα­τοί­κους των πε­ριο­χών που απο­τύ­πω­ναν οι Γάλ­λοι δυ­σχέ­ραι­ναν, μέ­χρι εγκα­τά­λη­ψης, το έρ­γο τους ―ιδί­ως στις πε­ριο­χές της Μά­νης. Τον Ιού­λιο οι το­πο­γρά­φοι, με το υλι­κό του μέ­χρι τό­τε έρ­γου τους, συ­γκε­ντρώ­θη­καν στη Με­θώ­νη για να αξιο­λο­γη­θεί η κα­τά­στα­ση. Στο πε­δίο έμει­νε μό­νο ο Peytier να πε­ρι­τρέ­χει από τη μια άκρη της χώ­ρας στην άλ­λη για να συ­μπλη­ρώ­νει τρι­γω­νι­σμούς και κε­νά. Εξα­ντλη­μέ­νος επέ­στρε­ψε τό­τε στη Γαλ­λία μα­ζί με άλ­λους της ομά­δας και όλο το υλι­κό της ερ­γα­σί­ας των δύο χρό­νων, αφή­νο­ντας στη Με­θώ­νη έξι το­πο­γρά­φους και μια χώ­ρα σε ανε­ξέ­λεγ­κτη ανα­τα­ρα­χή που προ­μή­νυε νέα εμ­φύ­λια δει­νά. Στο Dépôt ο Peytier αρ­χί­ζει την επε­ξερ­γα­σία για τη σύ­ντα­ξη και πα­ρα­γω­γή του εξά­φυλ­λου (με δύο συ­νο­δά φύλ­λα) πρώ­του επι­στη­μο­νι­κού χάρ­τη της Πε­λο­πον­νή­σου. Θα εκ­δο­θεί στο Πα­ρί­σι το 1832 σε κλί­μα­κα δι­πλά­σια εκεί­νης του ημι-επι­στη­μο­νι­κού χάρ­τη του Lapie, του 1826· 1 εκ. στον χάρ­τη αντι­στοι­χού­σε τώ­ρα σε 2 χλμ. στο έδα­φος. Τον Σε­πτέμ­βριο 1831 εξε­γερ­μέ­νοι Μα­νιά­τες αντί­πα­λοι του Κα­πο­δί­στρια θα επι­τε­θούν, λε­η­λα­τή­σουν και κα­τα­λά­βουν την Κα­λα­μά­τα. Οι ενα­πο­μεί­να­ντες λί­γοι το­πο­γρά­φοι απο­μο­νώ­θη­καν στη Με­θώ­νη πε­ρι­μέ­νο­ντας ευ­και­ρί­ες για να ολο­κλη­ρώ­σουν τις απο­τυ­πώ­σεις στο ακρω­τή­ριο Ταί­να­ρο (κά­βο Μα­τα­πά) και στις δύ­σβα­τες πε­ριο­χές της Μά­νης, τις μό­νες που έμε­ναν αχαρ­το­γρά­φη­τες. Από τη στρα­τιά του Maison και του δια­δό­χου του Schneider, υπη­ρε­τού­σαν ακό­μη στην Πε­λο­πόν­νη­σο πε­ρί­που πέ­ντε χι­λιά­δες Γάλ­λοι. Τον Μάιο το­πο­θε­τή­θη­κε επι­κε­φα­λής τους ο στρα­τη­γός Guéhéneuc, ο οποί­ος διέ­τα­ξε τον προϊ­στά­με­νο των το­πο­γρά­φων Barthélemy να ανα­λά­βει στην Κα­λα­μά­τα μια «ει­δι­κή» απο­στο­λή δια­πραγ­μά­τευ­σης με τους Μα­νιά­τες, ενώ η κυ­βέρ­νη­ση του Κα­πο­δί­στρια ορ­γά­νω­νε δρά­ση ενα­ντί­ον τους. Μέ­χρι την επί­λυ­ση αυ­τής της μεί­ζο­νος εμ­φύ­λιας κρί­σης ο Barthélemy, δια­κιν­δυ­νεύ­ο­ντας τη δια­τά­ρα­ξη των σχέ­σε­ων του Κα­πο­δί­στρια με τους Γάλ­λους, πλη­σί­α­σε τους εξε­γερ­μέ­νους Μα­νιά­τες. Φαί­νε­ται ότι τό­τε εξα­σφά­λι­σε τη συ­ναί­νε­σή τους για να ολο­κλη­ρω­θεί από τέσ­σε­ρις το­πο­γρά­φους η χαρ­το­γρά­φη­ση της Μά­νης, την οποία εί­χαν απο­φύ­γει όλοι μέ­χρι τό­τε, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των Βε­νε­τών για τη σύ­ντα­ξη των χαρ­τών τους, του 1707. Η εμ­φύ­λια κρί­ση της Κα­λα­μά­τας κο­ρυ­φώ­θη­κε με τη δο­λο­φο­νία του Κα­πο­δί­στρια τον Οκτώ­βριο 1831 και τα πο­λι­τι­κά επα­κό­λου­θά της. Σε κλί­μα κα­χυ­πο­ψί­ας οι το­πο­γρά­φοι του Barthélemy απο­σύρ­θη­καν στη Με­θώ­νη προς το τέ­λος του τα­ραγ­μέ­νου έτους, για τις επε­ξερ­γα­σί­ες των απο­τυ­πώ­σε­ων, μέ­χρι τον Μάιο 1832 όταν ανα­κοι­νώ­νε­ται επί­ση­μα από το Dépôt η ολο­κλή­ρω­ση των ερ­γα­σιών στην Πε­λο­πόν­νη­σο. Η προ­σω­ρι­νή ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση ζή­τη­σε την πα­ρα­μο­νή των Γάλ­λων στρα­τιω­τι­κών και οι το­πο­γρά­φοι από αυ­τούς ερ­γά­στη­καν για την ολο­κλή­ρω­ση των απο­τυ­πώ­σε­ων πό­λε­ων και οχυ­ρών και για την προ­ε­τοι­μα­σία της χά­ρα­ξης επί του εδά­φους των συ­νό­ρων του νέ­ου κρά­τους, με επι­κε­φα­λής της οριο­θέ­τη­σης τον Barthélemy. Ήταν μια επί­πο­νη επι­χεί­ρη­ση στο αφι­λό­ξε­νο και δύ­σκο­λα προ­σπε­λά­σι­μο χιο­νο­σκε­πές ορει­νό έδα­φος της Στε­ρε­άς, κα­τά τον σκλη­ρό χει­μώ­να του 1832-1833, με στε­ρή­σεις, ασθέ­νειες και προ­κλή­σεις από τη βό­ρεια πλευ­ρά των συ­νό­ρων. Τις πα­ρε­νο­χλή­σεις της οριο­γρά­φη­σης επε­σή­μα­ναν αρ­νη­τι­κά και οι Baker και Scalon. Τον Μάρ­τιο 1833, σχε­δόν ένα μή­να με­τά την άφι­ξη του Όθω­να και των Βαυα­ρών, επέ­στρε­ψε στην Ελ­λά­δα ο Peytier με απο­στο­λή τις χαρ­το­γρα­φή­σεις στην Ατ­τι­κή, ενώ στην Άρ­τα ο Barthélemy συ­νέ­χι­ζε το γε­ω­δαι­τι­κό και το­πο­γρα­φι­κό έρ­γο της οριο­θέ­τη­σης, το οποίο δυ­σκό­λευε η οθω­μα­νι­κή πλευ­ρά και το­πι­κοί πλη­θυ­σμοί που αντι­δρού­σαν στην οριο­θέ­τη­ση. Βιαιο­πρα­γί­ες, εμπρη­σμοί, λη­στεί­ες και εξε­γέρ­σεις, ανά­γκα­σαν το γαλ­λι­κό κλι­μά­κιο να απο­συρ­θεί στην Πρέ­βε­ζα, μέ­χρι την απο­κα­τά­στα­ση της τά­ξης. Τους κα­λο­και­ρι­νούς μή­νες οι ερ­γα­σί­ες δια­κό­πη­καν και για τον κίν­δυ­νο ασθε­νειών. Ο Barthélemy και οι Γάλ­λοι το­πο­γρά­φοι επι­στρέ­φουν στη Με­θώ­νη, ο Baker στη Ζά­κυν­θο και ο Scalon στη Λα­μία. Τον Αύ­γου­στο απο­χώ­ρη­σαν και οι τε­λευ­ταί­οι Γάλ­λοι στρα­τιώ­τες από την Ελ­λά­δα, αφή­νο­ντας πί­σω λί­γους το­πο­γρά­φους τους, οι οποί­οι θα συ­νέ­χι­ζαν το έρ­γο της οριο­γρά­φη­σης και χαρ­το­γρά­φη­σης στη βό­ρεια Στε­ρεά. Ο Peytier ερ­γά­ζε­ται στην Ατ­τι­κή, αντι­με­τω­πί­ζο­ντας και αυ­τός ακραία εχθρό­τη­τα με κίν­δυ­νο της ζω­ής του. Οι επί­τρο­ποι της χαρ­το­γρά­φη­σης στην Άρ­τα έψα­χναν τρό­πους αντι­με­τώ­πι­σης της βί­αι­ης αντί­δρα­σης των το­πι­κών πλη­θυ­σμών (και των Κλε­φτών στην άλ­λη πλευ­ρά των συ­νό­ρων). Ο Baker πρό­τει­νε τη βο­ή­θεια των Βαυα­ρών, που απέ­κλειε ο Barthélemy ζη­τώ­ντας να συ­νο­δεύ­ο­νται οι Γάλ­λοι χαρ­το­γρά­φοι στο έρ­γο τους από Έλ­λη­νες και Οθω­μα­νούς επι­τρό­πους με αντί­στοι­χη φρού­ρη­ση. Η οθω­μα­νι­κή πλευ­ρά αρ­νή­θη­κε συμ­με­το­χή, ενώ από ελ­λη­νι­κής πλευ­ράς υπήρ­ξε αντα­πό­κρι­ση ―συμ­με­τεί­χε ο Γιαν­νά­κης Στάϊ­κος, έμπι­στος του Κω­λέτ­τη, γνώ­στη των πε­ρί των χαρ­τών. Με­τά από σχε­δόν έναν άγο­νο χρό­νο, χω­ρίς την ολο­κλή­ρω­ση του τρι­γω­νι­σμού στο με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των συ­νό­ρων και χω­ρίς τις εν­δε­δειγ­μέ­νες απο­τυ­πώ­σεις, η επι­τρο­πή οριο­θέ­τη­σης συ­γκε­ντρώ­θη­κε τον Ιού­λιο 1834 στο Άρ­γος. Με το όποιο υλι­κό έχει κα­τορ­θώ­σει να συ­γκε­ντρώ­σει συ­νέ­τα­ξε χάρ­τη των πρώ­των συ­νό­ρων της Ελ­λά­δας σε δύο φύλ­λα. Κά­ποιες σκέ­ψεις για επι­στρο­φή των το­πο­γρά­φων τον Σε­πτέμ­βριο στη βό­ρειο Στε­ρεά, προ­κει­μέ­νου να ολο­κλη­ρώ­σουν το έρ­γο της οριο­γρά­φη­σης, απορ­ρί­φθη­καν ως ανέ­φι­κτες από την εξα­ντλη­μέ­νη και εύ­λο­γα αγα­να­κτι­σμέ­νη επι­τρο­πή, δη­λώ­νο­ντας ότι qu’elle n’en voyait pas l’utilité; que sa carte, bonne ou mauvaise, était prête et qu’elle considérait sa mission comme remplie.

Ο τίτλος του πρώτου επιστημονικού χάρτη του ελλαδικού χώρου. Χάρτης της Πελοποννήσου του Peytier/Dépôt (1832). Πηγή: Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ.
Ο τίτλος του πρώτου επιστημονικού χάρτη του ελλαδικού χώρου. Χάρτης της Πελοποννήσου του Peytier/Dépôt (1832). Πηγή: Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ.

Πα­ρό­λα όσα συ­νέ­βαι­ναν με τη χαρ­το­γρά­φη­ση της χώ­ρας και των συ­νό­ρων της, σε ένα άλ­λο σύ­μπαν από εκεί­νο που σχε­δί­α­ζε ο Κα­πο­δί­στριας λί­γα χρό­νια πριν, ο Όθων ζή­τη­σε από τους Γάλ­λους να ολο­κλη­ρώ­σουν τον χάρ­τη της Ελ­λά­δας, ανα­λαμ­βά­νο­ντας η χώ­ρα το μι­σθο­λο­γι­κό κό­στος. Οι Γάλ­λοι δέ­χτη­καν, ζη­τώ­ντας εγ­γύ­η­ση προ­στα­σί­ας των έξι το­πο­γρά­φων τους και του επι­κε­φα­λής τους, που θα ερ­γά­ζο­νταν επί τε­τρα­ε­τία απο­τυ­πώ­νο­ντας τη Στε­ρεά και Εύ­βοια, ώστε να ολο­κλη­ρω­θεί ο πρώ­τος επι­στη­μο­νι­κός χάρ­της της χώ­ρας. Ο Peytier επέ­στρε­ψε στο Πα­ρί­σι τον Μάρ­τιο του 1836 συ­μπλη­ρώ­νο­ντας έξι χρό­νια επι­κίν­δυ­νης πα­ρα­μο­νής στα βου­νά της Ελ­λά­δας, στην αφι­λό­ξε­νη για τη χαρ­το­γρα­φία χώ­ρα. Από τους συ­νο­λι­κά δε­κα­ο­κτώ Γάλ­λους που το­πο­γρά­φη­σαν την Πε­λο­πόν­νη­σο τρεις πέ­θα­ναν στο πε­δίο και δέ­κα απο­σύρ­θη­καν λό­γω σο­βα­ρής βλά­βης της υγεί­ας τους. Δεν έγρα­ψε λοι­πόν τυ­χαία ο Peytier ότι: C’est la géodésie qui me ruine la santé et je n’en veux plus faire en pays de montagne, à quelque prix que ce soit, ενώ σε ένα συ­νο­πτι­κό χει­ρό­γρα­φο που άρ­χι­σε να γρά­φει από το 1837 μέ­χρι τον Μάρ­τιο 1838, κα­τέ­γρα­ψε τη φυ­σι­κή και αν­θρω­πο­γε­νή κα­τά­στα­ση στην Ελ­λά­δα των 17-20 κα­τοί­κων ανά τετρ. χλμ., όπως τη γνώ­ρι­σε, προ­σέ­λα­βε, χαρ­το­γρά­φη­σε και ζω­γρά­φι­σε. Με­τά τους Bocage και Lapie, o Peytier απο­τε­λεί το τρί­το γαλ­λι­κό όνο­μα με ση­μα­ντι­κό χαρ­το­γρα­φι­κό απο­τύ­πω­μα στην Ελ­λά­δα.

Εί­κο­σι χρό­νια με­τά τον επι­στη­μο­νι­κό χάρ­τη της Πε­λο­πον­νή­σου του 1832 ακο­λού­θη­σε στην ίδια κλί­μα­κα η έκ­δο­ση στο Πα­ρί­σι το 1852 του ει­κο­σά­φυλ­λου χάρ­τη όλης της τό­τε χώ­ρας, που θα έχει τη δι­κή του ιστο­ρία. Και οι δύο χάρ­τες πα­ρέ­μει­ναν στο Πα­ρί­σι ως ιδιο­κτη­σία του Dépôt και όχι του νέ­ου κρά­τους, όπως εί­χε σχε­διά­σει ο Κα­πο­δί­στριας. Η απει­κό­νι­ση στο Άρ­γος, το 1834, των πρώ­των συ­νό­ρων του νέ­ου κρά­τους ―γε­ω­δαι­τι­κά και το­πο­γρα­φι­κά ατεκ­μη­ρί­ω­των― εκ­δό­θη­κε ως δί­φυλ­λο χαρ­το­γρά­φη­μα στο Λον­δί­νο στο τυ­πο­γρα­φείο της βρε­τα­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης (χω­ρίς ανα­γρα­φή κλί­μα­κας) και όχι ως επι­στη­μο­νι­κός χάρ­της, όπως θα έπρε­πε να εί­χε γί­νει. Δυ­στυ­χώς δεν το επέ­τρε­ψε η εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κή κα­τά­στα­ση της χώ­ρας, η πα­ρα­δο­σια­κή οθω­μα­νι­κή πα­ρέκ­κλι­ση από οτι­δή­πο­τε μπο­ρού­σε να προσ­διο­ρί­σει κά­ποια συμ­φω­νία της ευ­ρω­παϊ­κής δι­πλω­μα­τί­ας, αλ­λά και η δια­χρο­νι­κή απέ­χθεια των Ελ­λή­νων στην τεκ­μη­ρί­ω­ση της γης τους· μα­ζί με την ένο­πλη βία ορ­γα­νω­μέ­νων ομά­δων εκτός και εντός συ­νό­ρων. Η χαρ­το­γρά­φη­ση της χώ­ρας ατύ­χη­σε από την αρ­χή, με­τα­ξύ επι­δη­μιών, εμ­φυ­λί­ων, θα­νά­των, λη­στειών, κα­κου­χιών, μη­χα­νορ­ρα­φιών και άλ­λων δει­νών.

Από όλα όσα εξι­στο­ρού­νται εδώ, άλ­λα πε­ρισ­σό­τε­ρο και άλ­λα λι­γό­τε­ρο γνω­στά, αρ­χί­ζει ήδη να δια­φαί­νε­ται, νο­μί­ζω, ότι οι χάρ­τες από την αρ­χή του νέ­ου κρά­τους ως κα­τά­δε­σμοι ―απει­λη­τι­κώς πλα­νό­με­νοι ή υπο­χθο­νί­ως κρυ­πτό­με­νοι― ακύ­ρω­ναν τις όποιες προ­σπά­θειες για τη συ­γκρό­τη­ση ενός πλή­ρως ευ­ρω­παϊ­κού κρά­τους, χω­ρίς αστε­ρί­σκους, εκ­κρε­μό­τη­τες και ιδιαι­τε­ρό­τη­τες σχε­τι­κά με την τεκ­μη­ρί­ω­ση και διευ­θέ­τη­ση του ζη­τή­μα­τος των γαιών, μέ­χρι σή­με­ρα. Το σχέ­διο για τη δη­μιουρ­γία ενός ευ­ρω­παϊ­κού νέ­ου κρά­τους δεν θα μπο­ρού­σε πο­τέ να ολο­κλη­ρω­θεί χω­ρίς τη χω­ρι­κή τεκ­μη­ρί­ω­ση και χαρ­το­γρά­φη­ση των γαιών του.

Τα χαρτογραφήματα της επεισοδιακής χάραξης της πρώτης συνοριογραμμής του νέου ελληνικού κράτους σε δύο φύλλα, όπως συντάχθηκαν στο Άργος του 1834, με ελλιπείς γεωδαιτικές και τοπογραφικές εργασίες. Πηγή: www.maproom.org.
Τα χαρτογραφήματα της επεισοδιακής χάραξης της πρώτης συνοριογραμμής του νέου ελληνικού κράτους σε δύο φύλλα, όπως συντάχθηκαν στο Άργος του 1834, με ελλιπείς γεωδαιτικές και τοπογραφικές εργασίες. Πηγή: www.maproom.org.


Χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν ως βι­βλιο­γρα­φία:

Ε. Λι­βιε­ρά­τος. Χαρ­το­γρα­φι­κές Πε­ρι­πέ­τειες της Ελ­λά­δας 1821-1919. Αθή­να, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, 2009. ISBN 978-960-201-194-2.
H. Berthaut. Les Ingénieurs Géographes Militaires 1624-1831. Paris, Service Géographique de l’Armée, 1902. Πη­γή: Gallica-BnF.
S. A. Papadopoulos. ‘Capitaine Peytier: Mémoire sur la Grèce’. Ερα­νι­στής, 51[-52], Ιούν.-Αύγ. 1971, 121-164.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: