Η λανθασμένη αντίληψη περί μιας μικρότερης έκτασης Οικουμένης, από ότι ήταν στην πραγματικότητα (τη συναντάμε δεκαοκτώ αιώνες αργότερα και στην ωκεάνια περιπέτεια του Κολόμβου στα δυτικά) ίσως να έφερε την αντίδραση του μακεδονικού στρατεύματος να αρνηθεί την πορεία ανατολικά στο άγνωστο, πέραν του Ινδού ποταμού, προς τον “αόρατο” Ωκεανό στην Ανατολή…
4.
Όπως φαίνεται από τα παράπλευρα των πολεμικών αποτελέσματα, η Εκστρατεία του Αλέξανδρου, ήταν κατάλληλα προετοιμασμένη, εκτός των στρατιωτικών, (και) για τη συλλογή χαρτογραφικού τύπου δεδομένων: πολυθεματικά γεωμετρικά, φυσικά και ανθρωπογενή στοιχεία κατανεμημένα κατά σημεία, γραμμές, επιφάνειες και όγκους. Προϋπάρχουσες γεωγραφικές θεωρίες, περί του σχήματος και του μεγέθους της γης, θα ελεγχθούν και θα βελτιωθούν από τη χρήση ποιοτικών, ποσοτικών και αριθμητικών γεωγραφικού τύπου παρατηρήσεων και από μετρήσεις γεωμετρικών μεγεθών στην ξηρά και τη θάλασσα. Θα αναδειχτεί έτσι το παράλληλο, του στρατιωτικού, διεπιστημονικό κεφάλαιο της Εκστρατείας ως πρότυπο, το οποίο ακολουθεί είκοσι αιώνες αργότερα ο Ναπολέων, μέγας θαυμαστής του Αλεξάνδρου ―και της χαρτογραφίας―, στην Expédition της Αιγύπτου το τέλος του 18ου αιώνα. Το ίδιο πρότυπο θα ακολουθήσουν αργότερα οι Γάλλοι, ακαδημαϊκοί και στρατιωτικοί απεσταλμένοι, στην Πελοπόννησο την τρίτη και τέταρτη δεκαετία του 19ου αιώνα (Χάρτης #26, Χάρτης #28).
Όμως, όπως ήταν φυσικό, η συλλογή αυτών των δεδομένων (ως προς τις ιδιότητες και την αξιοπιστία τους) ακολουθούσε τις απαιτήσεις και τις αυξανόμενες και ασύμμετρες δυσκολίες του στρατιωτικού και πολιτικού σκέλους της Εκστρατείας. Η συλλογή των δεδομένων χαρτογραφικού ενδιαφέροντος δεν θα ήταν δυνατόν να αποτελέσει τότε τη βάση μιας συστηματικής χαρτογράφησης, δημιουργώντας νέες θεωρητικές γνώσεις χαρτογραφικής απεικονιστικής. Όταν μάλιστα τα σχέδια του Αλέξανδρου δεν ευδοκίμησαν, για την ανατολική έξοδο στον Ωκεανό, επέστρεψε στη Βαβυλώνα από τρεις δρόμους: έναν θαλάσσιο-παράκτιο (ο περίπλους του Νεάρχου), έναν νότιο υποστηρικτικό του περίπλου και έναν βόρειο.
Τα δεδομένα πεδίου που συλλέχθηκαν κάλυπταν έναν ευρύ μεν γεωγραφικό χώρο μεταξύ του Αιγαίου, της μεγάλης Ταυρικής οροσειράς με τις Κάσπιες Πύλες, του Ινδού ποταμού και του Ινδικού ωκεανού, ο οποίος τότε θεωρείτο ως το “άνοιγμα” της Ερυθράς θάλασσας προς τα νότια. Δεν κάλυψαν όμως την έκταση μέχρι το ανατολικό όριο του Ωκεανού, όπως ήταν το απώτερο όραμα του Αλέξανδρου και έχουν δείξει με επιμέλεια οι John Harley, 1932-1991 και David Woodward, 1942-2004, βασιζόμενοι σε συναφές και πλούσιο υλικό της σημαντικής ελληνίστριας Germaine Aujac, 1923- .
Αυτά τα δεδομένα, με όποιον τρόπο και σε όποια έκταση συλλέχθηκαν, χρησιμοποιήθηκαν για την αμέσως μετά ανάπτυξη της μεθόδου επιβεβαίωσης της θεωρίας με μετρήσεις. Χαρακτηριστική της συμβολής των Ελλήνων, η μέθοδος θα αποτελέσει το κύριο χαρακτηριστικό των χαρτογραφικών διαδικασιών του επόμενου 3ου αιώνα π.Χ., σε ένα εντατικό εργαστηριακό “περιβάλλον βιβλιοθήκης”, όπως αυτό της Αλεξάνδρειας. Εκεί όπου εξειδικευμένοι βιβλιοθηκονόμοι ―λόγιοι, επιστήμονες και συνδυασμοί τους― συγκεντρώνουν τα υπάρχοντα χειρόγραφα, τα καταλογογραφούν, τα αντιγράφουν και μερικές φορές τα επικαιροποιούν, ακόμα και “συμπληρώνουν”. Σε αυτό άλλωστε το περιβάλλον είναι αναμενόμενο να μεταφέρθηκαν δεδομένα και επεξεργασίες σύγχρονων και μεταγενέστερων της Εκστρατείας χρόνων, για να ενσωματωθούν σε ένα σύνολο, μαζί με άλλα δεδομένα άλλων περιοχών της τότε γνωστής Οικουμένης, των τριών παλαιών ηπείρων, της Ευρώπης, της Ασίας και της Κίνας.
Το θέμα των διορθώσεων, της επικαιροποίησης, των αλλοιώσεων ή άλλων “επεμβάσεων”, τα οποία έγιναν στις βιβλιοθήκες, σε δεδομένα που συλλέχθηκαν και καταγράφηκαν στο πεδίο είναι κάτι που πρέπει να συνυπολογιστεί στην ολοκληρωμένη συζήτηση περί της μεταφοράς των χαρτογραφικών πληροφοριών σε ενιαίο απεικονιστικό περιβάλλον.
5.
Ο 4ος αιώνας π.Χ., στο μέσον του οποίου ζει και δρα ο Αλέξανδρος, παρουσιάζει σημαντικά ονόματα, που συμβάλουν στην εξέλιξη της χαρτογραφίας και της απεικονιστικής της. Ανάμεσά τους οι Εύδοξος, 407-355 π.Χ και Αριστοτέλης, καθώς και οι σύγχρονοι ναυσιπλόοι Πυθέας, 380-310 π.Χ. και Νέαρχος, 360-300 π.Χ. Όλοι δημιουργούν σημαντικό θεωρητικό και εμπειρικό έργο, βασικό για τις μετέπειτα προόδους της χαρτογραφίας. Ιδιαίτερα ο Πυθέας, με τους περίπλους του από τη Μασσαλία στις εκτός των Ηρακλείων Στηλών βόρειες ακτές του Ωκεανού, πραγματοποιεί στο δυτικό άκρο της τότε Οικουμένης αυτό που δεν κατορθώνει να ολοκληρώσει ο Αλέξανδρος στο ανατολικό, πέραν του Ινδού.
Είναι αξιοσημείωτη η χρονική σύμπτωση του περίπλου του Πυθέα προς τα βορειοδυτικά άκρα της Οικουμένης με τους γεωγραφικούς σχεδιασμούς του Αλέξανδρου στα ανατολικά. Βρίσκονται στην ίδια λογική, της συλλογής δεδομένων πεδίου, ποσοτικού και αριθμητικού τύπου, προς επιβεβαίωση και βελτίωση των θεωρητικών γεωγραφικών προτύπων που είχαν ήδη αναπτυχθεί. Αυτή η σύμπτωση οδήγησε μερικούς σύγχρονους μελετητές σε επεξεργασμένες σκέψεις για πιθανή ένταξη των πλόων του Πυθέα σε οργανωμένους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς συμβατούς με το παγκόσμιο όραμα του Αλέξανδρου, κατά την ενδιαφέρουσα μελέτη του Roger Dion, 1896-1981.
O Στράβων, 64 π.Χ.-24 μ.Χ., ως “λόγιος”, ήταν γενικά καχύποπτος έως αρνητικός στην ποσοτική και αριθμητική προσέγγιση της Ελληνιστικής χαρτογραφίας. Αμφισβητεί την αξιοπιστία των περιγραφών του Πυθέα, σε αντίθεση με τους “επιστήμονες” Δικαίαρχο, 375/350-285 π.Χ, Ερατοσθένη, 276-194 π.Χ. και Ίππαρχο, 190-120 π.Χ. ― σύνηθες άλλωστε αυτό, ανά τους αιώνες… Όμως σύγχρονοι μελετητές της χαρτογραφίας, όπως ο Roberto Almagià, 1884-1962 (με αναφορά μάλιστα στο σχετικό έργο του Κωνσταντίνου Σφυρή, το 1917) αποδίδουν, με αποδεικτικό τρόπο, ιδιαίτερη αξία στο έργο και τα δεδομένα του Μασσαλιώτη ναυσιπλόου, επιβεβαιώνοντας τους Ερατοσθένη και Ίππαρχο.
Ο Δικαίαρχος ―μαθητής και αυτός του Αριστοτέλη― ορίζει το ορθογώνιο σύστημα αναφοράς της γεωγραφικής θέσης των τόπων, βάζοντας χωρική τάξη στην περιγραφή της γνωστής Οικουμένης (το περίφημο ελληνικό γράφειν την γην λόγου και εικόνας). Κάθε τόπος προσδιορίζεται στην επιφάνεια της γης με την απόστασή του από δύο νοητούς άξονες ορθογώνια τεμνόμενους στη Ρόδο: Ο ένας απέχει 36 μοίρες από τον Ισημερινό της υδρογείου και ονομάζεται Διάφραγμα: ο γεωγραφικός παράλληλος της Ρόδου και των Ηράκλειων Στηλών, στο δυτικό άκρο της Μεσογείου· ο άλλος, ονομαζόμενος Κάθετος ―ένας πρώιμος “κεντρικός” γεωγραφικός μεσημβρινός―, τέμνει ορθογώνια το Διάφραγμα.
Με βάση τα επίπεδα ακριβείας των μετρητικών δυνατοτήτων του 4ου αιώνα π.Χ. ο Δικαίαρχος τοποθετούσε τη νοητή διέλευση της Καθέτου όχι μόνο από τη Ρόδο, αλλά και από την Αλεξάνδρεια προς Νότο και από τη Λυσιμάχεια προς Βορρά κοντά στη Βυζαντίδα παλιά αποικία των Μεγαρέων ― όπου μετέπειτα η Κωνσταντινούπολη. Ταξιθετεί τους γνωστούς τότε τόπους στο σύστημα των αξόνων Διαφράγματος–Καθέτου με βάση τις αποστάσεις τους από αυτούς, δηλαδή τις αποστάσεις από τη Ρόδο κατά Ανατολή–Δύση και Βορρά–Νότο.
Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει παρά μόνο με την επεξεργασία διαθέσιμων δεδομένων μετρήσεων: από αστρονομικές παρατηρήσεις με τον Γνώμονα, βασικό και ευρύτατα διαδεδομένο σκιοθηρικό όργανο της αρχαιότητας και από τις αποστάσεις και προσανατολισμένες διευθύνσεις μεταξύ των τόπων, τις οποίες παρείχαν οι εξειδικευμένοι βηματιστές και ημεροδρόμοι
(βλ. εδώ και εδώ), οι τοπογράφοι της εποχής· τους συναντάμε συχνά στη μετέπειτα ιστορική εξέλιξη της χαρτογραφίας, όπως τους είχαμε πρωτοσυναντήσει και στο ομώνυμο επιφανές σώμα του στρατεύματος του Αλέξανδρου. Δηµιουργείται έτσι, ήδη από τον Δικαίαρχο, ή έννοια της οργανωµένης ταξιθέτησης τόπων, ως προς ορισµένη γεωµετρική–γεωγραφική αναφορά (αυτό που ονοµάζουµε σήµερα γεωαναφορά). Τη µέθοδο αυτή της συστηµατικής ταξιθέτησης των τόπων της γνωστής Οικουµένης θα επεκτείνουν ο Ερατοσθένης και (αργότερα) ο Ίππαρχος δηµιουργώντας έτσι το σύστηµα της γεωαναφοράς, µε βάση τους ορθογώνια τεµνόµενους µεσηµβρινούς και παράλληλους της γήινης σφαίρας.
Σπουδαίο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία της συλλογής γεωµετρικών δεδοµένων και της ταξιθέτησής τους φαίνεται ότι έπαιξαν µετά την Εκστρατεία του Αλέξανδρου ―το δεύτερο µισό του 4ου αιώνα π.Χ. ― πολλοί “Ανώνυµοι”. Ήταν σχετικοί µε το αντικείµενο και είτε συµµετείχαν στην Εκστρατεία των Μακεδόνων και των συµµάχων τους στην Ασία, είτε την συνάντησαν στα µέρη τους, είτε διδάχθηκαν από αυτήν. Οι “Ανώνυµοι” που συνέβαλαν ―πολλαπλασιαζόµενοι― στην πρόοδο της χαρτογραφίας και των συναφών της, γύρω από την περίοδο της Εκστρατείας, βρέθηκαν διασκορπισµένοι στα διάφορα ελληνιστικά επιστηµονικά κέντρα της εποχής και στη φιλόξενη για τα γράµµατα και τις επιστήµες Αλεξάνδρεια των τριών πρώτων Πτολεµαίων: του Σωτήρος, 367-282 π.Χ., του Φιλάδελφου, 309-246 π.Χ. και του Ευεργέτου, 284-222 π.Χ., στην οποία δεν πρέπει να ξεχνιέται και η παρουσία του Ευκλείδη, 350-270 π.Χ.
6.
Το πεδίο είναι πλέον εύφορο για τους σπουδαίους της χαρτογραφίας του επόµενου 3ου αιώνα π.Χ., του γεωµέτρη των κωνικών τοµών Απολλώνιου, ~265-190 π.Χ., συνεργάτη τωνµαθητών του Ευκλείδη στην Αλεξάνδρεια, του Ερατοσθένη, 276-194 π.Χ. (εισηγητή ανάµεσα στα άλλα και της λέξης γεωγραφία), µετακλητού από την Αθήνα από τον τρίτο Πτολεµαίο ―τον Ευεργέτη―, τον σπουδαίο σφαιροποιό (βλ. Χάρτης #65) και κοσµογράφο Κράτη, ~220-140 π.Χ., στην Πέργαµο, ανταγωνίστρια της Αλεξάνδρειας και βέβαια τον Αρχιµήδη, 287-212 π.Χ., στη Σικελία, “συνοµιλητή” του Ερατοσθένη.
Στην άνθιση της νέας εποχής στην Αλεξάνδρεια συνυπάρχουν η σύνθεση θεωρίας και πράξης, η διεπιστηµονικότητα, πολυθεµατικότητα, η εµπειρική έρευνα, η κινητικότητα των γνώσεων που, για πρώτη φορά στην Ιστορία, χαρακτήριζε το µορφωτικό σκέλος της Εκστρατείας του Αλεξάνδρου, παράλληλο του πολύ γνωστότερου στρατιωτικού. Τότε συντάσσει ο Ερατοσθένης τον χάρτη του, επιµήκη και µε σύστηµα αναφοράς της ταξιθέτησης των γνωστών τόπων της τότε Οικουµένης, εκείνο του Δικαίαρχος. Τον 2ο αιώνα π.Χ. ο Ίππαρχος ολοκληρώνει στη Ρόδο τη µεγάλη περίοδο της χαρτογραφικής µεταρρυθµιστικής εποχής που άνοιξε η Εκστρατεία. Συντάσσει και αυτός χάρτη µε καινοτοµίες στο σύστηµα αναφοράς της ταξιθέτησης των τόπων.