Ένα τραγούδι με νόημα

Ένα τραγούδι με νόημα

Κάποια πράγματα δεν λέγονται με λόγια, σκέφτηκε ο Ιμπν αλ Μασούρ εκείνο το πρωινό του Αυγούστου, όταν άνοιξε τα παραθυρόφυλλα κι άφησε το ζεματιστό φως να πλημμυρίσει το δωμάτιο. Αυτή ήταν μια απλή σκέψη, που όμως τον προβλημάτισε για πολλή ώρα- μάλιστα την επανέλαβε αρκετές φορές καθώς πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι, μέχρι ν’ αποφασίσει να καθίσει στο γραφείο του. Κάποια πράγματα δεν λέγονται με λόγια: η σπονδυλική του στήλη, το νευρικό του σύστημα, οι φλέβες του, ένιωσε να τον πονούν.[1]
Το κεφάλι του γέμισε από συνειρμούς. Σκέφτηκε τη μακρόχρονη μελαγχολική παράδοση που ξεκινά από τον Σατομπριάν[2] και τον Αλφρέ ντε Μισέ,[3] περνά από τον Ζεράρ ντε Νερβάλ[4] και τον Σταντάλ,[5] για να φτάσει έως τη σύγχρονή του αραβική ποίηση.
Αμέσως μετά, σκέφτηκε τους Δρούζους[6], ιδιαίτερα αυτούς που κατοικούσαν στη νότια Δαμασκό. Σκέφτηκε την πίστη τους στο «θεϊκό κάλεσμα», τη βεβαιότητά τους σχετικά με την ύπαρξη ενός Θεού που έχει, μάλιστα, ανεπτυγμένο αίσθημα δικαιοσύνης.
Μετά την ανατροπή του Άσαντ, οι Δρούζοι που ζούσαν στα νότια και νοτιοδυτικά, οι Κούρδοι που έλεγχαν τις περιοχές στα βορειοανατολικά, οι Aλαουίτες που βρίσκονταν δυτικά, κοντά στις ακτές της ανατολικής Μεσογείου,[7] οι Κούρδοι και οι Ισραηλινοί, οι Τούρκοι, οι Bεδουίνοι[8] και κάποιοι τζιχαντιστές – απομεινάρια του «ισλαμικού κράτους/ISIS», όλοι διεκδικούσαν το μέλλον της Συρίας.
«Ο Θεός», έλεγαν όλοι αυτοί, «είναι με το μέρος μας».
Όμως, με ποιανών το μέρος ήταν ο περίφημος Θεός τους;
Και τι σόι Θεός ήταν αυτός, που είχε προτίμηση σε κάποιους «εκλεκτούς»; Τι ψευδαίσθηση!


ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ τα χαράματα, στους πρόποδες ενός λόφου στη Μπούσρα Ας Σαμ, θα γινόταν ο ετήσιος αγώνας δρόμου. Μήνες περιμένουν οι Βεδουίνοι κάθε χρόνο αυτόν τον αγώνα: μέρες πριν έχουν μαζευτεί σε ένα απάνεμο υπαίθριο πάρκινγκ και περιμένουν στα φορτηγάκια τους να δουν τους ταχύτερους αναβάτες καμήλας από όλες τις φυλές. Εδώ, στην αρχή μιας βαθειάς κοιλάδας, σε ένα εξαιρετικά απομονωμένο σημείο, χιλιάδες Βεδουίνοι από δεκάδες φυλές πίνουν τσάι μέχρι αργά το βράδυ και σιγοτραγουδούν ένα τραγούδι, το ίδιο τραγούδι εδώ και αιώνες. Ο Ιμπν αλ Μασούρ ήθελε οπωσδήποτε να ακούσει αυτό το τραγούδι.
Αφού λοιπόν οδήγησε το τζιπ του δύο ώρες στους ελικωτούς δρόμους και στους ανώμαλους χωματόδρομους, μέχρι τη Μπούσρα Ας Σαμ, λίγο πριν από τα σύνορα με την Ιορδανία, βρήκε μια καβάντζα και άπλωσε τα σκεπάσματά του για να κατασκηνώσει στην παγωμένη έρημο. Ολόγυρα το τοπίο ήταν γεμάτο από τουριστικά πούλμαν. Οι δρομάδες καμήλες ήταν σταυλισμένες δυο λόφους πιο πέρα.
Κάποια στιγμή ένιωσε ένα χέρι να τον χτυπά ελαφρά στον ώμο. Τινάχτηκε. Ήταν ένας νεαρός με σμιχτά φρύδια και μαντήλα στο κεφάλι. Ήταν, είπε, εκπρόσωπος της φυλής Ταραμπίν και του πρότεινε να πιει τσάι μαζί τους. Δέχτηκε.
Καθώς έπινε τσάι με όλα αυτά τα εικοσάχρονα αγόρια, ο ποιητής ρώτησε τον νεαρό εάν στον αγώνα συμμετείχαν Δρούζοι. «Φυσικά και όχι!» απάντησε εκείνος. Ο Ιμπν αλ Μασούρ τον κοίταξε με απορία.



ΞΗΜΕΡΩΣΕ ΓΡΗΓΟΡΑ. Λίγο πριν από την ανατολή του ήλιου ο επικεφαλής χτύπησε ένα μεταλλικό τηγάνι για να ξυπνήσουν οι δρομείς. Οι καμήλες ήπιαν νερό και μπήκαν στη γραμμή εκκίνησης. Το σήμα εκκίνησης δόθηκε. Οι τουρίστες διαγκωνίζονταν ποιος θα πρωτοδεί.
Τα πρώτα τριάντα λεπτά του αγώνα πέρασαν μέσα σε μια καταιγίδα ενθουσιασμού, κινδύνου και σκόνης, μέχρι τη στιγμή όπου η ταχύτερη καμήλα πέρασε τη γραμμή τερματισμού. Οι άνθρωποι της φυλής που κέρδισε άρχισαν να ζητωκραυγάζουν, να αγκαλιάζονται και να επαινούν τον νικητή. Οι ξεναγοί των γκρουπ φώναζαν σαν υστερικοί και τα πούλμαν είχαν ήδη βάλει μπρος τις μηχανές τους για αναχώρηση, όμως οι τουρίστες συνέχιζαν να τραβούν φωτογραφίες με τα κινητά, ακόμη και την τελευταία στιγμή προτού επιβιβαστούν.
Ο νεαρός εκπρόσωπος της φυλής Ταραμπίν στράφηκε, εντόπισε τον Ιμπν αλ Μασούρ ανάμεσα στους θεατές και του έκλεισε το μάτι: ήταν η δική του καμήλα που είχε νικήσει. Είχε, λέει, χρησιμοποιήσει τηλεκατευθυνόμενο ρομπότ που ενεργοποιούσε το μαστίγιο στον ρυθμό που εκείνος ήθελε. Και η καμήλα η δική του είχε την καλύτερη τηλεκατεύθυνση.
Οι τουρίστες είχαν μείνει με την απορία, πώς έτρεχε η καμήλα μόνη της. Και, κυρίως, πώς δέχονταν οι γεροντότεροι να παραβιάζεται έτσι η παράδοση αιώνων. Οι νεότεροι, πάλι, δεν φαίνονταν να έχουν το παραμικρό πρόβλημα: οι καμήλες τους συναγωνίζονταν η μια την άλλη με αυτόν τον τηλεκατευθυνόμενο τρόπο. Ο Ιμπν αλ Μασούρ ξεδιάκρινε έναν γέρο Βεδουίνο που καθόταν σε μια γωνιά και τον άκουσε να μουρμουρίζει το τραγούδι του νικητή. Τα λόγια ήταν δυσδιάκριτα, γιατί του ανθρώπου του έλειπαν σχεδόν όλα τα δόντια του. Μέσα στη φασαρία και την οχλοβοή, ο ποιητής πλησίασε τον γέρο και έσκυψε πολύ κοντά στο στόμα του, για να καταλάβει τους στίχους. Δεν ήθελε να βυθιστεί στις σκέψεις του, ήθελε να εστιάσει στους στίχους του τραγουδιού. Κάτι έλεγαν οι στίχοι για την ανιψιά του Προφήτη, την Ουμ Χαράμ. «Αγκαλιά η νύχτα θέλει», έλεγαν οι στίχοι, και μετά η φωνή του γέροντα πνίγηκε μέσα στον θόρυβο.

ΤΟΤΕ Ο ΙΜΠΝ ΑΛ ΜΑΣΟΥΡ ανασήκωσε το κεφάλι του και είδε τον ήλιο να δύει, κατακόκκινος.
Αναλογίστηκε τον Άνθρωπο, επί συνόλω. Πόσο αφελής είναι, πόσο εύπιστος, πόσο απόλυτα διατεθειμένος να ταχθεί στην υπηρεσία μιας ιδέας, όποια κι αν είναι αυτή.
Σκέφτηκε τις ανθρώπινες μάζες, πόσο η εξαθλίωση και η ταλαιπωρία τους μέσα στο πέρασμα των αιώνων τους εμποδίζει να διακρίνουν καθαρά. Σκέφτηκε πως οι λαοί ποτέ δεν έχουν πει ένα τραγούδι ολοκληρωμένο, που να βγάζει νόημα. Όπως και ποτέ δεν έχουν πιστέψει σε κάτι ολοκληρωμένο, που επίσης να βγάζει νόημα. Πως δεν είναι ικανοί για κάτι τέτοιο, και πως είναι άξιοι της μοίρας τους.
Τέλος, σκέφτηκε πως όταν είσαι νέος όλα αυτά δεν έχουν την παραμικρή σημασία.Γιατί η ζωή σου είναι μπροστά και τα τραγούδια σου έχουν νόημα από μόνα τους. Έχουν νόημα για σένα, ακόμη και αν δεν έχουν το παραμικρό νόημα για τους άλλους.
Είδε τον εαυτό του να καθρεφτίζεται σε μια γούρνα με νερό. Ένα ελάχιστο μέρος της πραγματικότητας, ο εαυτός του ένα με τον κόσμο και, ταυτόχρονα, ο εαυτός του τελείως αποκομμένος από τον κόσμο. Έγειρε στο πίσω μέρος του βράχου.
Πριν τον πάρει ο ύπνος, ψέλλισε με θλιμμένη απόλαυση την πρώτη στροφή από το ποίημα «Η χαμένη μου νεότητα» του Χένρι Λόνγκφέλοου:[9]

«Συχνά σκέφτομαι την όμορφη πόλη πουναι ριγμένη πλάι στη θάλασσα. Συχνά η σκέψη μου πάει κι έρχεται στους δρόμους τους γλυκείς αυτής της παλιάς αγαπημένης πόλης. Και ξανάρχεται η νιότη μου για να με συναντήσει. Μαζί μέναν στίχο από τραγούδι του Λαπλάν που ακόμη στοιχειώνει τη μνήμη μου: «Ενός παιδιού η θέληση είναι του ανέμου η θέληση. Κι οι σκέψεις της νεότητας είναι μακρές, μακρές σκέψεις».



ΜΟΛΙΣ ΞΗΜΕΡΩΣΕ, ο Ιμπν αλ Μασούρ τινάχτηκε όρθιος, με μιαν αίσθηση επείγοντος. Τα τζιπάκια με τους καμηλιέρηδες και τα ζώα είχαν αναχωρήσει ήδη από το βράδυ. Μάζεψε γρήγορα γρήγορα τα σκεπάσματα, μπήκε στο τζιπ του και ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής, με κατεύθυνση τη Δαμασκό. Κάποια πράγματα δεν λέγονται με λόγια, ξανασκέφτηκε ενώ εγκατέλειπε την έρημο για να βγει στη δημοσιά. Είδε τον αντικατοπτρισμό του ουρανού στην άσφαλτο. Κάποια στιγμή σκέφτηκε πως το τζιπ του θα βούλιαζε μέσα σ’αυτήν την τρεμάμενη, νερουλιαστή άχνα. Και πως θα εξαφανιζόταν για τα καλά.

Στο βάθος ακούστηκαν οι πρώτοι βομβαρδισμοί.


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: