Η διάλεξη

Η διάλεξη

Ιδρώτας στο μέτωπό του και μια υφάλμυρη γεύση στα χείλη. Καυτή η άσφαλτος και οι σιχαμένοι αυτοί σταθμοί του ραδιοφώνου μεταδίδουν τα νέα των παραθεριστών. Μόλις τρεις βδομάδες μένουν για να τελειώσει το εφιαλτικό καλοκαίρι στην πόλη. Είναι προσκεκλημένος από την Αντωνία στη διάλεξή της στο Πανεπιστήμιο. Τον περιμένει, είναι βέβαιος. Στη μνήμη του η εικόνα της είναι μόνο αυτή της ερωμένης, διαφορετική από τις άλλες βέβαια, όμως πάντα της ερωμένης. Και είναι πάντα εκεί, ήχοι συγκεχυμένοι αλλ’ αντιπροσωπευτικοί της φωνής της, ένα ανεπαίσθητο ψεύδισμα κι εκείνο το γουργουρητό. Στο καθρεφτάκι του ντε σεβώ το πίσω αυτοκίνητο κορνάρει και η εικόνα της οδηγού είναι παραβολική. Αδιάφορος, την αφήνει να προσπεράσει, μια τύπισσα γύρω στα σαράντα, με ξανθό μαλλί, κάνει νεύμα να ευχαριστήσει, αυτός ανταποδίδει, εκείνη τον φλερτάρει αστραπιαία και προσπερνά επιταχύνοντας.

Σκέφτεται τη Σίφνο. Μια φωλιά πουλιών ανάμεσα στα αρμυρίκια. Στη φωλιά κρύβονται φίδια, ή αυγά φιδιών το πολύ, το χρώμα είναι μουντό. Οι συζητήσεις αυτής της παρέας ακόμα ηχούν στ΄αυτιά του σαν απομακρυσμένες, χαμηλά. Δεν μπορεί να καταλάβει τι του φταίει σ’ αυτή τη λεωφόρο, τι το μπάσταρδο και παράταιρο έχει αυτή η πόλη. Η πόλη γίνεται πιο φιλόξενη το βράδυ, όταν τα περιγράμματα απορροφώνται από τις ηλεκτρικές λάμψεις. Φανάρια , φανάρια και η πόλη βράζει. Κι έπειτα, το θείο κόρωμα του μεσημεριού στο νησί, στο κέντρο της γης. Στην κορυφή του Προφήτη Ηλία ένα πετροχελίδονο κι από κάτω το καμπαναριό. Κομματάκια που συνθέτουν μια μικρή νησίδα στο χρόνο του πελάγους, νησίδα που διαβρώνεται από παντού. Μπορείς να δεις καθαρά προς όλες τις κατευθύνσεις, ευθεία γραμμή δεν θα βρεις πουθενά, ούτε κι ίσκιο πραγματικό, παρά μόνο τον ήλιο να κρύβεται πίσω απ’ το φασκόμηλο. Ο ουρανός κι η θάλασσα συγχωνεύονται σ’ ένα κενό όπου το γαλάζιο δεν έχει όρια. Κάτω, πιτσιλιές λευκές τα σπιτάκια της Χώρας, στο λιοπύρι αφρώδης λιτότητα ανέμων, σκόρπισμα δυνάμεων.

Η Αντωνία απλά του ταχυδρόμησε μια πρόσκληση. Απόρησε, αυτός. Κιτρινωπές ανταύγειες στο βάθος από καπνοδόχους και στα νερά της Ομόνοιας πλατσουρίζουν ημίγυμνοι τουρίστες. Αιθρία, άπνοια, νωθρότητα, η αγορά έχει κοπάσει και μιλιούνια Αθηναίοι συρρέουν στις σκιές, γιατί ο ήλιος είναι ψηλά ακόμα. Οι δρόμοι αυτή την ώρα είναι επικίνδυνοι γιατί δεν μπορείς να δεις καθαρά, το πουκάμισο κολλάει στο σώμα. Στο μνημείο του Αγνώστου, στην κεντρική πλατεία, μια εικόνα από τα βιβλία, τις στοίβες τους δίσκους και κάτι ξυριστικά που άφησε, φεύγοντας, στο διαμέρισμα της Αντωνίας. Νιώθει την αγωνία που λογικά θα έχει η Αντωνία πριν από τη διάλεξη. Τώρα θα τη λούζει κρύος ιδρώτας. Η υποστήριξη του θέματός της εκκρεμεί, τα μυωπικά της γυαλιά δεν αρκούν για να της προσδώσουν τη συγκροτημένη εμφάνιση που θέλει. Σκέφτεται τα μαλλιά της. Το χαμόγελό της, με την προσποιητή συμπάθεια. Σ΄αυτές τις λεωφόρους -είναι ένα είδος στατιστικής αυτό- δεν έχει ξανασυναντήσει τέτοιο χαμόγελο.

Γύρω στα τριάντα και οι δύο, ψάχνουν να βρουν τις χαμένες τους παραστάσεις. Αυτός αποφοίτησε εδώ και καιρό, η Αντωνία αιώνια φοιτήτρια. Σαν να μην έγινε καμιά πρόοδος εδώ και δέκα χρόνια. Κάπου βρίσκεται ένα νόημα κι αυτοί ψάχνουν, ψάχνουν. Η μεταπολιτευτική περίοδος έχει περάσει κι έχει αφήσει ένα κάτι ασαφές κι ένα κυνηγητό στα βλέμματα. Γενικά μέσος σε όλα, στην ηλικία, στο εισόδημα, στις πεποιθήσεις. Χωρίς επίγνωση της εικόνας που δίνει στους άλλους. Αναζητά όμως στο βλέμμα των άλλων ίχνη και τεκμήρια για ένα νεφελώδες ίνδαλμα του εγώ του. Η Αντωνία είχε τη δυνατότητα να τον φέρνει αντιμέτωπο με την εικόνα του. Αυτό όμως τον κούραζε. Ένιωθε καθηλωμένος ανάμεσα στις ανάγκες της Αντωνίας και στην άρνησή του να τη δεχτεί στη ζωή του. Ο ίδιος, μια αντιφατική προσωπικότητα. Η Αντωνία, μια βασανιστική μνήμη. Στο βάθος χαίρεται που θα την ξαναδεί, παρά το απρόσωπο ύφος της πρόσκλησης. Έπειτα, τι ενοχλητική αυτή η αντίληψη πως τα πράγματα μπορούν να τελειώνουν από τη μια στιγμή στην άλλη! Πως οι άνθρωποι και τα σπίτια μπορούν να διαγραφούν, όπως σκίζεις μια φωτογραφία!

Βάζει το Κονσέρτο του Αρανχουέθ στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου κι ανοίγει διάπλατα το παράθυρο. Τον κοιτούν και ντρέπεται, κλείνει τη μουσική. Αντικατοπτρισμός του ουρανού στην άσφαλτο. Πίσω απ΄όλα αυτά κρύβεται σίγουρα ένας σεναριογράφος. Ανάβει τσιγάρο και στρίβει στο κτήριο του Πανεπιστημίου να παρκάρει. Δεκάδες μυγάκια πάνω από το πάρκινγκ. Πληρώνει τον υπάλληλο και κατευθύνεται στην πίσω πύλη, ανάμεσα σ΄ένα σωρό σκουπίδια και μια γλάστρα με γιασεμί. Το γκρίζο κτήριο φαντάζει ακόμη πιο άσχημο τώρα. μια παρέα από φοιτητές φλυαρούν πολιτικά σε ύφος εριστικό.

——— ≈ ———

Φαντάζεται τη ραγισμένη πέτρα στη Σίφνο. Ραγισμένο μοναστήρι μιας άλλης εποχής, με πλαγιαστό τοίχο στα δυτικά με τις πολεμίστρες, τις σφήκες και τα σφαλάκια να βουίζουν γύρω στην κρήνη. Μέσα απ’ το μανταλωμένο κενοτάφιο αναδίδεται οσμή από πηλό ακατέργαστο. Συγκεντρώνονται όλα τα στοιχεία και πετούν πάνω από τον τρούλο. Αυτοί οι φοιτητές, να είναι άραγε το ακροατήριό της; Μια κυρία με λουλακί κότσο- φαίνεται υπάλληλος του ιδρύματος- τον κοιτά με ύφος υπεροπτικό και τον προσπερνά σε μιαν αποτυχημένη επίδειξη αυστηρής θηλυκότητας. Βγαίνει στο πίσω μέρος του προαυλίου κι αναζητά τον προσανατολισμό του. Πριν μπει στην αίθουσα των διαλέξεων σκέφτεται να κάνει ένα τσιγάρο, το ανάβει ανάποδα και το πετά με μιαν έκφραση αηδίας. Απειλητικά σύννεφα στον ορίζοντα αλλάζουν τις φωτιστικές συνθήκες στο προαύλιο. Σαν ξένος που είναι, προσπαθεί να βρει μιαν ατμόσφαιρα κοσμοπολιτισμού στην περίσταση, αλλά μάταια. Ρίχνει μια ματιά στις ανακοινώσεις.

Μια μικρή ώθηση στις πατούσες των ποδιών τον ειδοποιεί πως είναι η ώρα της διάλεξης. Στην είσοδο συγκρούεται με την κυρία Λουλακί, κι αυτή τον κοιτά με επιτιμητικό βλέμμα. Η προκλητικότητά της είναι απροσχημάτιστη, θυμάται την ξανθιά στο αυτοκίνητο. Η παρουσία των υπολοίπων στη διάλεξη θα είναι, βέβαια, δυσάρεστη. Το καλύτερο θα΄ταν ν’ αποτελεί αυτός το κοινό, γιατί όχι και το θέμα της διάλεξης. Και ομιλητής η Αντωνία, με εκείνο το πειστικό στητό ύφος στο βήμα, μουσική υπόκρουση Βάγκνερ, ή τα «Κίνητρα για Συγγραφή» του Βιμ Μέρτενς. Η γενιά τους, μια γενιά χαμένη σε δαιδαλώδεις διαδρόμους. Ζει στο κέντρο, προκαλεί, συναναστρέφεται όλους αυτούς τους δήθεν περιθωριακούς, έχει άποψη επί παντός του επιστητού. Η Αντωνία είναι λίγο μεγαλύτερή του. Πολύ μεγάλος βαθμός δυσκολίας στη μεταξύ τους επικοινωνία. Όπως κι ανάμεσα σ΄αυτόν και τους φοιτητές στο προαύλιο. Μέσα στο ασανσέρ στριμώχνει ένα νεαρό ζευγάρι, στη γωνία δίπλα στο καντράν. Αυτοί δεν ενοχλούνται. Η κοπέλα φτιάχνει τα μάτια του αγοριού. Τού βάφει τα μάτια με μαύρο μολύβι, μετά τον κοιτά και του ρίχνει ένα σκαστό φιλί στο στόμα. Αυτός κοιτάζεται στον καθρέφτη, εγκρίνει. Έχει πάνω του κάτι από το συρμό ή το κονσερβαρισμένο στυλ του άνετου.

Αν υπάρχει μια λέξη που να περιγράφει το κυρίαρχο συναίσθημα τα τελευταία πέντε χρόνια, αυτή είναι: «απορία». Με τα πάντα δείχνει να μην καταλαβαίνει. Προσπαθεί τα ανεξήγητα συναισθήματα των άλλων να τα αποδώσει στη συγκυρία, στη διάθεση της στιγμής, σε ελλιπή κοινωνικοποίηση. Διαθέτει ένα ολόκληρο απόθεμα στερεότυπων απαντήσεων για ερωτήματα κοινωνικού, ηθικού, μεταφυσικού προβληματισμού που τού θέτουν οι γύρω του. Θα μπορούσε να κουτρουβαλήσει στο κλιμακοστάσιο. Τον κυριεύει το γνώριμο συναίσθημα απορίας, αλλά κι ανυπομονησία να λήξει αυτή η συνύπαρξη στο ασανσέρ. Δεν είναι η γειτνίαση με τα δυο παιδιά που τον ενοχλεί, όσο η αίσθηση της αποκοπής του από όσα διαδραματίζονται δίπλα του. Φτάνει στον τρίτο όροφο.

Με μια μικρή πίεση η πόρτα ανοίγει προς τα έξω. Βλέπει κόσμο έξω από την αίθουσα. Κόσμο που κοιτά ολόγυρα, σχολιάζει, και στο βάθος την Αντωνία. Σε πρώτο πλάνο, ο Περικλής μιλά με ένα κορίτσι, τού τα ρίχνει μάλλον, το έδαφος ήδη είναι κόκκινο από μια παρατεταμένη δύση. Μέσα από το φίλτρο βρώμικων τζαμιών, καπνοί από τσιγάρα ανάκατοι με δυο τρία γυναικεία αρώματα φτηνά. Η Αντωνία τον βλέπει με τη γωνία του ματιού, αντί όμως να τρέξει προς το μέρος του, περιορίζεται να κάνει συστάσεις στον κόσμο για ησυχία. «Η συμπεριφορά σας, παρακαλώ, να είναι κόσμια». Σίγουρα δεν λέει αυτό, αλλά μέσα του αυτό λέει. «Παρακαλώ θερμά να μην επαναληφθούν τα φαινόμενα που συνήθως συμβαίνουν σε μουσικές εκδηλώσεις!». Θεωρεί άτοπη και υπερβολική τη σύσταση αυτή. Στο κοινό βρίσκονται κυρίως συνομήλικοι και μεγαλύτεροί τους. Ζήτημα να υπάρχουν ένας δυο νεότεροι, γύρω στα εικοσιπέντε. Ο ένας κρατά το επιδιασκόπιο και κάτι ψιθυρίζει στην Αντωνία. Κι έπειτα, δεν πρόκειται ακριβώς για ¨μουσική εκδήλωση¨, ή τουλάχιστον έτσι κατάλαβε. Η απορία του κορυφώνεται όταν, δίπλα στην Αντωνία, βλέπει να στέκεται με δεμένα τα χέρια σε στάση αφηρημένης προσοχής η κυρία Λουλακί. Η Αντωνία κάνει μια θεατρικότατη κίνηση γύρω από τον άξονά της σαν πιρουέτα. Γυρίζοντας πίσω απότομα συμπληρώνει:

— Όσοι  π ρ ά γ μ α τ ι  ενδιαφέρεστε για τον Βάγκνερ, παρακαλώ περάστε από δω.

Και δείχνει μια μικρή πορτούλα στ΄αριστερά του διαδρόμου.

Κάποιοι δείχνουν δυσαρεστημένοι με την επιθετικότητά της. Την εκλαμβάνουν ως προσωπική προσβολή κι αρχίζουν ν’ αποχωρούν σε μιαν επίδειξη θιγμένης αξιοπρέπειας. Ένας μάλιστα βρίζει και φτύνει στο πάτωμα. Σκέφτεται πως είναι καλύτερα να αραιώνει. Διαβλέπει πίσω από τη στάση της Αντωνίας μια από τις συνηθισμένες της μεθοδεύσεις, μια παλιότερή τους ανάγκη να μένουν μόνοι που είχε το χαρακτήρα του επείγοντος. Ή μήπως ήταν αυτή μια ανάγκη μόνο της Αντωνίας; Πίσω από τη δρύινη πορτούλα την ακούει να λέει πως η βραδιά θα είναι πολύ, μα π ο λ ύ ειδικού ενδιαφέροντος. Μετά ένα μικρόφωνο, φου, φου, ένα δυο, ένα δύο, που το δοκιμάζουν. Η πόρτα ξανανοίγει κι αμέσως πάλι ξανακλείνει, σαν κάποιος να έχει κάνει λάθος ή να ψάχνει κάποιον άλλο. Προλαβαίνει να δει ένα νεαρό να σπρώχνει το διπλανό του κι ακούει τους ήχους από την Εισαγωγή στο Τανχώυζερ. Μετά η πόρτα κλείνει οριστικά και σιωπή. Ένα κλάξον απέξω. Το τσιγάρο τού καίει τα δάχτυλα. Το πατά με τη μύτη του παπουτσιού. Δεν το αποφασίζει να μπει, προαισθάνεται τις αδυναμίες της υποστήριξής της. Πιέζει την πόρτα μα του κάκου. Κάνει μιαν ύστατη προσπάθεια, τραβώντας την προς το μέρος του.

——— ≈ ———

Πρώτη πρόσβαση στο αδιαχώρητο της διάλεξης. Στο πρώτο κάθισμα κάθεται η κυρία Λουλακί, με το αυστηρό γελοίο της βλέμμα, με το φιλάρεσκο ψιμυθιωμένο της πρόσωπο. Το βλέμμα των άλλων γίνεται η ενδοσκόπησή της. Η σύγχυση του πρωταγωνιστή κορυφώνεται καθώς θέλει να διαφύγει της προσοχής τους, θα τον έδειχναν με το δάχτυλο και θα τον λυπούνταν. «Ο τύπος ετούτος», θα σκέφτονταν με ακαδημαϊκή νωχέλεια, «ο τύπος ετούτος πάει κατά διαόλου!»

Σ’ αυτό το σημείο λογικά θα εισέβαλλε η Αντωνία, πολυπόθητη, και θα έψαχνε με το βλέμμα να τον βρει στα καθίσματα της πλατείας. Στο βλέμμα τους καιροφυλακτεί η δική της αγωνία. Οι στίχοι, ο ιστός που τα συνδέει όλα αυτά τα πρόσωπα, είναι ο υμένας που θα διαρρήξει η Αντωνία. Το βλέμμα των άλλων, το μαρτύριό της. Και προπαντός, ο Βάγκνερ. Η αγωνία της εκπεφρασμένη σε μουσική. Τον δείχνει με το δείκτη του αριστερού χεριού, σε μια γιγαντοαφίσα με το βλέμμα του τρελού. Η Αντωνία ανακαλύπτει πως ο ήρωάς μας τον φοβάται το Βάγκνερ. Δεν φαίνεται να τη νοιάζει, ούτε να επιθυμεί να μάθει τις αντιδράσεις στα πρόσωπα των υπολοίπων, το αντίθετο: μοιάζει ν’ αποζητά τη γαλήνη στο δικό του βλέμμα, φοβάται –μέσα στον ύπνο της φοβάται- μήπως την καταδιώξουν πάλι σ’ εκείνο το μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στον ύπνο και την εγρήγορση. Μην και τη σύρουν πίσω σ’εκείνο το αμφίρροπο στάδιο της ύπαρξης. Το βλέμμα των άλλων εξαφανίζεται στην υποστήριξη του θέματός της. Φωνάζει: Μουσική! Ν’ ακουστεί δυνατά μουσική στην αίθουσα!Καιροφυλακτεί, χτυπά δυνατά τη γροθιά της στο έδρανο, να την προσέξουν. Παραφυλά να ξαναβάλει Βάγκνερ στο πικ απ. Ν’ απαγγείλει αποσπάσματα αρχαιοελληνικών αναγνωσμάτων σ’ ένα κοινό λυπημένων παιδιών.

-Σφων αυτών, σφίσιν αυτοίς, σφας αυτούς…

——— ≈ ———

Η Αντωνία παραμονεύει στη Σίφνο, στην κορυφή του Προφήτη Ηλία. Φοβάται μήπως η δίοδος προς τα έγκατα της γης είναι εδώ ταχύτερη, παρά τις δυο ώρες οδοιπορία για ν’ ανέβεις. Δεν θ’ αντέξει, φοβάται, για πολύ, διψασμένη όπως είναι, το μονοπάτι είναι πυρωμένο. Πρέπει ν΄ανοίξει δρόμο προς τη βρύση της κεντρικής αυλής της μονής χωρίς να την τσιμπήσουν οι σφήκες. Ταχύτατη κάθοδος την περιμένει, κουβάρι να βρεθεί στο κέντρο της γης. Γιατί είναι ένας βράχος αυτός μετέωρος στη λάμψη του σύμπαντος και απορεί γιατί να φυσά μόνο στη μια πλευρά του. Πώς ο άνεμος επιμένει να στροβιλίζεται στο σημείο όπου ο βράχος κόβει τον ορίζοντα στα δυο, και γιατί, ενώ μπορεί να φτάσει ως αυτό το ύψος, γιατί εδώ σταματά. Εδώ θα είναι το τέλος του κόσμου, λοιπόν. Κι αυτή η αίθουσα των διαλέξεων πλέει, αποπλέει. Πλημμυρίζει, ακυβέρνητο καράβι, κι εκείνη αρχίζει να τους διηγείται. Όχι βέβαια για να τους ψυχαγωγήσει, ούτε για τη γνώση του πράγματος, αλλά για ν΄ακούσουν τη θεία μουσική. Αυτός μπαίνει στην αίθουσα, ένας ξένος, με τις πρώτες νότες της μουσικής. Δεν ήθελε να τής κάνει παιδί, δεν ήθελε. Θνητός αυτός συνδαιτυμόνας με μέρισμα στο φαγοπότι των αγγέλων. Πλήθος οι σφήκες την τριγυρίζουν απειλητικά. Ο άνεμος, ζεστός, επιμένει στη βόρεια πλευρά. Το ασύλληπτο διάστημα ανάμεσα στον τρούλο, το καμπαναριό και τον ήλιο δεν καλύπτεται μ’ ένα σάλτο. Πού είναι το πάνω και πού το κάτω; Ολόγυρα κοκκινίζουν όλα, η γη ματωμένη καφετιά, μετά μπλαβίζουν, είναι η πιο σκοτεινή ώρα αυτή, το στίγμα του ήλιου κάθεται στα βλέφαρα του ξένου. Κάνει αριστερά. Ο ήλιος τον βρίσκει. Κάνει δεξιά, τον βρίσκει πάλι. Σχου! Σχου! Κόβονται τα νεύρα του. Χώνεται σ΄έναν άδειο τάφο και η γη τον ξερνά. Η καμπάνα αρχίζει ένα ξέφρενο χτύπο.

Ξεκουμπώνει το πουκάμισό του, η Αντωνία διασταυρώνει το αστραφτερό της βλέμμα σε προσήλωση στο δικό του. Σε κύματα απλώνονται τα βλέμματά τους αποφεύγοντας το ένα τ’ άλλο. Εκείνη χτυπά τη γροθιά της στο έδρανο, να διαλύσει τις ωραίες εντυπώσεις, με κίνητρό της ν’ απομυθοποιήσει. «Ποιος σου’πε πως σε θέλω;» τον ρωτά με μια ματιά. Μια καμπύλη ειρωνείας γυαλίζει στο βλέμμα της, που αμέσως εξομαλύνεται με μιαν απλωτή, μεγάλη έκφραση κενόδοξης γαλήνης. Αυτό το ψεύτικο είδος γαλήνης που το απεχθάνεται. Το ακροατήριο δεν φαίνεται να συμμετέχει σε αυτήν την οπερέτα, το λιμπρέτο είναι κακόγουστο, σαχλό, φορτισμένο με τα δευτερότερα συναισθήματα, τα πιο ευτελή. Αναρωτιέται πώς θα ήταν δυνατό να υποστηριχθεί οτιδήποτε εκεί μέσα. Μόλις τώρα η Αντωνία τού δείχνει το αληθινό της πρόσωπο.

Η σκέψη του επικεντρώνεται στο πώς θα γίνει ίσως εφικτή η υποστήριξη του θέματός της. Κροταλίζει τα δάχτυλά του με αγένεια και η κυρία Λουλακί τον κοιτά δηκτικά. Ένα ίζημα κλιμακτηρίου που τελειώνει καλυμμένο πίσω από μια πλισέ γκριμάτσα. Ακριβά καλλυντικά, που δεν αξίζουν τα έξοδα. «Εννοώ βεβαίως να καταλάβω γιατί τόση κακία εκ μέρους της Αντωνίας», σκέφτεται, και η κυρία Λουλακί μαντεύει τη σκέψη του και του δείχνει την είσοδο. Οι ακροατές θορυβούνται κι ακούγεται ένα Σσςςς! Η Αντωνία σπεύδει να απολογηθεί. «Τα καημένα τα παιδάκια», κάνει με επιτηδευμένη συμπόνια, «κι εγώ δεν έχω τίποτε μαζί τους, είμαι τόσο πονετική!» Κανείς δεν προσέχει πως συνεχίζει να μουρμουρά

— Είμαι πονετική εγώ, είμαι πονετική!

Της κάνει νεύμα, να σταματήσει. Όμως η κυρία Λουλακί δεν τον αφήνει, τον σπρώχνει στο δίπλα δωμάτιο. Αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη διάλεξη στο δυσκολότερο σημείο της, εκεί όπου κανείς δεν πειθόταν. Τη στιγμή που ο ανθός της αλήθειας στόμωνε και μαραινόταν.

——— ≈ ———

Βλέπει, τώρα, μιαν ύπαρξη πετρωμένη, σκληρή, έχιδνα αληθινή, να ξεπροβάλλει πίσω απ΄τον βράχο, πίσω από τα αρμυρίκια στο σούρουπο. Με μια προσχεδιασμένη κίνηση κατευθύνεται με ελιγμούς προς το μέρος του. Με μιαν έκφραση συμπάθειας που δεν θα παραπλανούσε ούτε τον πιο αφελή στο πάνω χείλος. Και να σκεφτεί κανείς πως η επίπονη επίσκεψή του δεν είναι παρά μια παραχώρηση, η έκφραση της φθοράς ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Το ξεσκλίδι ενός συναισθήματος. Σ΄αυτήν την αίθουσα, ένας κόσμος χέρσος, άγονος, σαν τον τάφο του Πολυνείκη. Αμεριμνησία, μικρόνοια, πώς να της ξεφύγει που τον πλησιάζει; Τη βλέπει να ελίσσεται μέσα από τα βράχια με στόχο να τον προσεγγίσει και αναπτύσσει ταχύτητα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τα πίσω. Η πανοραμική θέα φαντάζει στα μάτια της μια γρήγορη κάθοδος. Σκέφτεται το υπόγειο του μοναστηριού, θα ήταν καλή κρυψώνα. Το πρόβλημα είναι πώς να φτάσει προς τα πίσω, στην κεντρική αυλή που οδηγεί στην κρύπτη του υπογείου. Θα τον αντιληφθεί το κοφτερό μάτι της Αντωνίας.

Διακρίνει έναν απόκρημνο, απομονωμένο βράχο. Στο βάθος ένα κοριτσίστικο βλέμμα τον περιεργάζεται και ο βράχος είναι μετέωρος. Λαχανιασμένος γυρνά για μια στιγμή πίσω, αλλά τρέμει μην τον μαρμαρώσει η θέα της Αντωνίας, να καίγεται σαν τα βιβλικά Σόδομα. Μυρίζει στον αέρα το άρωμα των μαλλιών της, σαμπουάν μπύρας. Στην πορεία εκείνης της δέκατης εβδόμης Νοέμβρη, όταν τα πρωτόφτιαξαν, μύριζαν τα μαλλιά της σαμπουάν μπύρας. Τώρα θέλει να την αγγίξει μα είναι πολύ μακριά. Και, το κυριότερο, κινδυνεύει απ΄αυτήν. Κάνει να φύγει μα δεν μπορεί. Είναι γραφτό του να μείνει έτσι, ακίνητος, στο έλεος των ανέμων, με τον ήλιο να τον καίει το πρωί και τον παγερό αέρα να του ανακατεύει τα μαλλιά το βράδυ. Μέχρι τη μέση νιώθει ένα μούδιασμα γλυκό που του φέρνει ύπνο.

Η μουσική του Βάγκνερ απλώνεται απειλητικά πάνω από την αίθουσα, στριφογυρνά στην οροφή και κάθεται στο δέρμα τους, είναι μια μουσική πολύ συγκεκριμένη αυτή, δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών για τη μεγαλοφυΐα. Για την τρέλα. Είναι η μουσική που προϋποθέτει τις ανθρώπινες σχέσεις, ώστε να τις διαβρώσει αμέσως μετά. Κάνει να δει από ψηλά τον εαυτό του στη αίθουσα των διαλέξεων. Πώς είναι η τοποθέτησή του στο χώρο τον αμφιθεατρικό της αίθουσας. Πώς φαντάζει έτσι, ριζωμένος στις πίσω πίσω θέσεις, με την κοσμοσυρροή γύρω και την Αντωνία στο έδρανο. Σκέφτεται να υποβάλει αίτημα στην κυρία Λουλακί, που τού φαίνεται αρμοδιότερη σε θέματα ενδοσκόπησης. Η σκέψη του αυτή τη στιγμή αναλώνεται στην εξεύρεση του ευγενέστερου τρόπου. Πώς να το ρωτήσει, που η ερώτηση να μην ακουστεί παράδοξη. Η κυρία Λουλακί διακόπτει τις σκέψεις του μ’ ένα διορθωτικό βηχάκι κι αμέσως μετά, μ΄ένα συριστικό: «Σσσσταθείτε μισσσσό λεπτό!», βγάζει ανόρεχτα ένα φάκελο και απαιτεί σιωπή. Τα βλέμματα όλων γυρνούν προς τα πίσω να τον συναντήσουν. Η κυρία Λουλακί πρόκειται να μετρήσει τις δυνατότητες επικοινωνίας. Κάνει νεύμα στο νεαρό με το επιδιασκόπιο.

Μια διευρυμένη ολογραφία προβάλλεται, με το πρόσωπο του ήρωά μας να κινείται αργά, προφέροντας συλλαβιστά και σαν υπνωτισμένο ένα φθόγγο υγρόληκτο, με τρόπο ώστε να παραμορφώνονται τα οστεώδη, τετραγωνισμένα μήλα του προσώπου του, να σπάνε σε μικρούς, στέρεους, δερμάτινους κύβους, κι αμέσως μετά να ενώνονται πάλι σε αργή κίνηση. Με την ολογραφία πίσω της, η Αντωνία απαγγέλλει. Ολοκληρώνει το λόγο της, κατεβαίνει ένα μικρό σκαλοπάτι και μετά κατευθύνεται αργά προς το μέρος του. Ένας φοιτητής τής δίνει ένα βέλο ολόλευκο. Ένας άλλος της δίνει ένα καλάθι με κουφέτα και της φορά ένα περίτεχνο νυφικό. Της προτείνει το μπράτσο κι αυτή αρνείται ευγενικά. Με ζωγραφιστό χαμόγελο σκύβει πίσω από ένα πάγκο κι ανοίγει ένα κασελάκι με μωρουδιακά.

——— ≈ ———

Τώρα νιώθει τα βλέμματα όλων πάνω του καθώς η Αντωνία φωσφορίζει τώρα με ηδυπάθεια στο πέτο του. Καθώς φωτίζεται και γουργουρίζει χουφτώνοντας το πέος του, μια εμφαντική, στομφώδης Αντωνία, έρμαιο ενός φευγαλέου πάθους, πετά από πάνω της τελετουργικά όλα τα ρούχα και μένει ολόγυμνη με το πρόσωπο πίσω από το άσπρο βέλο. Ακούγονται χειροκροτήματα.

Θα μπορούσε κανείς να περιγράψει τον έρωτα πάνω στο τραπέζι των συνεδρίων σαν ζωώδη, ιδιαίτερα άν λάμβανε υπ’όψιν του τον αστραπιαίο οργασμό και των δύο. Το άδυτο της διάλεξης είναι τώρα τρωτό, παρά το σκοτάδι που επικρατεί. Η έχιδνα ξαναγυρνά στο έδρανό της, αφήνοντάς τον εκεί, σε φωτοσκιασμένη έκθεση στα μάτια όλων, σαν ρωμαίο πατρίκιο που άνοιξε τις φλέβες του λίγα λεπτά πριν. Kαι που τώρα, ενώ οι πορθητές λεηλατούν την πόλη, πλέει μέσα στη ματωμένη μπανιέρα.

Η εκτόνωση της αγωνίας τους ήλθε πια στην αστροφωτισμένη αυγουστιάτικη νύχτα. Θριαμβεύτρια η Αντωνία αποχώρησε και τον άφησε εκεί, ένα κυρτωμένο έμβρυο, να ταλαντεύεται ολόγυμνος ανάσκελα πάνω στη σκληρή ξύλινη επιφάνεια και να κλαίει, να σταματά και μ΄ένα λυγμό να κλαίει πάλι, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο γοερά...

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: